Further tags

Ο λύκος (Canis lupus) είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων (Carnivora).

Σε ειδικές περιπτώσεις ο λύκος αποτελεί συνθηματικό κοινωνικοποίησης για ειδικές ομάδες του πληθυσμού της χώρας μας.

Εντάξει, δεν είναι ακριβώς slang, φοβάμαι όμως μήπως, με την αναπόφευκτο βιολογική φθορά των αυτόπτων μαρτύρων, χαθεί για πάντα μια επική στιγμή της ελληνικής τηλεόρασης και μια απροσδόκητη νίκη της περιφέρειας απέναντι στον ολοκληρωτισμό των αθηνέζικων.

Το πλαίσιο ήτο το τηλεπαιχνίδι Ρουκ Ζουκ με παρουσιάστρια την Μαίρη Μηλιαρέση (τι να γίνεται άραγε; μάνα έγινε;). Στο πλατώ είναι ομάδα από την Κοζάνη και παίζειμε την λέξη λύκος. Η συνέχεια στο παράδειγμα...

Έκτοτε χρησιμοποιείται από τους μυημένους σαν εξήγηση πακέτο για κάθε δυσνόητο λογισμό.

Αρχικό:
ΜΜ: Λοιπόν παίζουμε με την λέξη λύκος, πάμε
1ος παίκτης: Ντου!
2ος παίκτης: Λύκος!
....
2ος παίκτης: Νασφάει!
3ος παίκτης: Λύκος!
....
3ος παίκτης: Τς Ιβγένως!
4ος παίκτης: Λύκος!
Ντζζζζζζζζζζζζζζζζζζ! Η ομάδα έχει «τελείωσει» σε 4' και η ΜΜ προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε.

Σύγχρονο:
- .... και έτσι με τα put options ξαναρχόμαστε στα λεφτά μας, κατάλαβες;
- Λύκος!
- Ωραία, συνεχίζουμε...

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Εγώ λοιπόν έμαθα. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λεγόμενες περικοκλάδες, οι περιστροφές. Όταν θέλουμε να πούμε κάτι δύσκολο σε κάποιον και το πάμε μέσω Λαμίας.

- Μωρό μου ξέρεις, κάπως είμαι τελευταία...
- Δηλαδή;
- Να μωρέ δε φταις εσύ, εγώ φταίω...
- Τι λες μωρή;
- Περνάω φάση τώρα τελευταία...
- Ότι;
- Θέλω λίγο να σκεφτώ...
- Άσ'τα κορδελάκια ρε Λίλιαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνείται σε περιπτώσεις, όπου ο ένας εκ των δύο συνομιλητών, είτε λόγω οργανικών αιτιών, είτε άλλων, αδυνατεί να κατανοήσει, να επεξεργαστεί ή να ανταποκριθεί επαρκώς στην αρχική διατύπωση του προφορικού μηνύματος με αποτέλεσμα την διακοπή της επικοινωνίας. Μ' άλλα λόγια, κουρούμπελο η συζήτηση...

Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης και σε περιπτώσεις, όπου ο χρήστης επιθυμεί να δηλώσει κάτι ξεκάθαρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην υπάρχουν πλέον περιθώρια παρερμηνείας και/ ή παρεξήγησης.

Εικάζεται πως η παραπάνω έκφραση καθιερώθηκε ταυτόχρονα με την διάδοση της επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα όπως sms, chat, msn κ.α. και γενικά δηλώνει πως, ακόμη και στο θέμα της αλληλοεπικοινωνίας και της αλληλοκατανόησης, το πάνω χέρι το έχει πλέον η τεχνολογία. Ως άμεση απόρροια των ανωτέρω, εξετάζεται και η αλλαγή διαφόρων πατροπαράδοτων εκφράσεων και ο εκσυγχρονισμός τους, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των το πάει το γράμμα ->το στέλνει το e-mail και τον έχω γραμμένο στ' αρχίδια μου -> τον έχω καταχωρήσει στον χαρτοφύλακα μου, κ.ο.κ.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου σε μπαράκι)

- Μα ρε Μαιρούλα, τι σου ζήτησα ρε;
- Όχι. Στο' πα μία, στο' πα δύο, ε τι σκατά θες πια; Να στο πληκτρολογήσω;

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #2, αστικό λεωφορείο)

- Τελικά βγήκες μαζί του;
- Πας καλά με τον χλέμπουρα; Σιγά μη του κάτσω. Μ' έχει φάει ένα μήνα τώρα και δεν ακούει τίποτα. Θα του το πληκτρολογήσω μπας και το πάρει χαμπάρι.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #3: Πλατεία Κάνιγγος)

- Κυρία, κυρία να σας πω λίγο...
- Τι θες ρε μαλάκα και μ' έχεις πάρει από πίσω τόση ώρα; Βλέπεις δεν γυρνάω, τι στον πούτσο γουστάρεις πια; Γκαγκά είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Θες να στο πληκτρολογήσω;

(από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή κίνητρο, γιατί μου καρφώθηκε, γιατί μου καύλωσε.

Ατάκα από την γνωστή τηλεφωνική φάρσα «Τέλος».

- Τώρα δηλαδή εσένα σου καρφώθηκε να βάψεις τον τοίχο μαύρο; Καλά χαζός είσαι;
- Ναι ρε! Μου καρφώθηκε!
- Γιατί;
- Έτσι, πάνω στην τρέλα μου! Εσύ τι ζόρι τραβάς; Δικός σου είναι ο τοίχος; Κεχαγιά στ' αρχίδια μου σ' έβαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρεμφερής με τις εξής: «Έτσι, να έχουμε να λέμε», «έτσι, για την παράδοση», «έτσι, για να λέμε ότι το κάναμε» (ή μάλλον για να πουλάμε μούρη σε τρίτους ότι το κάναμε / για να μην μας κράζουν ότι και καλά δεν το κάναμε).

Η παράδοση (το φολκλόρ) αναφέρει πως αυτή η φράση, με την σημασία που αναγράφεται στην επάνω παράγραφο, εκστομίστηκε πρώτη φορά από αγνώστους σχολής φοιτητές στην Πάτρα.

  1. Και του λέω, τρέχα όσο θες: η συγκεκριμένη, αν δεν έχεις γκάμπριο, σκάφος, 1.000.000 γιούρα σε ελβετική τράπεζα και θείο τον Βαρδινογιάννη, δεν σου κάθεται ούτε σε χίλια χρόνια. «Εγώ θα το κάνω το πέσιμο», μου απαντάει, «έτσι, για το φολκλόρ».

  2. — Του είπα ότι αυτή την περίοδο ασχολούμαι με το τρίτο μεταπτυχιακό μου στις κατσαρίδες των Ιμαλαΐων.
    — Τι κατσαρίδες είναι αυτές;
    — Ούτε που ξέρω, έτσι, για το φολκλόρ το είπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα.

«Συγνώμη για το χάος που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω», είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά πειστικότητα.

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετα-ξύλινος o,τινανισμός που έγινε βάιραλ και φοριέται καμαρωτά από κάθε καρυδιάς ξερόλα και πατερνάλα. Αυτονομήθηκε από το μπεστ σέλλερ «Είναι ο Καπιταλισμός, Ηλίθιε!» του τσικ-λεβέντη δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου.

Πρόκειται για όψιμο κόπυ λεφτ της αμερικλανιάς «It's the economy, stupid!», παλαιού (1992) προεκλογικού τσιτάτου του Κλίντον σε βάρος του Μπούς του πρεσβύτερου. Χρησιμοποιείται ad nauseam και στην εσπερία (βλ. It's the banks, stupid!, It's the vagina, stupid!, ακόμα και It's the everything, stupid!)

Βλ. και καράτε το λένε και είναι απλό!

Πάσα από το δουπού: Αλλιβέ.

- Είναι η Ελλάς, ηλίθιε…
(εδώ)

- Είναι η Γεωπολιτική, ηλίθιε!
(εκεί)

- Είναι η στάση πληρωμών ηλίθιε…
(παραπέρα)

- ΔΕΝ ΦΤΑΙΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ .....ΗΛΙΘΙΕ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΕ
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε, πολύ απλά γιατί το να διατάξεις Ένορκη Διοικητική Εξέταση είναι στο Ελλαδιστάν ο ασφαλέστερος τρόπος για να κουκουλώσεις μια παρανομία.

Πάσα: allivegp.

Τη διενέργεια ΕΔΕ διέταξε ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος μετά τις καταγγελίες για ξυλοδαρμό οικονομικού μετανάστη στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Δες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γνώση των νομίμων συνεπειών, αφού τα μπαμπαδίστικα λήμματα σπάνια προβιβάζονται πάνω από το βαθμό του λοχαγού (δλδ πάνω από 3άστερα), αναλαμβάνω το ρίσκο να καλύψω το κενό από την απουσία μιας φράσης τετριμμένης και παλιάς όσο οι λάσπες.

Η φράση χρησιμοποιείται σαν απάντηση όταν μας ζητάνε το λόγο για κάτι που υπόκειται στη διακριτική ευχέρειά μας, και για το οποίο δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε στον πασαένα. Με άλλα λόγια του δίνουμε να καταλάβει πως γράφουμε τον ενοχλητικό συνομιλητή μας στον πέοντα μας, βγάζουμε τα γούστα μας, και είμαστε από πάνω και άρχοντες, όπως δηλώνει η αναφορά στο καπέλο, σύμβολο κιμπαρισμού.

Συνώνυμο: έτσι μου γουστάρει, έτσι μου καύλωσε, ρε άει πάενε παρακεί, λογαριασμό θα σου δώσω; κ.α.

- Το πρωί στην Τράπεζα εκεί που κόβαμε χαρτάκι και περιμέναμε τη σειρά μας, ήταν ένας μπάρμπας που σουλατσάριζε όλη την ώρα μπροστά μας και έκοβε συνεχώς χαρτάκια. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, μου απάντησε αυθάδικα Γούστο μου και καπέλο μου! Τσκ, τσκ, καθόλου σεβασμό δεν έχει η νέα γενιά...

(από Vrastaman, 05/08/09)Γούστο μου σομπρέρο μου! (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική ατάκα που αυτονομήθηκε από το γνωστό ανέκδοτο:

- Γιατί γλείφει τ' αρχίδια του ο σκύλος;
- Γιατί μπορεί!

Συνώνυμο του «μαγκιά του», εκφέρεταιτόσο επιτιμητικά όσο και υποτιμητικά.

Ασίστ: Ζανουάρ.

- Ρε μαλάκα γιατί πήδηξες τη Σέμη; Σου είχα πει οτι πάω να φτιάξω κατάσταση.
- Γιατί Μπορώ φίλος.

- Ρε μαλάκα γιατί να λαδώνει ο Κόκκαλης τους διαιτητές και να παίρνει αβαβά τα πρωταθλήματα; - Επειδή Μπορεί αγόρι μου γλυκό.

(αμφότερα και τα δυο του Ζανουάρ, δαμαί).

- Ο Γκλέτσος φοράει original Louis Vuitton. Γιατί μπορεί. (τζιαμαί)

- Γιατί ο Βράστα να κάνει μοντουλοκατυνιές, ενώ εγώ να ξευτιλίζομαι με το παραμικρό λαθάκι;
- Γιατί μπορεί γλυκό μου αγόρι...
(Χάνκων, πουτσιαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified