Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Απάντηση στην ερώτηση: «Τι κάνεις;»

Το λέμε όταν είμαστε στον κουβά, πηγμένοι, δεν τσουλάει τίποτα, αλλά τεσπα είμαστε ακόμα ζωντανοί -που λέει και το άσμα.

Λέγεται ξερά, με τελεία και παύλα στο τέλος. Υπονοείται ότι θέλουμε να αλλάξουμε θέμα και να μη συνεχίσουμε να λέμε τα νέα μας.

Συνώνυμα: εδώ, υπάρχω.

- Τι γίνεται, τι κάνετε; Όλα καλά;
- Καλά μωρέ, ζούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνέβη πριν πολλά χρόνια σε χωριό της Βοιωτίας. Φεύγοντας από την εκκλησία οι νιόπαντροι, κατευθυνόμενοι προς τον χώρο όπου θα εγίνετο το γλέντι, πρώτοι βάδιζαν η νύφη και γαμπρός ακριβώς πίσω τους ακολουθούσαν τα κλαρίνα και τα νταούλια και πιο πίσω όλοι οι προσκεκλημένοι. Ο κλαριτζής είχε σχεδόν κολλήσει το κλαρίνο του στο αυτί της νύφης και κάθε φορά που πετούσε κάποια δυνατή νότα η καημένη η νύφη πεταγόταν από την τρομάρα της, τότε κάποιος εκ των συγγενών έδωσε την υπεράνω συμβουλή στους οργανοπαίκτες.

Σιγά σιγά τα όργανα μη μας κατουρηθεί η νύφη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ή ειρωνικά, αυτός που κάνει ζημιές. Θηλυκό: ζημιάρα.

Πολύ ζημιάρης μας βγήκε ο Πελοπίδας. Θα μας φάει όλα τα γκομένια, νομίζω;

(από Khan, 11/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι με τίποτα, ούτε καν να το σκέφτεσαι, κ.λ.π.

Γενικά αποτελεί μία παραδειγματική και μεγαλοπρεπή άρνηση, όπως για παράδειγμα το μεγαλοπρεπές «ΟΧΙ» των Ελλήνων απέναντι στους Ιταλούς πριν κάτι χρόνια (τα παραλέω βέβαια λίγο...). Είναι έκφραση παλαιάς κοπής και έφτασε στο αποκορύφωμά της τον Δεκέμβριο του 1999 όταν κυκλοφόρησε το CD «ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ» από το Δεσποινάκι (ομιλώ για την αοιδό Δέσποινα Βανδή), όπου περιέχονταν το ομώνυμο «Άπαπα», το οποίο έγινε αμέσως επιτυχία και χιλιοτραγουδήθηκε. Πλέον ο όρος τείνει να εξαφανιστεί αφού ολίγοι είναι αυτοί που τον χρησιμοποιούν.

- Σήμερα θέλω το σπίτι γιατί θα φέρω τη Μαιρούλα απο 'δω.
- Άπαπα, ούτε καν να το σκέφτεσαι. Για σήμερα το 'χω κλείσει εγώ το σπίτι εδώ και μία βδομάδα. Αφού σου είχα πει πως θα φέρω το Τζενάκι...
- Ρε μαλούρα, αφού δεν πρόκειται να βάλεις το πλοίο στο λιμάνι. Αφού είσαι καληνυχτάκιας... Πάνε την κάπου έξω και άσε μου το σπίτι να κάνω τη δουλειά μου...
- Ρε @##&%Ε@#^!%$#%$#*$#@& %$#&$#

(από kamakisss, 15/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιμπαιδισμός ολκής, στην κατηγορία «όταν πήγαινα στο Δημοτικό» και βγάλε.

Ολοκληρωμένο θα μπορούσε να λέγεται «κόψε από φίλος». Λέγεται σε περιπτώσεις θιξίματος από φιλικό πρόσωπο, όπου ο προσβεβλημένος, μη μπορώντας να αντέξει την «προδοσία» από τον κολλητό του, του προτείνει το χέρι με ενωμένα τα δύο δάκτυλα (δείκτης - μέσος) και τον προκαλεί να τα «ξεκολλήσει» με μια κίνηση του δικού του δακτύλου.

Όταν συμβεί το παραπάνω, υποτίθεται πως όλα τέλειωσαν, ο φίλος πάει σπίτι του, κομμένα τα τηλέφωνα και δεν τον ξαναπαίζουμε.

Εννοείται πως η κίνηση αυτή είναι περισσότερο χαριτωμενιά και δεν πρέπει να λαμβάνεται στα σοβαρά.

- Πάμε για καφέ ρε μαλάκα;
- Άσε ρε, βαριέμαι...
- Τι; Κόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυτικό απορίας με απώτερο σκοπό την απόδοση έμφασης στην εν λόγω πρόταση. Λέγεται συνήθως σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης, αγανάκτησης, θυμού κλπ.

Για παράδειγμα, όταν περιαυτολογούμε και θέλουμε να προβάλουμε τις ικανότητές μας πάνω σε ένα αντικείμενο, ενώ αυτές αμφισβητούνται (μπρίκια κολλάμε;).

Προφέρεται φωναχτά, με παχύ και ολίγον τραβηγμένο σ (shh), για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

- Πω ρε πστ, πάλι κόλλησε το βρωμό-πισο... Kάτσε να φωνάξω τον Τάκη που ξέρει...
- Κι εμείς τι σκατά ρόλο βαράμε εδώ μέσα ρε Τούλα; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει ξαφνικό fail που συνήθως είναι και επικό.

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά εικάζεται ότι έχει να κάνει με το σχήμα του παγωτού (που ως γνωστόν μοιάζει στο αντρικό μόριο), ή με την ψυχρολουσία που ένα παγωτό συνεπάγεται.

Για συντομία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο η λέξη «παγωτό».

  1. (στα ταμεία του Village, 21:55, συνομιλία στο κινητό)
    - Έλα ρε, μόλις έφτασα και δεν έχει εισιτήρια για το Ironman στις 22:00.
    - Εγώ σου τα 'λεγα να πας πιο νωρίς ηλίθιε. Κάτσε στο παγωτό τώρα.

  2. - Και τώρα τι κάνουμε ρε μαλάκα που είναι κλειστή η Σιτσιλιάνα;
    - Τώρα απλά θα κάτσουμε στο παγωτό.

  3. - Ο βάζελος πήρε πρωτάθλημα ρεεε!
    - Ναι, αλλά στο ντέρμπι 65.000 χαμούρες έκατσαν στο παγωτό.

  4. - Κι αν φάμε πόρτα στο Villa τι κάνουμε;
    - Παγωτό...

  5. - Ρε Κατερίνα, τόση ώρα έχεις πει ότι θα σερβίρεις. Πού είναι επιτέλους το παγωτό;
    - Κάθεσαι πάνω του.

Υπάρχει και AIDS! (από MXΣ, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφικώς, αποτελεί συνώνυμο του εαυτού, με εμφανέστατη ετυμολογική σύνδεση με την λατινική ρίζα part-, δηλ. μέρος, εκ μέρους μου κλπ.

Σλανγκικώς όμως, η πάρτη, αποτελεί μια εξόχως συμπεπυκνωμένη έννοια, το ανάπτυγμα της οποίας έχει ως εξής:

- Ας είμαι εγώ καλά και ας πάνε να γαμηθούν όλοι οι άλλοι.

Η πάρτη, αν και νεοελληνικός όρος, δεν είναι μόνο νεοελληνικό φαινόμενο, αποτελεί διόγκωση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης σε συνθήκες όπου δεν τίθεται θέμα επιβίωσης. Σε μια πιο σύγχρονη θεώρηση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί συναισθήματα αλληλεγγύης μόνο για ένα πεπερασμένο αριθμό ατόμων στη ζωή του, που μάλιστα αποτελούν μικρό κλάσμα του αριθμού των ατόμων που γνώρισε συνολικά, τα άτομα αυτά αποτελούν την αμερικλανιστί πιθηκόσφαιρα. Σήμερα ίσως η δύναμη της εικόνας (δηλ. το 85% των αισθήσεών μας) μπορεί να έχει αυξήσει κάπως τον όγκο της, αλλά σίγουρα δεν την έχει κάνει μεγαλύτερη από την υδρόγειο.

Ο παρτισμός όμως, όπως και ο εξάδελφός του σταρχιδισμός, αποτελούν εξελικτικά ψεγάδια του ανθρωπίνου όντος. Διότι, όπως λέει και το σοφό ανέκδοτο με την κλώντια σιφερ και τον γιωρίκα στο νησί των ναυαγών, τι να σε γαμήσω αν δεν έχω σε ποιον να το πω; Ο πρώτος δεν είναι έρωτος αν δεν υπάρχει δεύτερος, ο από πάνω είναι γιατί υπάρχει κάποιος από κάτω, αν δεν σε ενδιαφέρει τίποτα αυτοκτόνησε αύριο, μην περιμένεις να πεθάνεις μετά από 80 χρόνια, quelle talaiporie!! Στον ελληνιστικό κόσμο, τα φαινόμενα αυτά τιθασεύτηκαν με του μικρούς πληθυσμιακά πυρήνες άμεσης δημοκρατίας (Αθήνα), αναρχίας (Λακεδαίμων), αλλά και τις διοικητικές κατατμήσεις του Αλεξάνδρου με χρήση τοπικών αρχόντων. Με άλλα λόγια, όταν το κοινωνικό σύνολο παρέμενε στα επίπεδα της πιθηκόσφαιρας, υπήρχε συλλογική συνείδηση ακόμα και αν δεν υπήρχε ταύτιση.

Αντιθέτως, στις παλαιότερες (παξ πουτάνα, βυζάντιο), αλλά και στις νεόκοπες απόπειρες παγκοσμιοποίησης, η πάρτη και το να πατάς επί πτωμάτων καταδικάστηκε θεατρινίστικα σε γελοίο βαθμό, για να ανοίξει τον δρόμο στους ματαιόδοξους wallstreetmάδες, αλλά και τους εντός της πιθηκόσφαιρας μας γιωργάκηδες, κωστάκηδες, πετράκηδες να αποφύγουν τον καιάδα.

Εν κατακλείδι, ο παρτισμός, ως φαινόμενο, αρχίζει από την εμφάνιση της ασθένειας του ανθρώπου να δαγκάνει ως κύων και όχι ως κυνικός (κατά Διογένη). Από τότε δηλαδή που εθεωρήθη μαγκιά η μη εξωτερίκευση των συναισθημάτων (κατά σύμπτωση εξαιρετικά απλών και πρωτόγονων) έγινε ιδανικό το κυνήγι ματαιόδοξων αγαθών (όσα δεν πιάνει η αλεπού...). Εξυπακούεται ότι η ασθένεια πήρε διαστάσεις επιδημίας.

  1. (βάρμαν προς την γκόμενα που χαλβαδιάζει)
    - Ετοιμάζω τα ξύδια μοναχά για πάρτη σου!

  2. - Τι έκανα για πάρτη μου (...και πολλά άλλα)

τι έκανα για πάρτη μου εε;; (από Abas, 26/04/10)Voyage pour toi seulment, par Georges Jeanias (από Abas, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που πλένει πιάτα στα εστιατόρια, ταβέρνες κοκ, κυρίως στο εξωτερικό, καθότι ήταν συνηθισμένο οι έλληνες μετανάστες να κάνουν -μεταξύ άλλων- τέτοιες δουλειές το πάλαι ποτέ εκεί.

Παρόλο που οι εργασίες αυτές έθρεψαν οικογένειες και χωριά, και δημιούργησαν περιουσίες εκ του μη όντος, η αρχοντοβλαχιά των ελλήνων γενικά, δεν παύει να τις θεωρεί κατώτερες άλλων. 'Ετσι σλανγκοποιήθηκε το επάγγελμα, παίρνοντας την κατάληξη -ού και θυμίζοντας, πχ, την σκατού, την σκυλού κλπ.

- Και το αποφάσισες, θα φύγεις για Γερμανία;
- Ναι ρε μαλάκα, σιγά μην κάτσω δω, βαρέθηκα.
- Και από δουλειά;
- Έ, ό,τι κάτσει. Έχω καλό βιογραφικό, δεν νομίζω να καταλήξω πιατού.

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».

Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.

Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified