Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)
Επίσης λέγεται και Σιμίτω.
Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.
Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)
Επίσης λέγεται και Σιμίτω.
Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η Κωνσταντινούπολη. Ο Ηλίας Πετρόπουλος που διασώζει (μεταξύ άλλων) την λέξη αρνείται να σχολιάσει την προέλευση της έκφρασης θεωρώντας την ευκόλως εννοούμενη. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έναν αστεϊσμό πάνω στην αμφιλεγόμενη στάση που κράτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχετικά με το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (για τα οποία έχει χυθεί ατέλειωτο μελάνι και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε άλλο).
Στην σημερινή συγκυρία, όπως και ο όρος βενιζελόμουτρο, μεταφέρεται από τον Ελευθέριο στον συνονόματο (;) Τούρκογλ..., εχμ, Ευάγγελο Βενιζέλο, που έτυχε Υπουργός Οικονομικών σε περίοδο παράδοσης της Ελλάδας στους δανειστές της. Οπότε από μπενάβοντες τα καλιαρντά (έστω ακαδημαϊκώς/ λαϊφστυλιστικώς πως και ουχί περιθωριακώς) βενιζελοδοσμένη θεωρείται πλέον η όλη Ελλάδα και όχι μόνο η Κωνσταντινούπολη, λόγω του ρόλου του Βενιζέλου του Νεωτέρου, που είναι παρομοίως αμφιλεγόμενος με αυτόν του επιφανούς συνονόματού του.
Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων ... (Βλ. λήμμα καλιαρντά Αἴαντος).
Tip:Οι καλιαρντές, την Κωνσταντινούπολη τη λένε «Βενιζελοδοσμένη» εις ανάμνησιν του κυριούλη με τα στρόγυυλα γυαλιά και το σοφιστικέ μουσομουστάκι που έκανε καριέρα τότε το '22.
90 χρόνια μετά, ο συνονώματος του, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποδόσει στην Ελλάδα τον ίδιο χαρακτηρισμό. ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει το λεκανοπέδιο της Αττικής, ήτοι την πόλη των Αθηνών, ως ένα πανελλήνιο καθίκι που σχηματίζεται από τα όρη Υμηττό, Πεντέλη, Πάρνηθα και Αιγάλεω ως τοιχώματα του καθικιού. Το Γραικοκάθικο λειτουργεί ως χωνευτήρι όλων των Ελλήνων που καταφτάνουν ένεκα η αστυφιλία και, αφού χωνευτούν, συσσωρεύονται ως κόπρανα. Ο όρος μπορεί να θίξει και το πολεοδομικό μπάχαλο της άναρχης δόμησης, αλλά και αξιολογικώς το ότι στο Κλίνεξ άστυ μαζεύονται εκμεταλλευτές-καθιζήματα που απομυζούν την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η λέξη υπάρχει στα Καλιαρντά (1971) του Ηλία Πετρόπουλου. Σημαντική χρήση της γίνεται από τον Χάρρυ Κλυνν στο νούμερο «Ένας πούστης να μιλήσει», όπου αποτυπώνεται και η χαρακτηριστική κριτική του Χάρρυ Κλυνν για τους χαμουτζήδες και για την αθηνεζοποίηση των λοιπών Ελλήνων.
Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο.
Σας χαιρετώ!
Γίνομαι έξω φρενών η πουτανιάρα, γιατί βλέπω όλους τους αγριόπουστες (λουμπίνες της ζούγκλας), τις λούγκρες, τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες και τους θεόχοντρους που θρονιασμένοι γκουρτσαλιάζουν (;) εδώ παραδίπλα στην Αθήνα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).
Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.
ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.
Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).
Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η υδρόγειος σφαίρα, δηλαδή είτε ο πλανήτης μας όλος, είτε η υδρόγειος σφαίρα που έχουν τα παιδιά. Μια από τις πολλές ποιητικές λέξεις των καλιαρντών, δείχνει τη μικρότητα των ανθρώπων που είναι σαν μυρμήγκια πάνω σε μια μπάλα στον κόσμο και ούτε. Στον γούγλη βρίσκω μερικά χτυπήματα εκτός καλιαρντής συνάφειας, τα οποία πάντως περιλαμβάνουν κττμγ την ποιητικότητα της λέξης.
Got a better definition? Add it!
Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο Τζιναβότοπος στα καλιαρντά, δηλαδή το Λονδίνο ως μία ομοφυλοφιλόφιλη πόλη, σύμφωνα με το στερεότυπο. Αντώνυμο: Μουτζότοπος είναι το Παρίσι.
Got a better definition? Add it!
Η Κρήτη στα καλιαρντά, επειδή οι Κρητικοί το παίζουνε παλικαράδες (εκ του μουσαντό).
«Μπενάβεις καλιαρντά, χρυσή μου;» «Και τα τζινάβω και τα μπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;». «Μουσαντοπαλικαρού ταραφιντάν κούκλα μου, και έχω μια σαρμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωμένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη μου στενή κι η μέλα σου μεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλ' της στο κεφάλι…». Κάθισα τζάκατα στο μουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξομολογήθηκε ότι δυο μέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόμαντρα. (Από το καλιαρντούργημα "Διακοπές στο Τζιναβονήσι" του Τέο Ρόμβου, ελαφρώς πειραγμένο).
Got a better definition? Add it!