Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Απειλητική έκφραση γκανγκστερικής προέλευσης, με λίγο - πολύ προφανές περιεχόμενο: Οι κουμπότρυπες δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ευφημισμός για τα τραύματα εισόδου βλημάτων πυροβόλου όπλου.

Οι γνώμες για τις ρίζες της συγκεκριμένης φράσης διίστανται. Αρκετοί πάντως υποστηρίζουν πως, αρχικά, εντοπίζεται σε κάποιο Λούκυ Λουκ, αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά μέχρι σήμερα.

Σε ακραίες περιπτώσεις πρόκλησης μεγάλου πλήθους των εν λόγω τρυπών, παίζει και το «θα σε κάνω σουρωτήρι».

- Στάκαμαν ρε! Put the cot down slowly, γιατί θα σε γεμίσω κουμπότρυπες!
- Θα μου κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί το ακριβώς αντίθετο της έκφρασης «χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;» και, από ευτυχή σύμπτωση, χρησιμοποιούν και οι δύο εκφράσεις τη λέξη «αρκούδα». Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η έκφραση θέλει να τονίσει τη μηδενική πιθανότητα καταφατικής απάντησης, δεδομένου ότι:

  1. Οι αρκούδες δεν συνηθίζουν να χέζουν σε τηλεφωνικούς θαλάμους, πώς να χωρέσουν άλλωστε, ακόμα κι αν είχαν μια έμπνευση της στιγμής, κι έβρισκαν και τηλεφωνικό θάλαμο εύκαιρο.
  2. Ποια η πιθανότητα να τις πετύχεις, ώστε να καταγράψεις το συμβάν;

Εν κατακλείδι σημαίνει: σε καμία περίπτωση, αλλά και μια μεγάλη δόση ειρωνείας.

- Τι λες Τάκη, θα μας δώσουν την αύξηση του 10% που μας υποσχέθηκαν;
- Έχεις δει αρκούδα να χέζει σε τηλεφωνικό θάλαμο;

(από electron, 27/01/10)μπα, ένα ψιλό έριξε στην ντουαλέτα... (από MXΣ, 29/01/10)

βλ. και σχόλια στο πετάει ο γάιδαρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι τη βγάζει ο μέσος 'Ελληνας αγρότης στον λίγο ελεύθερο χρόνο που διαθέτει. Καμιά μπαλίτσα στο τοπικό, άντε να δούμε Κολινδρό ή και λίγη Βέροια, λίγο μπουτάκι, μιας και χωρίς φράγκα στα κωλόμπαρα των Φαρσάλων παραπάνω από μπουτάκι δεν θα δεις, άντε και μπαρμπούτι, μπας και ρεφάρουμε και δούμε και λίγο κιλοτάκι... Διότι για να χ.... τα παιδιά δεν το βλέπω κα Μπατζελή...

Εθεάθη σε τοίχο, σε χωριό έξω από τη Λιβαδειά.

- Πώς την περνάτε εδώ παιδιά;

- Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι, Σίσυ μου. Μπάλα, μπούτι και μπαρμπούτι! Καλά που ήρθες εσύ, μπας και το δούμε τσάμπα για λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση, εκ πρώτης όψεως μη σλανγκ, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η σλανγκιά της συγκεκριμένης φράσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν ξεστομίζεται ως προειδοποίηση προς κάποιον που γλιστράει, ήτοι πριν ή κατά τη διάρκεια της σαβούρας, αλλά κατόπιν αυτής, έως και αρκετά δευτερόλεπτα μετά, με διάθεση χλευασμού προς τον παθόντα.

- Οουυυπς... ωχ... ωχ... ααααααα... ΑΟΥΤΣ!
- Σιγά, θα πέσεις, παπάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που θέλει να κάνει τα πάντα τσάμπα, χωρίς να δίνει ούτε ένα λεπτό του ευρώ, όπως π.χ. τσαμπέ είσοδοι, κούτρα τσιγάρα και άλλα τέτοια. Αξιόλογα συνώνυμα αποτελούν το καβατζόπουστας και το τζαμπατζής.

- Ρε συ, τι θα γίνει μ' αυτόν το μαλάκα τον Σάκη; Καλόμαθε να τον κερνάω όταν βγαίνουμε.
- Ε αφού το ξέρεις ότι είναι κουτρατζής ρε, εσύ γιατί τον κερνάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς αδόκιμη, αλλά ψιλομαγκιόρικη σύνταξη. Τείνει να αντικαταστήσει την παλιομοδίτικη και ολίγον ελιτίστικη έκφραση «που είναι και του γούστου σου», ή το άχρωμο και ψιλοπουστρέ «που σου αρέσει».

Η σλανγκιά κάνει χρήση της πολυβασανισμένης πρόθεσης «να» για να δώσει τη σιγουριά και πώρωση (σαν ψυχολογική ένεση), σε αντίθεση με το ψιλομίζερο «που». Η έκφραση συνήθως συνοδεύεται και από γκριμάτσα, κάτι που με δυσκολία μπορεί να αποτυπωθεί στον ορισμό....

  1. -Τι χαμπάρια Μιχάλη;
    -Τα ίδια...
    -Ακόμα τη Μαίρη σκέφτεσαι; Ξεκόλλα με το μυαλό σου ρε φίλο! Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.
    -Έχεις δίκιο, αλλά γενικότερα δεν είμαι σε φάση.
    -Ρε φάε μια λάκτα και χέστηνα που σου λέω. Να κανονίσω μια έξοδο το βράδυ με γκομενάκια έξτρα πρίμα γκουντ, να γουστάρεις;

  2. - Ρε συ, κατάθλιψη έπαθε η «μες»;
    - Γάμησε τα, πολύ νταουνιασμένη. Εδώ αντί να πει χρόνια πολλά στον «τζονβλακ», τον καταχέριασε μέρες που 'ναι! Ευτυχώς ο άλλος το πέρασε στο ντούκου. - Να τους βάλω και τους δύο σε ένα παράδειγμα να γουστάρουν;
    - Εγώ λέω ότι θα βρεις τον μπελά σου!!!
    - Η πρώτη θα 'ναι...

(από electron, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικώς ορθός τρόπος να πεις και τα λοιπά, όπως και τα και άλλες / λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και Ταλιμπάν. Από τα εμπριμέ υφάσματα ή ρούχα (ετυμολογία: γαλλικό imprimé), που είναι διακοσμημένα με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών. Οπότε η έμφαση δίνεται στον παρδαλό και πουστολουλουδάτο χαρακτήρα των πραγμάτων που υπαινισσόμαστε παρατακτικώς.

  1. Hydraformed στο σλανγκρ:
    - Συνωνυμο του ''καλαμωρενταξη''...Ωχαδελφισμος και αλλα λοιπα εμπριμε'')

  2. Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες (Γιάννης Μηλιώκας)

Λένε πως είμαι γκαντέμης
Παλιοκουμούνι, ανάρχας
Χωρίς αιτία φρικάρω
Και άλλα πολλά εμπριμέ

(από Khan, 06/01/10)(από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την προσθήκη «μωρό μου», την βάζουν συνήθως οι γκόμενες. Εμείς οι ορίτζιναλ άντριδοι, το λέμε σκέτο. Φράση που προέρχεται από τον τίτλο αλμπουμ των Munoz/Sampayo, που εκδόθηκε από την Βαβέλ (δες μύδι #1).

Σλάνγκ των κομικάδων, την οποία πετάνε σε άσχετες στιγμές, και συνήθως δεν την πιάνουν οι άλλοι....
Η έκφραση είναι συνώνυμη, του δεν την παλεύω κάστανο, ή σε άπταιστα ελληνικά: you can't always get what you want (χωρίς τη συνέχεια)...

Σημαίνει απλά, ότι η πραγματική ζωή είναι πολύ σκατά για να την αντέξεις (τον περισσότερο καιρό) και χάνει κατά πολύ σε σύγκριση με τον μαγικό κόσμο της όγδοης τέχνης, που μάθαμε από την Βαβέλ. Ό,που όλα επιτρέπονται, και όλα επιβάλλονται. Κάτι σαν τον Τορπέντο που γλυτώνει πάντα με λίγες γρατζουνιές, κάτι σαν τους τέλειους κώλους του Μανάρα, κάτι σαν το ναυτικό καπέλο του Κόρτο, τους ατελείωτους σεξουαλικούς διαλόγους του Reiser, και τον ονειρικό κόσμο εκείνου του Έλληνα που έστειλε τα κόμικς σε γράμμα, και ο κατάλογος συνεχίζεται...

-Πάλι μου χάλασες το βράδυ...
-Εγώ ή οι ξενέρωτοι φίλοι σου. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Κόντεψα να πέσω στα βαριά από την ξενέρα.
-Ας έκανες υπομονή. Ένα βράδυ βγήκαμε μαζί τους. Θα μπορούσες να κρατηθείς και να μη χασμουριέσαι συνέχεια, και να παίζεις με το κινητό σου!
-Επίσης θα μπορούσα να είμαι και ο Σάκης Ρουβάς με το Ε9 του Κόκκαλη. Αλλά...
-Τι αλλά;
-Αλλά η ζωή δεν είναι κόμικς!
-Κι εσύ δεν είσαι ο Σούπερμαν...
-Πού ξέρεις τι κάνω τα βράδια όταν κοιμάσαι;
-Σταμάτα να μιλάς και φίλα με μονόχνωτε.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδική (ή και μπαρμπαδίστικη) slang που σημαίνει γενικά οχλαβοή, ομαδική φωνασκία και γενικότερα δηλώνει ενόχληση από τον λέγοντα.

Λανθασμένα ως χάβρα εννοείται η εβραϊκή βουλή (ή συνέλευση δεδομένου του ότι η έννοια της βουλής με την έννοια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι πολύ μεταγενέστερη). Στην πραγματικότητα χάβρα είναι ο τόπος ομαδικής προσευχής των Ιουδαίων. Ίσως έχει παρερμηνευθεί ο όρος για δύο λόγους:

Α. Μετά τη λήξη των προσευχών υπήρχαν διαδικασίες διαβούλευσης για θέματα της εβραϊκής κοινότητας και ο τρόπος ψηφοφορίας ήταν δια βοής, ή εν πάση περιπτώσει η ομαδική συζήτηση που ίσως κατέληγε και σε φωνασκίες. Η έννοια της χάβρας έμεινε παροιμιώδης λόγω της λειτουργία αυτής.

Β. Στην αρχαία σπαρτιατική βουλή, την Απέλλα, είναι γνωστό ότι η διαβούλευση (για τα απολυταρχικά δεδομένα της αρχαίας Σπάρτης πάντα) γίνονταν αποκλειστικά δια βοής, όχι με ανάταση του χεριού ή άλλο τρόπο και γίνονταν... διάλογος κραυγών! Ίσως (λέω ίσως, υπόθεση κάνω) λόγω του κοινού τρόπου λειτουργίας των δύο κοινοβουλίων να έχουν μπερδευτεί στην λαϊκή συνείδηση και για αυτό να αναφέρεται η Απέλλα ως χάβρα.

Σημειωτέον του πόσο έχει περάσει αυτή η εικόνα στη λαϊκή μας παράδοση είναι ότι υπάρχει περιοχή στην Ημαθία με την ονομασία Χάβρα, ενώ σε πόλεις με ευρεία Εβραϊκή παρουσία ήταν μέρος της καθημερινότητας (πχ. Θεσσαλονίκη ως τον Β'ΠΠ και άλλες).

Ίσως στο μέλλον να μείνει παροιμιώδης και η νοτιοκορεάτική βουλή όπου οι βουλευτές ασκούνται σε πολεμικές τέχνες (μεταξύ τους εννοείται, όλοι εναντίων όλων), η Τουρκική βουλή όπου, με εξαίρεση την βόμβα υδρογόνου, όλα τα υπόλοιπα όπλα επιτρέπονται και φυσικά την ελληνική βουλή όπου, εκτός από την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος, όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες (ρουσφέτια, βολέματα κτλ) επιτρέπονται!

Παρακαλείται ο Τζίζας ο Ναζ Ωραίος ο εκ Γαλλίας ορμόμενος (σλάγκος αληθινός εις σλαγκίον αληθινόν) να συμβάλει εις την διαπλάτυνση τοιαύτου λήμματος ευχαριστώ!

Χασισόφρων: «Οποία φασαρία εις τον όμμορο τεκέ! Δεν δύναμαι να συγκεντρωθώ εις τον αργιλέ μου μετά κατανύξεως, ίνα φουμάρω τη τελευταία πρέζα ζουζού! ΠΛΕΟΝ!»

Χαπακεύς: «Πράγματι φίλτατε! Τοιαύτη κατάστασις ου βαίνειν περαιτέρω! Ουκ έστιν τεκές αλλά χάβρα Ιουδαίων!»

χάβρα-dance (από MXΣ, 24/08/10)yoga-τρέλλα (από MXΣ, 25/08/10)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified