Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν για την σεξουαλική τους ζωή.

Από τον ομώνυμο Έλληνα πορνοστάρ.

- Καλά, πήδηξα μία εχθές...
- Σιγά ρε Τέλη Σταλόνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που κάνει καμάκι με γλοιώδη τρόπο, δεν κατανοεί την άρνηση και γενικότερα προκαλεί μια απέχθεια.

- Ο ... πάλι μου την έπεσε προχτές και άρχισε να με στριμώχνει.
- Και εμένα! Τελικά είναι πολύ γλίτσης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα εκείνη που, από όλη την διαδικασία από το καμάκι, το μόνο που τελικά επιδιώκει είναι τα κεράσματα και οι βόλτες γενικά. Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ από αυτούς που κάνουν συστηματικά καμάκι και που, τις περισσότερες φορές, καταφέρνουν να πετύχουν αυτά που θέλουν ;)

Δυο φίλοι σε ένα μπαράκι που πίνουν τα ποτά τους...
- Τι έγινε βρε Γιάννη, την κατάφερες αυτή την καινούργια;
- Τι να σου πω ρε συ... και πού δεν την πήγα... Στα πιο καλά κλαμπ; Την πήγα. Σε καλά μέρη για φαΐ; Την πήγα. Στις πιο ωραίες παραλίες; Την πήγα. Όλο μπλα μπλα ήμουν, τα καλύτερα της έλεγα... Τελικά δεν έγινε τίποτα, μου βγήκε ζητούσα...
- Τι να πεις ρε Γιάννη, τα έχει αυτά η πουτάνα η τύχη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ρόδο προφέρεται με πέντε τ, όπως το τττττέλι.

Χαρακτηρισμός για τα καμάκια που περιμένανε τις τουρίστριες να ξεμυτίσουνε από το ξενοδοχείο, οπότε και τις ακολουθούσαν κατά πόδας ή με το μοτοσακό που, κατά κανόνα, είχε τρυπημένη εξάτμιση.

Συνήθως, ήταν έφηβοι που δούλευαν σε συνεργεία , ξυλουργεία κ.τ.λ. Μακρύ μαλλί, τρυπημένη εξάτμιση, πηγαίναν συνήθως κατα δυάδες.

Το είδος αυτό έχει εξαφανισθεί πια από την Ρόδο. Την παράδοση πια συνεχίζουν κάποιοι Αλβανοί μετανάστες.

Συνώνυμη η λέξη πάκος.

Καμιά πενηνταριά ματάρια περιμένανε έξω από το ξενοδοχείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συμβολίζει τα αγγλικά του κώλου τα οποία μιλάνε οι γκρηκ λόβερζ προκειμένου να πηδήξουσι κανα ξενόφερτο παστάκι κατά τη διάρκεια του πολυδιαφημισμένου καυτού ελληνικού καλοκαιριού.

Η έκφραση περιλαμβάνει τα βασικά, ώστε απ' όπου και να προέρχεται η κορασίς, να μπορεί να γίνει κατανοητή η πρόθεση του τοπικού καλλονού.

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τον συγκεκριμένο τύπο ανδρός.

Εκτός όμως από το καμάκικο της ιστορίας, χρησιμοποιούμε την έκφραση και γενικότερα, για να περιγράψουμε το χαμηλότατο επίπεδο των γνώσεων της αγγλικής κάποιου.

  1. - Γνώρισα έναν γκόμενο...
    - Καλός;
    - Ε, για καμιά ξεπετούλα καλός. Λιγάκι me you bed μου κάνει, αλλά νταξ.

  2. - Έκανα αίτηση για δουλειά στου Κ.
    - Με τι προσόντα ρε μαλάκα;
    - Υπολογιστές, αγγλικά, ε, αυτά.
    - Ρε πού πα ρε Καραμήτρο! Αφού τα αγγλικά σου είναι me you bed στην καλύτερη ρεεε!

βλ. και τηλεγραφικά ιταλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκπαιδευμένο σκυλί, κυνηγόσκυλο, που τρέχει και φέρνει τα πουλιά για το αφεντικό του. Το καλό πουλόσκυλο ανιχνεύει, ξετρυπώνει και κουβαλάει τα θηράματα.

  1. Το πουλόσκυλό του έχει εξαιρετική όσφρηση. Την βρίσκει πάντα την μπεκάτσα.

  2. Τον Γιάννη έτσι ασχημομούρης που είναι τον έχει απλά για πουλόσκυλο. Βρίσκει και ψήνει τα γκομενάκια και στο τέλος έρχεται αυτός ως μορφονιός στη στημένη φάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νόσος του καληνυχτάκια. Συνήθως ορίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που δυσκολεύεται να βρει ερωτική σύντροφο διότι σε κάθε ραντεβού, την συνοδεύει μέχρι το σπίτι της όπου, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας, την καληνυχτίζει.

Διαφήμιση της Gilette, διά στόματος Ζουγανέλη, ο οποίος διαγιγνώσκει την αρρώστια κάποιου ερωτικά αποτυχημένου:

«...οξεία καληνυχτοπάθεια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified