Further tags

Το ψέμα, το ψεύτικο στα καλιαρντά, εκ του μουσαντό.

Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το φλερτ, η ερωτοτροπία, ως ένα ψεύτικο (μουσαντέ, μούσι), εικονικό σεξ. Παρομοίως μουσαντοντούπ είναι η απειλή ως ψεύτικο ντουπ που κάνει ένας μουσαντόμαγκας και πολλά άλλα.

  1. "Χάθηκε" εντελώς από το σαλόνι, δεν πέρασα εκεί παρόλο που η Μαρία με πλάκωσε στο μουσαντένιο μουσαντοπάρσιμο. (Από μπουρδελοκριτική στο Μπου).
  2. -Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;

- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν: - Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;

- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφή ψυχή, ὄχι βίαιος σαδιστὴς σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι! (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουσαντέ μάγκας, ο ψευτόμαγκας.

Με τον μουσαντόμαγκα τον κουτσαβάκη τον Σαμαρά δεν τα κατάφεραν, με τον "αυθεντικά" λαϊκό τύπο τον Βαγγέλα και πάλι δεν τα κατάφεραν. Πού θα πάει αυτό το κόμμα;

Κατ' επέκταση, και ο μπαμπέσης (σημασία που δίνεται από τον Ηλία Πετρόπουλο, δες και στου κυρ-Σαράντ).

Σου κάνει τώρα μουσαντογλειψούδες, αλλά είναι μουσαντόμαγκας και στο τέλος θα στη φέρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμη σου για κάτι που φορά αλλά δεν μπορείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιο διότι δεν τον ξέρεις αρκετά καλά ή προσπαθείς να κρατήσεις τα προσχήματα.

-Ε, και είπα εκεί κάτι ψευδοπτώματα. Τί να πω;;; Ότι το καπέλο της ήταν σαν καθήκι;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα):

Επιρρηματική χρήση της λέξης. Δηλώνει απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

- Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
- Αρχίδια διδακτορικά έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι. - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
- Καλά, αρχίδια τηλεόραση βλέπεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.

Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

  1. Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...

  2. Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάνεις την τρίχα τριχιά. Η υπερβολή η οποία χαρακτηρίζει οποιαδήποτε συμπεριφορά ή λεγόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται για την αφήγηση πραγματικών γεγονότων με μεγάλες όμως δόσεις υπερβολής και φαντασίας από τη μεριά του αφηγητή.

Χρησιμοποιεί σαν πρώτο συνθετικό το μαχαιριδ- το οποίο δηλώνει την υπερβολή.

Έτσι έχει ως παράγωγα τα «μαχαιριδίζω», «μαχαιριδίζον» και οτιδήποτε μπορεί να λάβει πρώτο συνθετικό.

  1. Ρε συ τι λες, θα μας τρελάνεις; Άρχισες τις μαχαιριδιές;

  2. Ε σοβαρέψου, άρχισες και μαχαιριδίζεις τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως το ψέμα, η βλακεία. Συνδέεται συνήθως με το ψέμα που λέγεται στις σχέσεις (βλ. σώτο).

- Έστειλα στον Νίκο μήνυμα και μου είπε ότι επειδή κοιμόταν δε μου απάντησε. Περιμένει να πιστέψω αυτή τη παπαρούπα; Μάλλον με γκόμενα ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified