Αγγλικό αρκτικόλεξο για το Granny I'd like to fuck. Υπερθετικός του μιλφέιγ και της μιλφούς. Για ακραίες περιπτώσεις γεροντοφιλίας.
Τρομερό τζιλφ η Εντίθ Πιαφ, φαίνεται να σκέφτηκε ο Τεό Σαγκαπώ. Δεν εξηγείται αλλιώς!
Αγγλικό αρκτικόλεξο για το Granny I'd like to fuck. Υπερθετικός του μιλφέιγ και της μιλφούς. Για ακραίες περιπτώσεις γεροντοφιλίας.
Τρομερό τζιλφ η Εντίθ Πιαφ, φαίνεται να σκέφτηκε ο Τεό Σαγκαπώ. Δεν εξηγείται αλλιώς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το να έχεις μεγάλο τουπέ ρε παιδί μου, να περπατάς ψηλομύτικα και (κυρίως) να αγνοείς τους άλλους.
«Σνομπάρω» σημαίνει δεν καταδέχομαι να δώσω σημασία σε κάποιον.
Η ετυμολογία, από το λατινικό όρο sine nobilitate (s. nob.) που σημαίνει «χωρίς τίτλο ευγενείας». Δηλαδή αυτοί που συμπεριφέρονταν λες και είναι ευγενείς χωρίς να είναι.
Σούλα! Σε αγαπώ λέμε! Μίλα μου ρε Σούλα, μη με σνομπάρεις γαμώτο!
Got a better definition? Add it!
Είναι τα αρχικά των λέξεων Έκθεση Αυθορμήτου Προσελεύσεως, που συμπληρώνεται στον στρατό ως ελαφρυντικό, όταν κάποιος στρατιώτης που δεν έχει επιστρέψει στο στρατόπεδο από άδεια ή έξοδο μετά από την παρέλευση κάποιων ημερών, τελικώς επιστρέφει μόνος του, χωρίς να παρέμβει και να τον αναζητήσει η στρατονομία.
Χρησιμοποιείται όμως και στα στριπτιτζάδικα, όταν μια κοπέλα έρχεται και κάθεται στο τραπέζι σου, χωρίς να την αναζητήσει για σένα ο σερβιτόρος με το λέιζερ.
-Πες στον σερβιτόρο να μου φωνάξει την Λάουρα.
-Δεν χρειάζεται, νάτη έρχεται μόνη της...
-Σωστή η Λάουρα, συμπλήρωσε μια Ε.Α.Π.
Got a better definition? Add it!
Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.
- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...
Got a better definition? Add it!
«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».
Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)
sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh
Ronaldinho91: lol what;
3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite
Ronaldinho91: Oh, ok then
Got a better definition? Add it!
«Same Shit Different Day»
Παρόμοιο με το δικό μας «...Τα ίδια σκατά».
(στο γραφείο)
- Πώς είναι τα πράγματα σήμερα;
- SSDD.
Got a better definition? Add it!
Τζιεμπικός (GMP-ικός): Από το GMP (Good Manufacturing Practice).
Έτσι χαρακτηρίζεται οτιδήποτε καλύπτει με ασφάλεια τα συγκεκριμένα κριτήρια που έχουμε δώσει.
Με λίγα λόγια είναι GMP compliant.
- Είδες την νέα αναλύτρια;
- Tζιεμπικό μωρό μεγάλε μου.
- Απόψε παίζει παρτάκι στου Αποστόλη του engineer, θα έρθεις;
- Πάντα κάνει τζιεμπικές καταστάσεις ο Τόλης. Μέσα είμαι.
Got a better definition? Add it!
Καπάκι λέγεται και ο μόνιμος, ημιμόνιμος ή ευκαιριακός θαμώνας των Κ.Α.Π.Η. Συνήθως πρόκειται για άτομο που έχει καβατζάρει τα δεύτερα –ήντα και επιπλέον λανσάρει κοιλίτσες, πατσαδάκια, καμιά ψιλοαναπηρία, διπλοσάγωνο, φάτσα πλισέ, ασιδέρωτη, σε συνδυασμό με συμπεριφορά αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω κι ας είμαι κάπως.
Η εξουσία προωθεί πολιτική ίσων ευκαιριών προς όλες τις μη προνομιούχες ομάδες (ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες –δεξιότητες, άτομα εξαρτημένα από ουσίες) κι έχει εξοβελίσει ακόμα και απ ’τη γλώσσα την μιζέρια, την ασθένεια και την ατυχία στη φυσική επιλογή λόγω μιας γενικής τάσης να φαίνεται πολιτικά ορθή αφενός, αφεδύολόγω του ότι όλοι οι πολίτες της χώρας είναι δυνητικοί καταναλωτές (βλ. γιαγουμποδάνεια).
Στη δεκαετία του ’60 ο συνταξιούχος έβγαινε μόνο στο καφενείο. Η φιγούρα της μαυροφορεμένης γιαγιάς-νίτζα ακόμα πουλιέται στα νησιά το καλοκαίρι σαν σουβενίρ. Από την άλλη πλευρά τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης θεοποιούν και βαλσαμώνουν τη νεότητα θεωρώντας την υπέρτατο αγαθό. Κορίτσια που μόλις βγήκαν από τη θερμοκοιτίδα (δεν τα γνωρίζει ούτε η μάνα τους), αιώνια ποθητά, μεγαλοστελέχη και νοικοκυρές ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν όλη μέρα πιστωτικές, αγόρια βελούδινα οδηγούν αυτοκίνητα αστραπές σε εξωτικά μέρη, δεκαπέντε αδύνατοι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι με τις μακαρονάδες, μικρά, έξυπνα παιδάκια τρώνε νόστιμο, χρωματιστό, γρήγορο φαγητό. Έτσι, το καπάκι αποκτά μια ψυχολογία ό,τι φάμε ό,τι πιούμε...
Αλλά η Ελλάδα δεν συνορεύει με το Λουξεμβούργο. Ζει στα γεωπολιτικά της αδιέξοδα. Και η πολιτική των ίσων ευκαιριών, εκτός από τη λαϊκίστικη χροιά που παίρνει λόγω μεσογειακού κλίματος, διηθείται αργά, αφού μέσα στη μάζα υφέρπει ο ρατσισμός (παράλjυτε, μόγκολε, ρετάρντ) και τα ανυπόστατα πρότυπα που προωθούνται από την τηλεόραση, τα περιοδικά, τον κινηματογράφο, θεωρούνται υπαρκτά (δεν ξέρω πότε, αλλά εγώ εκείνη την παρέα που πίνει καφεδούμπες κάνοντας ιππασία στο Λούρο θα τη βρω όπως και δήποτε).
Βέβαια δεν χαρακτηρίζεται εύκολα «καπάκι» ο ευθυτενής, περιποιημένος, ιδανικού βάρους ηλικιωμένος/-η που γνωρίζει από αμοιβαία κεφάλαια και κάνει διακοπές στην Βενετία. Ούτε ο Μπάρμπα –Γιώργος, ο θείος του Καραγκιόζη, που ζει σε στενή συνάφεια με τη φύση (εκτός αν πάει στο κεφαλοχώρι για ουκρανιζερί). Αυτοί εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες. Έχει δηλαδή το καπάκι και μια εσάνς παρακμιακού ξεσαλώματος.
Τηρουμένων των αναλογιών, καπάκι, για έναν δεκατριάχρονο είναι ο τριαντάρης που τα δίνει όλα στα μπουζούκια, για τον τριαντάρη, ο πενηντάρης που γλείφεται για τα πιπίνια και για τον πενηντάρη, μια ορατή και αναπόφευκτη απειλή όποτε παύει να χρησιμοποιεί τη λέξη μπας και τη γλυτώσει (αμ δε...).
Βροχερό Πάσχα σε επαρχιακό ξενοδοχείο Δ΄φεύγα κατηγορίας μυρωδιές οβελία και βε-σε ομού. Στη γωνία νέουρες με γυαλί, μαλλί και παντελόνι λη και κινητό σα προέκταση του χεριού.
- Κόψε ρε Νίνο τα καπάκια πάνω στα τραπέζια, χτυπιούνται σα να μην υπάρχει αύριο. Όρε πλάκες. Να φωνάξουμε τον αγροτικό λέω γω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».
Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.
Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!
Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.
Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.
Got a better definition? Add it!
Αρκτικόλεξο της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Ε.Μ.Π.
Περιπαικτικά παραφρασμένο εντός των ορίων του ασύλου της Πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου και ως Σαφώς Έκανες Μαλακία, Φύγε Εγκαίρως.
Το 1998, ιδρύθηκε η εν λόγω σχολή, στα πλαίσια της πολιτικής (που ακολουθήθηκε στον χώρο της εθνικής παιδείας) να γεμίσει η χώρα σχολές και πτυχιούχους. Δεν είναι, βέβαια, μια ελληνική επινόηση. Στην δυτική Ευρώπη, ακόμα και στα ιδρύματα που ακολουθούσαν και ακολουθούν την «κλασσική» παιδεία (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία), υπήρχαν οι ειδικότητες του Μαθηματικού ή Φυσικού Μηχανικού. Οι απόφοιτοι αυτών των σχολών ήταν συνήθως αναλογικά λιγότεροι, και τροφοδοτούσαν το επιστημονικό δυναμικό των πολυτεχνικών ιδρυμάτων ή στην σύγχρονη εποχή τα περιβόητα τμήματα Research & Development των μεγάλων πολυπλόκαμων βιομηχανικών τραστ.
Η ελληνική βερσιόν αυτής της ειδικότητας μηχανικού, όμως, αποτελεί μια πέρα για πέρα ελληνική επινόηση: το ΣΕΜΦΕ δημιουργήθηκε για ποικίλους λόγους που εξυπηρετούσαν κοινωνικοπολιτικά συμφέροντα της εποχής (σίγουρα δεν ήταν οι ανάγκες της ανύπαρκτης ελληνικής βιομηχανίας). Λόγω της προχειρότητας της ίδρυσής του όμως, καταδίκασε έναν σοβαρό αριθμό εισακτέων, που έβαλαν απλά ένα Χ στο κουτάκι του Προ-Πο-μηχανογραφικού, να σπαταλήσουν φαιά ουσία επί μίαν τουλάχιστον πενταετία, προκειμένου να μην χαρακτηρίζονται ούτε μηχανικοί, ούτε φυσικοί, ούτε μαθηματικοί, και συνεπώς να γίνουν οι πρώτοι προκαταβολικώς ανεπάγγελτοι πτυχιούχοι.
- Τι έγινε φίλος πήρες πτυχίο ή ακόμα;
- Τώρα παραδίδω μωρέ διπλωματική, τον άλλο μήνα.
- Και μετά; Στρατό;
- Ποιον στρατό ρε, εδώ ετοιμάζομαι ήδη για κατατακτήριες για τίποτα πολιτικούς ή τοπογράφους....
- Εεεεε;;;;
- Αγορίνα, δεν ξέρεις τι σημαίνει ΣΕΜΦΕ μου φαίνεται....
- Δηλαδή;;
- Σαφώς Έκανες Μαλακία, Φύγε Εγκαίρως... και, όπως καταλαβαίνεις, εγώ αυτό το «εγκαίρως» δεν το αντελήφθην εγκαίρως...
Got a better definition? Add it!