Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Κωδικοποιημένα ο Μητσοτάκης.
Πώς αυτό;
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Παναγιώτης = Μήτσος + Παναγιωτάκης = Μήτσος + Τάκης = Μητσοτάκης (1)
Αλλά όχι μόνο ο Μητσοτάκης. Ποιος άλλος;
Για πάμε...
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Πανούσης = Τζίμης Πανούσης (2)
Από (1), (2) συνάγεται: Μητροπάνος = Μητσοτάκης = Τζίμης Πανούσης
- Ρε συ αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά κι αν δηλαδή, ο νόμος είχε απαγορεύσει στον Νταλάρα να πει τον Πανούση με το όνομά του, πως λες να τον αποκαλούσε ο Νταλάρας;
- Μητσοτάκη ή ... ή και Μητροπάνο ακόμα. Κι αυτός που ξέρει θα καταλάβει.
Got a better definition? Add it!
O χαζούλης με τη μηχανή.
- Πού ήσουν πάλι;
- Πού να ήμουν... ο Τάσος.
- Τι έχει ο Τάσος;
- Τι να έχει; Έκανε σαν Ρουβ και πέσαμε σε ένα περιπολικό.
Got a better definition? Add it!
Ο πασίγνωστος ποδοσφαιριστής Ροναλντίνιο, για όσους:
α) Είναι άνω των 60 ετών ή κάτω των 8
β) Είναι άσχετοι από ποδόσφαιρο
γ) Έχουν προβλήματα ομιλίας
δ) Συνδυάζουν δύο ή και όλες τις παραπάνω ιδιότητες.
(Ενδιαμέσου μίας σοβαρής ποδοσφαιρικής συζήτησης, πετάγεται και ο άσχετος της παρέας να πει τη γνώμη του)
- Εμένα πάντως παιδιά μόνο ένας ποδοσφαιριστής μου αρέσει, ο Ρολαντίνιο.
- Χέσε μας ρε Γιώργη. Άμα δεν ξέρεις μη μιλάς.
Got a better definition? Add it!
Ο μεγαλύτερος έλληνας κωμικός όλων των εποχών Θανάσης Βέγγος.
- Τι βλέπεις ρε Γρηγόρη στη τηλεόραση;
- Θου Βου, έχει γέλιο.
Got a better definition? Add it!
Σατιρική παραφθορά της έκφρασης «άλλ' αντ' άλλων». Έχει νόημα μόνο γραπτώς. Παραπέμπει στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν.
- Πήγες στην εκδήλωση;
- Ναι, αμέ...
- Και;
- Ε τι και... Άλαν Ντάλον έλεγε το γαμίδι το πρόγραμμα. Ούτε εκδήλωση ούτε τίποτα. Οι πόρτες κλειστές. Η ημερομηνία ήταν λάθος.
Got a better definition? Add it!
Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.
Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.
- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για μία κατηγορία ανθρώπων που εμφανίστηκε μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου στις χώρες του πρώην Σιδηρού Παραπετάσματος. Βέβαια τσάτσοι και Πεμπτοφαλλαγγίτες υπήρχαν ανέκαθεν (εξ από ανέκαθεν, που λένε κιόλας...) στα ανθρώπινα χρονικά. Οι Σαακασβίληδες όμως αποτελούν μία μορφή εξέλιξης: είναι αμερικανοτραφείς, με άπταιστα αγγλικά, κάνουν ό,τι τους πουν οι Αμερικανοί και στέλνουν στρατιώτες της χώρας τους όπου προστάζει ο αφέντης. Αν κάτι στραβώσει κλαψομουνιάζουν και παρακαλάνε τους Αμερικάνους να τούς βοηθήσουν, σαν κακόμοιρα κουτάβια ή σαν τα παιδάκια στο νηπιαγωγείο που αν κάνουν καμιά μαλακία και φάνε ξύλο, πάνε κλαίγοντας στη δασκάλα. Συνήθως ηγούνται μικρών ή ανύπαρκτων χωρών (χαρακτηριστικός ο γείτονας Γκρουέβσκι) τις οποίες οι Αμερικανοί δημιούργησαν με βάση το «διαίρει και βασίλευε». Οι γνωστοί Νενέκοι, κατά Γιωτόπουλο. Ο πρώτος που πήγε για hardball game και τελικώς κατέστρεψε τη χώρα του είναι ο Πρόεδρος της Γεωργίας Μισα Σάακασβιλι, εξ αυτού και ο όρος.
Αύριο έχουν Σύνοδο οι ΥΠ.ΕΞ. της Ε.Ε. και έχουν πλακώσει οι Σαακασβίληδες για να δουν τι μπορούν να διεκδικήσουν.
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται αντί για το «γαμώ το σταυρό μου». Γενικά εμείς οι Έλληνες έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπινελικώνουμε με τα Θεία, αλλά μερικές φορές για να μην πάμε στην κόλαση χρησιμοποιούμε παρεμφερείς φράσεις όπως:
Γαμώ το σταυρίδη μου (αντί για γαμώ τον σταυρό μου)
Γαμώ την πανακόλα/παναχαϊκή μου (αντί για γαμώ την παναγία μου)
Γαμώ τον χριστόφορό μου (αντί για το γαμώ τον χριστό μου, αν και μερικοί το χρησιμοποιούνε αντί για το γαμώ τους Αμερικάνους τους καριόληδες).
Φέρε το γαμοκατσάβιδο, γαμώ τον σταυρίδη μου ρε Τάσο.
Got a better definition? Add it!
Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.
- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε.
- Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.
Got a better definition? Add it!