Further tags

Ο Μανιάτης, μάλλον επειδή χρησιμοποιείται στην Μάνη πολύ η έκφραση κορώνα μου/ κορώνι.

Όπου -όπουλος και -ούλος,
είναι μπάσταρδος και μούλος,
όπου -έας και -άκος,
είναι βέρος Μανιατάκος!

Οι μισοί φίλοι και συνάδελφοι του πατέρα μου μανιάτες, κορώνες, γιατί ο ΟΛΠ είχε πολλούς, λόγω κάποιου παλιού διοικητή που κρατούσε απ’ το τραχύ αυτό προπύργιο του ελληνικού εθνισμού. Και ξέρετε, όταν ο μανιάτης είναι φίλος σου, είναι φίλος σου. Σαν να ‘χεις δίπλα σου ένα μικρό στρατό. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μπουρδελιστάν, μια λέξη που συνοψίζει τη πραγματικότητα μιας χώρας την οποία ζούμε: μια χώρα παιδική χαρά όπου όλα επιτρέπονται, κανένας δε δίνει λόγο για τις πράξεις του. Ευθύνη, συνέπεια, αξιοκρατία είναι λέξεις άγνωστες.

Δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει αύριο, ποιος καινούργιος νόμος θα ισχύει, πόσα θα σου ζητήσει το κράτος να πληρώσεις για να τακτοποιήσεις εκκρεμότητες που το ίδιο άφησε να δημιουργηθούν.

Μπουρδελιστάν, μια χώρα που μερικές δεκάδες χιλιάδες ζουν σε βάρος εκατομμυρίων.

(από GATZMAN, 12/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παρών ορισμός θα αποτελέσει σπίτι ορισμού δύο διαφορετικών εννοιών που, μάλλον κατά λάθος, χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για την εκφορά τους. Σε μια απίστευτη κρίση ειλικρίνειας θα δηλώσω πως αν το λήμμα ήταν εμπορικό και η πιθανότητα να τσιμπήσω παπαραπάνω αστέρια για το ίδιο λήμμα, θα τον χώριζα στα δύο. Σιαμαίος ορισμός λοιπόν.

Ως πέταλο χαρακτηρίζεται το τμήμα εκείνο της εξέδρας στα κάθε είδους γήπεδα που βρίσκεται πίσω από τις εστίες / καλάθια / κώλο της βολεϋμπολίστριας που κάνει το σερβίς και στο οποίο έχουν τις άτυπες «έδρες» τους οι φανατικοί κάθε ομάδας. Κι αυτό γιατί οι τιμές των εισιτηρίων στα πέταλα είναι σαφώς φτηνότερες λόγω κακής οπτικής από την συγκεκριμένη θέση, σε αντίθεση με το οποιοδήποτε άλλο τμήμα της εξέδρας που δεν είναι πέταλο και ονομάζεται κάπως αλλιώς, όχι όμως Μπάμπης. Δεν γράφω ότι το πέταλο στις εξέδρες παρομοιάζεται με το κανονικό πέταλο, γιατί είμαι οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης και, αν κρίνω από το Βικελίδης, το λήμμα θα έπρεπε να είναι «αποτυχημένη-απόπειρα-τύπου-που-δεν-κατέχει-την-προοπτική-στο-σχέδιο-να-ζωγραφίσει-μια-μπανιέρα».

Επίσης ως πέταλο χαρακτηρίζουμε τις οδικές αρτηρίες οι οποίες είναι επικίνδυνες λόγω ομοιότητας με το πέταλο του αλόγου (και με το αγγλικό γράμμα U, αλλά το U-turn είναι αλλουνού παπά κυρ ελέησον), μειώνουν την ορατότητα και παρόλα αυτά προκαλούν ελληναράδες οδηγούς να προσπεράσουν και να προκαλέσουν χάος από σίγουρη πρόσκρουσή τους σε έτερο διερχόμενο όχημα. Διάσημο πέταλο αυτό του Μαλιακού.

- Για πες την ιστορία με την εκδρομή στο ΟΑΚΑ ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο πέταλο του Μαλιακού και να έχουμε σταματήσει την κυκλοφορία και να έχουμε πιει όλοι και να γράφουμε με σπρέυ παντού!
- Σώπα ρε Νώντα.
- Και να φτάνουμε στο ΟΑΚΑ και να γεμίζει το πέταλο κιτρινό-μαύρο και κόκκινο από τους πυρσούς.
- Απίστευτο ρε Νώντα.
- Και να ήμαστε στο δρόμο και να μαδάω τα πέταλα της μαργαρίτας και θα νικήσουμε και θα χάσουμε και θα νικήσουμε και θα χάσουμε.
- Δεν το πιστεύω ρε Νώντα.
- Και να χάνουμε και να τον βρίζω τον Μάκη που δεν έφερε το πέταλο που έχει σπίτι για καλή τύχη και να θυμώνει αυτός.
- Κάτσε, κάτσε γιατί μου φαίνεται το έχασα κάπου. Τι σημαίνει η λέξη πέταλο στις δύο τελευταίες προτάσεις σου;

P.O.V.= Petalo point Of  View. (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο συγκεκριμένα από τον ορισμό που δίνει σύσλανγκος, το τσιμπουκάδικο είναι ένα ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του στοματικό σεξ, το τσιμπούκι ή μπουκιτσί.

Ασφαλώς ως τσιμπουκάδικο δεν θα χαρακτηριστεί το σταντέ γαμάδικο, που θα προσφέρει και το περισσότερο, δηλαδή το πλήρες γαμήσι. Το τσιμπουκάδικο ανήκει στον χώρο της ενδεχομενικότητας, δηλαδή είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που δεν προσφέρουν το σεχ επισήμως, αλλά στην ζούλα και καλούα. Πρόκειται για ένα ενισ-χυμένο φραπενείο που σερβίρει τον φραπέ με καλαμάκι. Συνήθως λέγεται για μασατζίδικα, και λίγο λιγότερο για πονηρά στριπτιτζάδικα ή κωλόμπαρα. Πάντως, κανονικά, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως τσιμπουκάδικο πρέπει το τσιμπούκι να είναι το μάξιμουμ που προσφέρει, ώστε να συνιστά ειδοποιό διαφορά του.

Για τις πρωϊνές καύλες σε μασατζίδικο ή σε τσιμπουκάδικο, γιατί τα γκογκο μπαρα ανοίγουν το απόγευμα. (Εδώ).

(από Khan, 09/03/11)σχετική περίπτωση μετά το 1:00 (από anchelito, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις -αδικο καθιδρύματα που κρύβουν μεγάλο άδικο (όπως θά 'λεγε κι ο Βράστα). Πρόκειται για το ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του μπριζόλα, δηλαδή τίποτα λιγότερο από γαμήσι με διείσδυση κολπική ή και πρωχτική.

Η έκφραση χρησιμοποιείται λιγότερο για τα σταντέ γαμάδικα, λ.χ. μπουρδέλα και στούντιο, και περισσότερο για τα ενδεχομενικά, όπου το σεχ δεν προσφέρεται επίσημα, αλλά μετά από κάποιου είδους συνεννόηση και ενδέχεται να μείνει ο πουτσοδότης με την ψωλή στο χέρι. Κυρίως λέγεται για τα μασατζίδικα, γιατί εκεί έχει πιο πολύ παζάρι, αλλά δεν αποκλείεται να ειπωθεί και για κανένα τελειωμενάδικο ή και παρτουζάδικο. Όταν λέγεται, πάντως, μάλλον λέγεται με περιφρόνηση ότι το τοιούτο καθίδρυμα αποτελεί τελειωμενάδικο.

Επισκεψη στο φραπεδοποιειο...Στο μαγαζι μονο τα δυο καβλιαρικα μιλφακια [...] Προχωραμε στα ενδοτερα και με αρχιζουν σε ενα ωραιο μασαζακι.. [...] Αρχισαμε τα προστυχόλογα τους ελεγα πως σας αρεσει να τον παίρνετε καβλιάρες; Και μου λεγαν οτι γουσταρουν αγριο σκισιμο απ το κωλο )) και η Μαρινα μου ψυθιρισε ΄στο αυτί ότι της αρεσει το cim cif...Εχε χαρη που το μαγαζι δεν ειναι μπριζολαδικο )) Τους λεω καβλιάρες ελάτε να μου κωλοτριφτητε. (Εδώ για ενηλίκους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιχλώδες λόγω κάπνας χαμαιτυπείο όπου, άγνωστο γιατί, μαζεύονται όμορφες μεναγκό, δηλαδή ωραία τσιμπούκια, εξ ου το «τσιμπουκάδικο».

Να πάμε καμιά μέρα στα Εξάρχεια στον «πούστη γάτο», έχω ακούσει πως είναι καλό τσιμπουκάδικο, μαζεύει φίνα μωρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε στο γενικότερο φαινόμενο ότι τα τοπωνύμια που βρίσκονται σε Πληθυντικό Αριθμό συχνά τρέπονται σε Ενικό για χάρη σλανγκίστικης χαριτωμενιάς στον λόγο.

Κλασικά παραδείγματα είναι τα: Γιάννινο αντί Γιάννενα/ Ιωάννινα, Τρίκαλο αντί Τρίκαλα, Γιαννιτσό αντί Γιαννιτσά. Από ξένα τοπωνύμια, το πιο χαρακτηριστικό είναι η Βρυξέλλα αντί για Βρυξέλλες.

Θα λέγαμε ότι έχουμε εδώ μια υπερ-δημοτική, αντίστροφη προς τον υπεραστισμό/ υπερ-καθαρεύουσα. Δηλαδή, καθώς μια σειρά από πόλεις που ήταν σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της γλώσσας μας στον Πληθυντικό, έχουν τραπεί στην Δημοτική (ή και πιο πριν) στον Ενικό, λ.χ. αἱ Ἀθῆναι- η Αθήνα, οἱ Παρίσιοι- το Παρίσι, αἱ Πάτραι- η Πάτρα, αἱ Θῆβαι- η Θήβα, κάποιοι σύσλανγκοι σπεύδουν αυτοβούλως να ολοκληρώσουν αυτήν την διαδικασία, τρέποντας στον Ενικό και τις εναπομείνασες πόλεις που βρίσκονται ακόμη στον Πληθυντικό.

Ο Ενικός δίνει κυρίως μια μεγαλύτερη οικειότητα. Ενίοτε αυτό είναι μια υποτίμηση, μια απαξιωτική σμίκρυνση. Άλλοτε όμως δεν λέγεται υποτιμητικά, αλλά και με κάποια τρυφερότητα. Βλ. και καλό το Τρίκαλο.

Σε κάποιες πόλεις συμβαίνει το αντίστροφο, μια τροπή στον Πληθυντικό. Λ.χ. τα Λονδίνα, τα Παρίσια. Εδώ, όμως, μάλλον εννοούμε τις πόλεις που ανήκουν σε παρόμοιο τύπο μεγαλούπολης, όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

Πάσα: Jeanoir.

  1. στην περιοδο ζαγορακη-βρυζα αντιμετωπισαμε πολλες δυσκολιες κι αναταραχες (απανωτες αγωνιστικες φαπες την πρωτη χρονια,οδυνηρος αποκλεισμος απο θρασο,περυσι αποτυχια στα πλει-οφ,φετος αποτυχια σε γιουροπα λιγκ,αποκλεισμος απο γιαννινο). (Paokmania.gr).

  2. Για ΓιαννιτσΟ δε ψήνομαι. Μην ξεχνάμε οτι ο jan έκανε απλά μια πρόταση. Δε ''έκλεισε'' το θέμα για εκεί. Κατά τα άλλα, οπου να ναι όποτε να ναι. (Εδώ).

  3. Το αντίστροφο:
    Στα... «Λονδίνα» ο Ραγκούσης τη Δευτέρα! (Εδώ).

(από Khan, 21/02/11)τα ένδοξα Παρίσια (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified