Further tags

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις σεξιστικότερες ύβρεις, σύμφωνα με την οποία το γυναικείο αιδοίο (και κατ' επέκταση η γυναίκα που το φέρει) παρομοιάζεται και εξομοιώνεται με μια απλή, νέτη σκέτη Τρύπα. Στο μυαλό αυτών που το λένε (διαβεβαιώ τον Τζίζας που πρότεινε τον όρο πως το λεν αρκετοί) η λέξη αυτή είναι ακόμα υβριστικότερη από το μουνί, μουνότρυπα και τα συναφή, καθότι υποβιβάζεται πλήρως η αξία του στη μη αξία μιας τρύπας η οποία, στην καλύτερη περίπτωση να βουλώσει και τίποτ' άλλο. Απαθής, αμέτοχη και αδιάφορη για τους πάντες τρύπα, αυτό είναι η γυναίκα στο μυαλό όσων τις αποκαλούν έτσι. Μάλλον έχουν τους προσωπικούς τους λόγους και δεν έχει να κάνει με το ποιόν της γυναίκας που υφίσταται αυτή την επίθεση.

Υπάρχουν και γυναίκες που το λένε προς τις ομόφυλές τους και τότε έχει μεγαλύτερο μένος η βρισιά. Τώρα αν λέγεται και σε αδελφές, ουκ οίδα. Μεταξύ τους, υποθέτω πως ναι, το λένε.

- Αχ συγνώμη κύριε, δεν το είδα το στοπ...
- Ουστ μωρή τρύπα, μιλάς κι από πάνω...

(από ironick, 22/11/08)

Βλ. και καυλόμουνο, αμαρτωλό, ξεψώλι.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψακί-μουνί: η γυναίκα - κοπέλα που δεν κάνει χρήση του ξυραφιού στο συγκεκριμένο σημείο ή έχει να κάνει μπάνιο από το Πάσχα. Συνήθως χρησιμοποιείται για κοπέλες πού έχουν κάνει το σεξ καθημερινότητα... και όχι με τον ίδιο άντρα!

  1. Πω ρε φίλε χτες γάμησα μία ψακομούνα, τρία προφυλακτικά έβαλα.

  2. Μέσα σε μπαρ-κλάμπ (αντροπαρέα)
    - Ρε φιλέ ωραία γκόμενα αυτή.
    - Άσε ρε μαλάκα, αυτή είναι ψακομούνα, έχει πάρει όλη την περιοχή.

βλ. και παρτόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε Μουνί Έχει μία Χοντρή Φίλη.

Πείτε την αλήθεια, όλοι το έχετε παρατηρήσει!

-Τσέκαρε τα μωρά που έρχονται...
-Ποια μωρά; Εγώ ένα βλέπω, την άλλη που την κυκλοφορεί;
-Δίκιο έχεις... ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ. γαμώτο, ΚΑ.Μ.Ε.ΧΟ.Φ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικό μπινελίκι νέας κοπής, εκ των μνημόνιο και μουνόπανο. Αναφέρεται σε αυτόν, που κατά τους χρησιμοποιούντες τη βρισιά, δεν θεωρεί το μνημόνιο απλώς ως ένα αναγκαίο κακό, αλλά γουσταίρνει κιόλας, πρόκειται για να το θέσω ως ινσέψιο, για το μνι που είναι μνη, για κάποιον που θεωρεί ότι στο Ελλαδιστάν δεν πρόκειται να δούμε ποτέ προκοπή έτσι κι αλλιώς οπότε η μοναδική λύση είναι κάποιος βούρδουλας απ' έξω, ή που τέσπα για οποιονδήποτε λόγο θεωρεί ότι το Μνημόνιο έχει παρεξηγηθεί, έχει και καλά σημεία κ.τ.λ. Στον πληθωρικό αντι-φιλελέ λόγο του Διαδικτύου τα μνημονόπανα συχνά συμφύρονται με τους φιλελέδες ή νεοφιλελέδες (το ίδιο κάνει) στο πλαίσιο φιλελέ-bashing (παρόλο που οι φιλελέδες θα ήταν εναντίον ενός μνημονιστάν), εξ ου και η ρομαντική έκφραση αριστερών προς τις γυναίκες τους σ' αγαπώ όπως ο φιλελές το μνημόνιο. Άλλες φορές τα μνημονόπανα δεν αξίζουν καν τη σύνδεση με μια οποιαδήποτε ιδεολογία, είναι απλώς τα μουνόπανα της ημέρας. Κυριολεκτικά φανταζόμαστε ένα μνημόνιο που αντί να έχει σχιστεί (έτσι κι αλλιώς να σχιστεί δεν προβλέπεται σύντομα, μάλλον να μετονομαστεί), χρησιμεύει ως μουνόπανο. Και μεταφορικά τον άνθρωπο που είναι τόσο ευτελής και ποταπός ώστε να παρομοιάζεται με κάτι τέτοιο.

  1. Ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι αυτό που παίζεται είναι η παραμονή μας στην ευρωζώνη (κι αυτό υπό αίρεση, διότι κανείς δεν μπορεί να μας επιβάλλει αλλαγή νομίσματος), τα μνημονόπανα εξακολουθούν να μιλάνε για έξοδο από την Ε.Ε. Όχι βέβαια από ασχετοσύνη. Ξέρουν πολύ καλά ότι είναι άλλο το νόμισμα και άλλο η Ε.Ε. Απλώς, στο σαλεμένο μυαλό των νεοφιλελέδων όλα είναι χρήμα. Η δική τους Ευρώπη είναι το ευρώ. Την άλλη Ευρώπη, της δημοκρατίας, της ευημερίας, των ίσων ευκαιριών την έχουν χεσμένη. (Εδώ).
  2. Καλό μνημονόπανο είναι κι αυτός! (Από το Φέισμπουκ).
  3. Τι θλιβεροί διαχειριστές της εξουσίας είστε ρε μνημονόπανα που θα ορίσετε και πως θα αντιδράσουμε. (Από το Φέισμπουκ).
  4. Βγείτε απ' τη Βουλή και μπείτε φυλακή! Άντε γαμηθείτε μνημονόπανα! Σχόλιο: Όχι στη Βουλή να τους κάψουμε. (Εχθροπαθείς στιχομυθίες στο Φέισμπουκ).
  5. ΚΟΦΤΕΤΟ. ΑΥΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΟΠΑΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΥΒΕΛΗ ΠΡΟΘΥΠΟΥΡΓΟ. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.

- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified