Further tags

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουηδανία, η [ουσ., κύριο όνομα]

Εξωτική χώρα την οποία πανάρχαιοι χάρτες τοποθετούν βόρεια της Ατλαντίδας, 1000 ναυτικά μίλια ανατολικά της Φρουτοπίας.

Είναι παγκοσμίως γνωστή για τους κατοίκους της οι οποίοι για ανεξήγητους επιστημονικά λόγους φέρονται να είναι όλοι θηλυκά, περί τα δύο μέτρα ύψος, με ξανθά μαλλιά και στήθη που παραπέμπουν σε διαφήμιση του γάλα Αρόζα. Οι εν λόγω κάτοικοι αποδημούν μαζικά κάθε καλοκαίρι στα νησιά του Αιγαίου προς γενική τέρψη όλων των φυλών παραθεριστών (ακόμα και των αλάδωτων).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθιστούν τις κατοίκους της Σουηδανίας την ιδανική προέλευση τουριστών οπουδήποτε νοτίως της Θάσου.

- Τι έλεγε το νησί φετος;
- Μαγεία φιλαράκο, είχε σκάσει καραβιά από Σουηδανία και κάναμε Πάσχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανωτάτη Σχολή Βοσκών Κρήτης.

(Μανούσος)
- Και ποέ επέρασε μπρε το Μανωλιό;
(Σήφης)
- Άριστος μαθητής, Α.Σ.ΒΟ.Κ. Εγίνηκε άνθρωπος!
(Μανούσος)
- Κιαμ ήντα! Ετούτηνα είναι ζωή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η κωμόπολη Μεσσήνη στον νομό Μεσσηνίας. Λέγεται έτσι γιατί είναι κτισμένη πάνω σε βούρκο. Εναλλακτικά λέγεται και Νησί.

Πάμε στου νησιού το πανηγύρι, στη Βουρκολία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος στρατιωτικός όρος που αποδίδεται στο νησί της Σάμου από τους φαντάρους που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει εκεί (βλ. επίσης και Ουγκάντα). Η πλέον κυρίαρχη εκδοχή για την προέλευση του ορισμού σχετίζεται με την πραγματικά οργιώδη βλάστηση του νησιού.

- Ρε σειρά, πού πας μετάθεση;
- Ζούγκλα φίλε, ευτυχώς που γλίτωσα τη γκατζολία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βόρεια Προάστια (Αττικής), χρησιμοποιείται υποτιμητικά από κατοίκους εκτός Β. Π.

(Το μαγαζί / μέρος) εδώ δε μου αρέσει... παίζει πολύ Β. Π.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.

- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το Κολωνάκι, το οποίο από κει που ήντουνα κουλτουρο-κοσμικό στέκι, έχει γίνει περαντζάδα κάθε πικραμένου, κάθε σκατομαφιόζου που ξέβρασε η Γλυφάδα, κάθε κακόγουστης παλιαδελφής και κάθε μπουζουκογκόμενας. Η ειρωνική ονομασία χρησιμοποιείται κυρίως απ' όσους δεν το γουστάρουν πια.

- Πού να πάμε απόψε ρε γαμώτο...
- Δεν πάμε στην Κολωνάκα; Έχουμε να πάμε κάτι αιώνες.
- Άντε, πάμε. Αλλά δεν θα αρχίσεις πάλι τη γκρίνια για τον κόσμο που χάλασε και λοιπά και λοιπά, λες και είσαι καμιά από τις γηγενείς κυρίες του...

Got a better definition? Add it!

Published

Αντικαθιστά όλες εκείνες τις χώρες που βρίσκονται στο τέρμα του Θεού στην Ασία και καταλήγουν σε -στάν. Π.χ. Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν.

- Και πού πήγε ο Ρίμπο αφού έφυγε από την ΑΕΚ;
- Δε θυμάμαι, στο Τρεχαρωταστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified