Την εν λόγω «τράπεζα» ανέφεραν οι παλαιότεροι άρρενες (πατεράδες, θείοι, παππούδες), εννοώντας μεταφορικά τις γκόμενες (πιο συγκεκριμένα το μουνί τους), χάριν των οποίων οι άντρες ξόδευαν αφειδώς τα λεφτά τους προκειμένου να τις συντηρούν η να πηδούν επί πληρωμή κατά περίπτωση. Δηλ. «κατέθεταν» τα λεφτά τους σε αυτήν την «τράπεζα».

Βέβαια, στην εποχή μας που η πλειοψηφία των γυναικών το διατηρεί ξουρισμένο η αποτριχωμένο, έχει ατονήσει αυτή η έκφραση.

- Τόσα λεφτά βγάζει ο Μάκης και δεν είχε να μου δώσει κάτι λίγα που είχα ανάγκη.
- Λογικό. Αφού όλα τα λεφτά του τα καταθέτει στην τράπεζα.
- Σοβαρά; Σε ποια τράπεζα δικέ μου;
- Στην μαλλιαρή τράπεζα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.

- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.

Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»

Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».

- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!

Αρμενιστής (αργκό: Αρμένι) = Ειδικότητα στο Πολεμικό Ναυτικό, ο "τα κάνω όλα" του πλοίου, αγγλ. boatswain (από HODJAS, 14/04/10)Argumentum a contrario (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εισαγωγή

Ω πόσες εκφράσεις υπάρχουσιν εν την ημετέρα γλώσσαν σχετικά με την έννοια της αποδοκιμασίας και αηδίας! Τοιαύτη φράση δηλεί την αποδοκιμασία σε χείριστο βαθμό, την μεγίστη αηδία λέγω!

Η ορολογία αυτή προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την αργκό των μαστόρων γυψοτεχνίας τε και επιχρήσματος (κοινώς γυψοσανιδάδες) , οι οποίοι αναφέρονται στον υαλλοβάμβακα ως «μαλλοβάμβακα» για λόγους αμεσότητος.

2. Ανάλυσις

Το πρώτο ουσιαστικό (τρίχαι) δηλεί αηδία εις μέτριον βαθμό, συγκρατημένο αποτροπιασμό. Ίσως αποτελλεί αναφορά και εκκίνηση των απανταχού θριχοφοβικών, αντικείμενο χρήζει περαιτέρω ερεύνης.

Εις παραθετικον επίπεδον συντάσσεται μετά του επιθέτου «κατσαρός» εις ένδειξης μέγιστης αηδίας τε και σιχαμάρας, λόγω του ότι αι σγουραί θρίχαι είναι εντονότεραι, χονδρότεραι και πλέον αηδιαστικαί. Απαντώνται δε και εις συγκεκριμένα μέρη του σώματος οπότε συνδυάζονται και με σχετικήν... ευωδίαν εις περίοδους απλυσίας, πράγμα που συμβάλει στον ζητούμενο ήτοι την επαύξηση της αηδίας.

Τέλος, ως επαύξηση της ήδη φρικώδους και αποτρόπαιας εικόνας προστίθεται η χρήση υαλλοβάμβακος, υλικό το οποίο προσομοιάζει της θριχός λόγω υφής και σκληρότητας. Αν αναχθεί εν τη σήμερον ημέραν, ο υαλλοβάμβακας επεκτείνει την έννοια των κατσαρών θριχών όπως τα extensions επεκτείνουν την κόμη της νεανίδος. Μόνη διαφορά βεβαίως εστί ότι στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα τείνει προς το σιχαμερότερον, ενώ στην άλλη προς το ομορφότερον (εις όποιον αρέσκεται στα ψεύτικα μαλλιά, τουλάχιστον).

3. Συμπέρασμα

The Zak is back!

Φαίδων: «Εχθές μετέβην ω φίλε εις την οικίας της Ευτέρπης ύστερα από πρόσκλησίν της, και αφού εκαταλώσαμεν σαμπάνια μετά φραουλών και σαμπάνιας....»

Αγαθοκλής: «Ναι, ναι!!!!»

Φαίδων: «Την ασπάστηκα σταυρωτώς και έφυγα.»

Αγαθοκλής: «Την ασπάσθεις σταυρωτώωως! Τρίχαι κατσαρέ και μαλλοβάμβακαι πλέον! Δια άλλην δουλειά σε προσεκάλεσεεε!»

Φαίδων: «Δια τις ψευδοτοιχίαι;»

Αγαθοκλής: «Δια τις μαλακίαι...»

Βλ. και τρίχες, τρίχες κατσαρές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος Ινδιάνος αρχηγός των Τριχάτσι, που μαζί με τον αδερφό του, τον Κουλό Κουρέα, δώσαν την ηρωική άλλα άνιση μάχη της Τριχόπτωσης απέναντι στις στρατιές του Χεντ και του Σόλντερς και, μη μπορώντας να κάνουν την τρίχα τριχιά, ηττήθηκαν κατά κράτος.

Εμβληματική μορφή του last stand, ο αρχηγός με το πεντακάθαρο μέτωπο και την παροιμιώδη χωρίστρα, γράφτηκε στις χρυσές σελίδες του Καραφλού Γένους, πέφτοντας μαχόμενος χωρίς ζελέ και με τη χτένα παρθένα.

Προδομένος από τις Μοίρες, που στη γέννα του αντι να κλώθουν, κρατούσαν ψιλή, άφησε σε όλους εμάς τους επιγόνους του βαριά την παρακαταθήκη της λεβεντιάς και της ασκητικής αποχής από το ζελέ, καθώς και την αίσθηση της τραγικής ειρωνίας μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα.

Είρων ως το τέλος, στην εκτέλεσή του, αντί για παπά ζήτησε κουρέα και έβαλε να γράψουν στον τάφο του: «Αν οι τρίχες είχαν αξία, δε θα φυτρώναν και στον κώλο».

Εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified