Selected tags

Further tags

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που παίζει βρώμικα. Ο ανέντιμος άνδρας. Το λαμόγιο. Ο φίλος σου που άργησε για ακόμη μια φορά και τον περιμένεις από κάτω απο το σπίτι του για να φύγετε.

Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι απο κάτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίστρωση βρώμας στο δέρμα ύστερα απο κάποια δραστηριότητα ανεξαρτήτου έντασης, καθώς και αποχής απο το ντουζ. Αρκετές φορές προκύπτει και απ'την υπερβολική υγρασία. Συνήθως την συναντάμε τους θερινούς μήνες.

Πήγα ελεύθερο με το σκατζοχοιράκι μου τρεις μέρες στο αγκίστρι και έπιασα κοραπάτσα απ'την απλυσιά.

Τι υγρασία ειναι αυτή ρεεε!κοραπάτσα πιάσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που δίνει την αίσθηση της απλυσιάς, ακατάστατος, απρόσεκτος, αγενής και κάπως μειωμένης ευφυίας.

Θες σοβαρά να καλέσουμε και τον μουντρούχαλο στο σπίτι μας;

Αφού πήγε ο μουντρούχαλος στην τουαλέτα τώρα πρέπει να την απολυμάνω...

Got a better definition? Add it!

Published

Η χαρακτηριστικά έντονη, άσχημη μυρωδιά που αναβλύζει απο άντρες (κατα προτίμηση βοσκούς ή κτηνοτρόφους), μυρωδιά που ενισχύεται από την συνεχιζόμενη απλυσια και έχει ως βασική προϋπόθεση την διατήρηση της ίδιας μπλουζας επι πενθημερου (κατ ελάχιστον). Διαφέρει απο την ιδρωτιλα στην εγγενώς γενικευμένη έκταση και διατήρηση της ανωτέρω οσμής, για χρονικό διάστημα ικανό να επιφέρει δυσφορία παρόμοια με αυτη της πορδης μεσα σε διαστημική στολή.

Παράδειγμα εδώ Εσκασε μυτη στην καφετέρια ο Γιώργος και γυρισαν κεφάλια παντού. Μαλάκα μιλάμε για πουρτσιλα ανευ προηγούμενου. Ασβοκούναβο σωστό ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ζγάνα είναι η βρώμα και η δυσοσμία. Συνήθως γίνεται και επίθετο όταν αποκαλούμε κάποιον ζγανιάρη.

Πω αυτός παίζει ναναι πολύ ζγανιαρης, ζγανοκοπάει από χιλιόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαυλιστικό ενάντια στους ομογενείς Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, χρησιμοποιείται κυρίως από Συριζαίους ενάντια στο δικαίωμα των ομογενών να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές.

Θα ψηφίζει ο κάθε βρομογενής από το Αστόρια που εδώ και τρεις γενιές ζει στο μιούρικα και θα του μοιράζει τα ψηφοδέλτια ο παπάς της ενορίας και δεν θα ψηφίζει ο σερβιτόρος που λιώνει ως εποχικός στα νησιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέρα.

Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...

Βλ. και σκόρτσα, μάκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified