Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.
- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...
Λύση στο πρόβλημα της αγαμίας, όταν η μόνη διαθέσιμη είναι γκόμενα-γαρίδα: βάζει τσουβάλι στη μάπα ο μάγκας και κάνει τη δουλειά του.
- Εντάξει σώμα ρε φίλε, αλλά δε βλέπεται!
- Τσουβάλι...
Got a better definition? Add it!
Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.
- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.
- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;
Got a better definition? Add it!
Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ
Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.
Got a better definition? Add it!
Μεγάλη συγκέντρωση αντρών (σουβλιών) σε κάποιο χώρο. Το αντίθετο της μουνοθύελλας.
- Άσε φίλε, στο Πολυτεχνείο είμαστε τίγκα στα σουβλιά σε μιλάω. Πάσχα έχουμε γίνει.
Βλ. και αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο, πουτσοσπορά, ψωλαρία, πουτσοπανήγυρος.
Got a better definition? Add it!
Το σαμπουάν, κατά Παπουτσάνη. Ουδέν σχόλιον.
από παλιά διαφήμιση, δεκαετίας 70:
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σας τη φαμελιά
ένα τεράστιο μπουκάλι
λούσιμο για τα μαλλιά»
...
(για τις ανάγκες της μελωδίας τονίζεται λουσιμό...)
Got a better definition? Add it!
Κλασσική έκφραση μανάδων και θειτσών, με την οποία αναφέρονται στα γνωστά «σφαιριστήρια» ή «μπιλιαρδάδικα», τις αποκαλούμενες και αίθουσες ψυχαγωγίας. Ειδικότερα κατά τη δεκαετία του '70 οι αίθουσες ψυχαγωγίας, με μπιλιάρδα και επιτραπέζια ξύλινα ποδοσφαιράκια, ήταν οι χώροι στους οποίους σύχναζαν οι μάγκες τύπου «Επαναστάτης χωρίς αιτία» της εποχής. Ως γνωστόν, το μπιλιάρδο ειδικότερα θεωρείται παιχνίδι των ζόρικων και σκληρών νεολαίων, που δεν σηκώνουν και πολλά πολλά. Οι μάνες και θείες μας, με δεδομένη τη διαφορά ηλικίας, ταυτίζουν τις αίθουσες ψυχαγωγίας με το παιχνίδι που είχαν δει από τα παιδικά τους χρόνια, δηλ. τα ξύλινα ποδοσφαιράκια.
- Μαμά, έχεις κανένα 500ρικο;
- Γιατί, τι το θέλεις;
- Θα βγω μια βόλτα.
- Πάλι στα ποδοσφαιράκια θα πας; Μαζεύεστε εκεί με όλους τους αλήτες και καπνίζετε, μού τα έχουν πει. Θα μιλήσω στον πατέρα σου, για να σταματήσει αυτή η ιστορία.
Got a better definition? Add it!
Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:
Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;
Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.
- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!
μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο.
Η συσχέτιση προέρχεται από τη δήλωση της Βάνας Μπάρμπα πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με το σπαθί της, σε συνδυασμό με την πληροφόρηση από το παρασκήνιο, που πληροφορούσε πως ό,τι κατάφερε, το κατάφερε με την αξιοποίηση του αιδοίου της. Αυτή η πληροφόρηση ανεκδοτοποιήθηκε και παρατίθεται στο παράρτημα.
Εκ των παραπάνω υποδηλώνεται πως όταν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάκτηση ενός στόχου είναι ανεπαρκή, τότε άλλα όπλα πρέπει να επιστρατευθούν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιτυχία. Μ' άλλα λόγια, εκεί που το σπαθί (απαιτούμενα προσόντα) δεν αποδεικνύεται κοφτερό, το αιδοίο αποδεικνύεται γιαταγάνι.
Σχετικό λήμμα το άνοιξε τη βάνα, Μπάρμπα.
- Καλά, η Λίτσα πώς κατάφερε από απλή γραμματέας, να γίνει διευθύντρια δημοσίων σχέσεων στην εταιρεία που δουλεύει; Απ' ό,τι ξέρω δεν έχει ακαδημαϊκά προσόντα. Απ' την άλλη όμως, μου 'χε πει πως πήγε μπροστά με το σπαθί της. - Όταν η Λίτσα μιλούσε για το σπαθί της, μιλούσε για το μουνί της. Ξέρεις τι υπερωρίες είχε ρίξει στο κρεβάτι του διευθυντή της... Άστα. Τράβηξε πολλά... αλλά στο τέλος δικαιώθηκε.
**Παράρτημα**
Τι κοινό έχουν το αιδοίο και το σπαθί ;
Δεν είχαν τίποτα κοινό, μέχρι που η Βάνα Μπάρμπα δήλωσε ότι:
«Ό,τι κατάφερα, το κατάφερα με το σπαθί μου»!
Link
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.
Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!
Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!
Got a better definition? Add it!