Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, την ώρα που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας εμείς στο Τζατζικιστάν διοργανώναμε οργιώδη φεστιβάλ χοληστερίνης.

Η παράδοση συνεχίζεται και στις μέρες μας στην Πλατεία Χοληστερίνης, τόπος προσκυνήματος στα Καλύβια Αττικής όπου μπορείτε κι εσείς να κατεβάζετε γατοκέφαλα συνοδεία ταβερνέ sauvignon σε επικά μπριζολάδικα όπως το Τρίγωνο, ο Μουρούζης, και ταλιμπάν. Οι χιπστεροκάγκουρες την αποκαλούν και Πλατεία Hollister.

Σλανγκασίστ: GATZMAN.

1.
Εσωκομματικές ισορροπίες στην «πλατεία Χοληστερίνης» στα Καλύβια Αττικής

2.
Υπάρχει και ο Χριστόφορος με την καλύτερη προβατίνα και τις μεγάλες μερίδες (μπιφτέκι σε μέγεθος βάρκας), ενώ καλά κρέατα θα βρεις και στην Πλατεία Χοληστερίνης στον Μουρούζη.

3.
Πλατεία χοληστερίνης στα Καλύβια Θορικού Αττικής (...) η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες που σερβίρουν ντόπιο κρέας καλό κρασάκι και μεζεδάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.

Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.

«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»

Γαλατικό μαστουροχωριό. (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καφενείο, όπου συχνάζουν κάφροι, κυρίως οπαδοί αθλητικών ομάδων με διαταραγμένας τας φρένας.

  1. Προσωπικότης διαταραγμένη . Γίνεται γαύρος σε ιχθυοπωλείο όταν βλέπει καφρίλερ. Συχνάζει σε καφρενείο και πίνει γάλα. Ελλαδιστάν. (Από το Τουίτερ).

2. Οπως στο χωριο ο καθενας εχει το καφρενειο του και ΟΥΔΕΠΟΤΕ παει στο διπλανο.

3. Αυτή η έδρα, το καφρενείο, πρέπει να είναι άδεια στην τελευταία αγωνιστική!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπίτι, σπιτάκι, υπόγειο, σοφίτα ή διαμέρισμα που αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο συνάντησης μιας παρέας και όπου λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «μπαφοκατάσταση», η ακατάσχετη δηλαδή κατανάλωση ινδικής κάνναβης.

Άτομα

Νέοι ηλικίας 17-30, πολλές φορές φοιτητές εκ των οποίων οι περισσότεροι με τάσεις αιωνιότητας. Μία κοπέλα το πολύ ανά παρέα 6 ατόμων. Οι περισσότεροι με κοινωνικό background που επιτρέπει την αγορά ποσοτήτων μπάφου τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, αν και υπάρχουν κι αυτοί που τη βγάζουν στην τράκα και τη ζήτα.

παρέα μπαφόσπιτου

Η παρέα συνήθως αποτελείται από τον ιδιοκτήτη του μπαφόσπιτου και / ή τον κολλητό ή συγκάτοικο, 1-2 άτομα, όχι απαραίτητα φίλους αλλά με κοινή δίψα για μπάφο, ίσως 1-2 φίλους φίλων και πάντα έναν καινούργιο, που συνήθως είναι «και γαμώ τα παιδιά» και γίνεται πιο κομματιανός απ' όλους.

Επίπλωση

Αν πρόκειται για καθιστικό, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Βαθύς τριθέσιος καναπές
  • Στρώμα στο πάτωμα
  • Πουφ ή μεγάλα μαξιλάρια
  • Βαθιά πολυθρόνα για όποιον την προλάβει
  • Τραπεζάκι του καφέ στο κέντρο

Αν πρόκειται για κρεβατοκάμαρα ή δωμάτιο εστίας, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Κρεβάτι

Διαρρύθμιση

Τα έπιπλα βλέπουν προς την τηλεόραση ή τον Η/Υ. Οτιδήποτε χρήσιμο κατά τη ντάγκλα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μέτρου από τουλάχιστον ένα άτομο, ώστε να μη χρειάζεται να σηκωθεί κανείς. Στις πιο ανοργάνωτες παρέες που δεν έχουν φροντίσει για τον κανόνα «της απόστασης του ενός μέτρου», το πακέτο τρώει ο πιο κομπάρσος της παρέας που σέρνεται μέχρι το αντικείμενο σύμφωνα με τις παρακινήσεις / διαταγές των υπολοίπων κι αφού το παίξει για λίγο δύσκολος -προκειμένου να μη θεωρηθούν δεδομένες οι υπηρεσίες του εφεξής, αν και θεωρούνται ήδη.

Αξεσουάρ

  • Τηλεόραση
  • Η/Υ με σύνδεση internet και / ή το «μάνατζερ» και / ή κάποιο MMORG.
  • Playstation 2 με το «προ» (Pro Evolution Soccer, βλ. και τραγούδι Locomondo)
  • Lava Lamp γιατί «είναι κόλλημα»
  • Μυρωδικά sticks και σχετική βάση
  • Τοίχο γιατί «είναι κόλλημα»

Μουσική Επένδυση

  • Reggae («Μπομπ» κτλ)
  • Lounge (Cafe Del Mar vol.1-8734568)
  • Πριόνια, αλλά μάλλον σχετικά χαμηλά

Λοιπές Παρατηρήσεις

Στο τραπεζάκι του καφέ βρίσκει κανείς:

  • Τρίφτη για το σταφ
  • Ξύλινο κουτί (σαν αυτές τις μουσικές μπιζουτιέρες) για τα αξεσουάρ του στριψίματος
  • Πολλά ξεσκισμένα πακέτα γαλάζια μεγάλα rizla για τους τους νιούμπηδες ή OCB και Smoking για τους υποψιασμένους
  • Τζιβάνες από rizla, πακέτα τσιγάρων, βιβλία κτλ
  • Μισά τσιγάρα των οποίων ο καπνός χρησιμοποιήθηκε κατά το στρίψιμο
  • Τασάκια που ξεχειλίζουν
  • Ποτήρια με λίγο υγρό και πολλές γόπες
  • Καπνό τσιγάρων, σποράκια και στάχτες που συμπληρώνουν άνετα ένα πακέτο τσιγάρα, 2 στρέμματα φυτεία και άλλα 2 τασάκια αντίστοιχα
  • 12 κινητά, περίπου 2 για κάθε άτομο, κλειδιά, λεφτά κτλ
  • Σοκολάτες για την υπογλυκαιμία και περιτυλίγματά των
  • Χειριστήρια PS2

Στους τοίχους βρίσκει κανείς:

  • Αφίσα της ομαδάρας
  • Αφίσα Μπομπ με τα χρώματα της Τζαμάικα και πεντάφυλλο
  • Κρεμασμένη κουρελού

(21:19) - Σε ποιανού το μπαφόσπιτο να τη βγάλουμε απόψε;
(21:21) - Πάμε στου Τάκη που έχει και προ;
(21:22) - Μπα, με ξενερώνει η αδερφή του που μας τα σπάει κάθε φορά. Πάμε στου Σάκη;
(21:23) - Κάτσε να στρίψω ένα μέχρι να αποφασίσουμε... στου Σάκη λες ε... δεν έχει ποτέ τίποτα να φάμε μωρέ....
(21:26) - Ναι αλλά θυμάσαι αυτόν τον Γκας που είχε φέρει την άλλη φορά; Γαμώ τα παιδιά! Για φέρε κι από δω...
(21:32) - Χαχα, ναι γαμώ τα παλληκάρια. Βαριέμαι να τρέχω μέχρι εκεί όμως... δεν πάμε στου Μάκη που είναι και δίπλα;
(21:41) - Δεν καθόμαστε εδώ λέω 'γω, μια χαρούλα είμαστε... πρόσεχε την καύτρα...
(21:47) - Ναι μωρέ, ας κάτσουμε δω... χαχα
(21:55) - Χαχα
(22:06) - Χαχαχαχαχα
(22:17) - Χαχαχχαχαχα
(22:25) - Χαχαχαχαχαχαχ
(22:32) - Χαχαχαχα
(22:44) - Χαχαχαχαχαχχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος που είναι γεμάτος καπνό, συνήθως λόγω των πολλών καπνιστών.

Ντουμάνι έγινε χθες το αμφιθέατρο της σχολής, την ώρα της συνέλευσης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της Ριζάρειου σχολής. Εννοεί μέρος που συχνάζουν άτομα εθισμένα στην ηρωϊνη. Η έδρα της είναι όπου μπορεί ο χρήστης να σουτάρει συνήθως μαζί με άλλους.

Τι με κοιτάς ρε μαλάκα, έχουμε κάνει μαζί Πρεζάριο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναψυκτήριο-καφετέρια παρακείμενη της πλατείας Ομονοίας. Κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό της όνομα. Τακτικοι του θαμώνες, πρεζάκια, dealέρια, απεξαρτημένοι, κλεφτρόνια, μπουμπλάκηδες.

Ο δείκτης επικινδυνότητας της απασχόλησης στο πρεζοκαφέ, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, αγγίζει επίπεδα στρατιωτικής θητείας στην Βαγδάτη.

- Λοιπόν, πετάγομαι πρεζοκαφέ να τσιμπήσω έναν lungo espresso. Θες τίποτα;
- Έναν στρέττο στρεττίσιμο με μπόλικη ζουζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα (Νομός Πέλλας σίγουρα) είναι το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Στην υπόλοιπη χώρα η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για το ιταλικό ποτό που συγγενεύει με το τσίπουρο, την grappa.

Σε αντίθεση με την λέξη «τσίπουρο», όπου συνήθως πρέπει να διευκρινίσεις αν θέλεις με γλυκάνισο ή χωρίς, με την γράπα η συνεννόηση είναι γκαραντί. Και το ποτό έρχεται, συνεπώς, γρηγορότερα.

- Μάστορα! Βάλε δυο τσίπουρα και δυο-τρεις μεζέδες!
- Με γλυκάνισο το τσίπουρο;
- Όχι, φέρε γράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified