Selected tags

Further tags

Όταν, παραδοσιακά, ευχόμαστε «Καλό χειμώνα», το κάνουμε με το που θα τελειώσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, και εννοούμε «καλή ακαδημαϊκή / σχολική / εργασιακή χρονιά», δηλ. να πάει καλά ο εφιάλτης (ή η απλή πλήξη) που ξεκινά από Σεπτέμβριο.

Επειδή όμως, όπως λέει και ο νονός του λημμάτου Jonas, είναι γελοία ευχή σε μια χώρα που μέχρι και τον Νοέμβριο έχουμε πια 30 βαθμούς, τα τελευταία χρόνια έχουμε αρχίσει να ακούμε διάφορες διορθωτικές εκφράσεις (βλ. παραδείγματα). Ντε και καλά πρέπει να πούμε κάτι δηλαδή.

  1. - Καλό χειμώνα!
    - Ε όχι και χειμώνας από τώρα!
    - Ε, καλό φθινόπωρο, τότε!
    - Αυτό, ναι. Ματς!
    - Μουτς!

  2. - Τώρα τι να πώ, καλό χειμώνα; Δε λέει, ακόμα καλοκαίρι είναι!
    - Ε, πες καλή επάνοδο!
    - Ματς!
    - Μουτς!

  3. Δε σου λέω καλό καλό χειμώνα, θα πω καλό υπόλοιπο καλοκαίρι!

βλ. και καλοχειμωνάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδεχθής τύπος συνανθρώπων μας, ο οποίος από τον Δεκαπενταύγουστο περίπου και μετά, ενώ σκάει ο τζίτζικας, και ενώ τα πέριξ ζευγαράκια ατενίζουν χέρι με χέρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, αρχίζει και εύχεται «καλό χειμώνα!», στη λογική ότι το μεγαλύτερο μέρος των θερινών διακοπών έχει παρέλθει και αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες οφείλουμε να ετοιμαζόμαστε για μια παραγωγική νέα εργασιακή χρονιά.

Ανεπιβεβαίωτες φήμες θέλουν τον τοιούτο καλοχειμωνάκια να παραδίδεται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από κοινού με τον σταλεγάκια, τον δεφταισεσυτζή, τον πλακακανωτζή κ.ά.

Αντίθετο του καλοχειμωνάκια σύμφωνα με τιτιβίσματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, είναι ο ναμαγαπάκιας, που προσπαθεί να παρατείνει ακόμη λίγο την θερινή ραστώνη παίζοντας ναμαγαπάδικα στην κιθάρα.

  1. Θάνατος στους καλοχειμωνάκηδες! (Από έκκληση στο Φέισμπουκ).

  2. Αντισταθείτε στους ΚΑΛΟΧΕΙΜΩΝΑΚΗΔΕΣ που μας την πέφτουν μέσα Αυγούστου :)). (Από το Τουίτερ).

  3. Έχετε γαμηθεί οι «καλοχειμωνάκηδες» με τον καιρό λες κ' πέρσι τον Οκτώβρη κάναμε σκί η' παίζαμε χιονοπόλεμο ξέρω γω. (Εδώ).

(από Khan, 26/08/13)(από Khan, 14/09/14)

βλ. και καλό χειμώνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:

Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι

Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση «έχει καραβάκι».

Όταν μιλάμε για παραλίες που είτε είναι δυσπρόσιτες είτε απρόσιτες από ξηράς, και για τις οποίες κάποιος τοπικός με ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια (με πιθανό το ενδεχόμενο να δουλεύει πρακτικά 3 μήνες το χρόνο και να βγάζει τα λεφτά της χρονιάς) από το κοντινότερο χωριό στην παραλία και τανάπαλιν, συνοψίζουμε όλο αυτό στο ελλειπτικό «έχει καραβάκι».

Νταξ, όχι καμιά σλανγκιά τρισδιάστατη, αλλά είναι τυποποιημένο, και με το υποκοριστικό.

Για να πάτε στην (τάδε παραλία) θα πάτε στο (τάδε χωριό) και μετά έχει καραβάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified