Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χώρος ή κατάσταση που επικρατούν με διαφορά οι άρρενες. Που οι γυναίκες είναι μετρημένες στα δάχτυλα, αν υπάρχουν. Παράφραση του πιτσαρία.
Πού μας έφερες μωρέ μέσα στην πουτσαρία;! Εδώ ήταν που θα βρίσκαμε γυναίκα; Μαλάκα!
Δες ακόμη: αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, τσατσάρα. Αντώνυμο: μουνοθύελλα.
Got a better definition? Add it!
Συνάθροιση κλανιάρηδων.
-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!
Got a better definition? Add it!
Για τον πούτσο, άχρηστο.
Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα και θεομουνία...
Καλά, χθες το βράδυ χτυπήσαμε βόλτα με το Βαγγέλη σε ένα άπαιχτο μαγαζί... σκέτη μουνοπλαγιά σου λέω!!!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χημείο / χυμείο:
Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.
Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.
1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.
Got a better definition? Add it!
«τρώω/τρώει κουρείο» : Η μη εκπλήρωση ραντεβού με ψεύτικη και φαιδρή δικαιολογία, κοινώς το «φτύσιμο». Δεν χρησιμοποιείται για επαγγελματική υποχρέωση αλλά για φιλική/γκομενική συνάντηση. Εμπεριέχει απίστευτα επίπεδα βαρεμάρας και αποτελεί τακτική του 99% των αντρών που λένε στη συμβία τους «Αγάπη μου, θ’αργήσω πολύ στη δουλειά, φάε χωρίς εμένα» ενώ στην πραγματικότητα θα πάνε στο καφέ του Μπάμπη του Χοντρού με τον κολλητό τους να δούνε τη μπάλα (μιας κι έχει και Nova).
«κουρείο, το» : Το αντίθετο του Μουσείου. Εκεί δεν βρίσκονται έργα τέχνης χωρίς αξία, αλλά τρίχες κατσαρές από διάσημους άνδρες ολοζώντανους οι οποίοι επιθυμούν να αποβάλουν τις τρίχες τους.
Το κουρείο (κουρείον στη καθαρεύουσα) είναι ο χώρος συνάντησης των ανδρών, νέων και γέρων. Ενίοτε, ειδικά στα χωριά, αντικαθιστά το καφενείο. Στον χώρο του κουρείου λαμβάνουν χώρα πολύ σημαντικές συζητήσεις, όπως το μέλλον της χώρας, τα οικονομικά, ποδόσφαιρο, πόσο μεγάλωσε το στήθος της έφηβης γειτονοπούλας, ποια πηδήχτηκε (και ίσως και γκαστρώθηκε) από ποιον και τελικά το πόσο μεγάλη την έχεις και πόσες φορές το κάνεις την ημέρα και με ποιο ξέκωλο. Συνεπώς το κουρείο είναι επέκταση της βουλής των Ελλήνων και της βουλής των Λόρδων της Αγγλίας (αν σκεφτείς ότι στα σύγχρονα κουρεία συχνάζουν και γκέι για αποτρίχωση πλάτης και στήθους).
- Θα πάμε ρε για μπύρες το βράδυ; - Ε σου είπα ναι; - Ρε δεν είπες στη Γωγώ ότι θα βγείτε μαζί; - Ε, σιγά. Θα φάει κουρείο.
Πάμε με τον Κώστα στο κουρείο για φραπεδάκι και ανάλυση.
Πηγή 2ης ερμηνείας (τροποποιημένη) : Φρικηπαίδεια
Got a better definition? Add it!
Το μέρος όπου επικρατεί μπάχαλο και όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, με τον ρυθμό του. Συνήθως πρόκειται περί δημόσιας υπηρεσίας.
- Πήγα στην εφορεία σήμερα και γινόταν χαμός.
- Ε, αφού είναι κωλοχανείο εκεί, τι περίμενες και συ...
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.
Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».
Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).
Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.
- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified