Further tags

Το καλοκαίρι με την ευρεία έννοια της καλοκαιρίας που μπαίνει μέσα στο φθινόπωρο διαψεύδοντας (δεν τον χάλασε) τη φούρια κάθε καλοχειμωνάκια να το κηρύξει νεκρό. Με τη στενή έννοια, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι καλές μέρες μέσα στον Οκτώβριο γύρω από την εορτή του αγίου Δημητρίου, ή ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο. Σαν να λέμε μια υποτιθέμενη σειρά ημερών που κάνει παραδόξως λατσοτέμπα στην καρδιά του φθινοπώρου, αντίστοιχα με τις Αλκυονίδες μέρες τον Ιανουάριο. Με την ευρεία σήμερα, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι κάθε εντυπωσιακή καλοκαιρία, και με καύσωνες ακόμη, μέσα στο φθινόπωρο, όπως τώρα καλή ώρα.

Ως προς την προέλευση, πιθανόν είναι αυτό που φαίνεται. Φανταζόμαστε το καλοκαίρι σαν ένα πεισματικό γάιδαρο ή μουλάρι να τα έχει στυλώσει και να μη φεύγει, προς μεγάλη απογοήτευση των καλοχειμωνάκηδων. Εκτός αν παπαρετυμολογώ και υπάρχει κάποια πιο προσγειωμένη, λ.χ. λαογραφική εξήγηση της ονομασίας, την οποία αγνοώ.

Στα αγγλικά λέγεται Indian summer ή été indien που λέει κι ο Joe Dassin (γαλλικά).

Στα ελληνικά, το βρίσκω στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, σε ένα συγκινητικό απόσπασμα, που περιγράφει το πώς αυτοί που θα φύγουν από ένα μέρος (όπως λ.χ. οι Αιγυπτιώτες Έλληνες) μπορούν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους την αγάπη τους για τον τόπο, και για ένα ζενεσεκουά που περιλαμβάνει μυρωδιές, το γαϊδουροκαλόκαιρο, εμπειρίες, αναμνήσεις...

Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα τη νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζύ σας; Τίποτα!

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 115

Άλλα παραδείγματα:

  1. Τα ημερομήνια έδειξαν «γαϊδουροκαλόκαιρο», το φεγγάρι είναι όρθιο, όπως και το ηθικό σου και τα αστέρια διάκεινται ευνοϊκά απέναντί σου. (Εδώ).
  2. Βέβαια θα έρθει το γαιδουροκαλόκαιρο του αϊ-Δημήτρη, δεν ανησυχώ, θα γιορτάσουμε κι εμείς μετά βαϊων, κλάδων, τυμπάνων, οργάνων και μαγεροκοπημάτων. Θα σας καλέσω, εντάξει. (Εδώ).

Και λίγο ξενόγλωσση μουσική:

Doors L'été indien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις εις -ιαση σλανγκικές παθήσεις. Συμβαίνει όταν η κλάψα και η κλαψομουνιά λάβουν διαστάσεις χρονίας ασθένειας ή και επιδημίας, αν μεταδοθεί η αρρώστια.

Από κλαψομουνίαση πάσχει αυτός που δεν αναλαμβάνει ηρωικά τις συνέπειες μιας κατάστασης, αλλά συνεχώς κλαίγεται ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι άλλο, ότι αυτό που του συνέβη δεν του άξιζε. Συχνά ως καζαντζίδης έχει υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και για αυτό θεωρεί ότι ματαιώθηκε και αδικήθηκε.

Δίνω τον λόγο σε ένα γλαφυρό παράδειγμα που περιγράφει την κλαψομουνίαση, παραπέμποντας και στον σύνδεσμο για τη συνέχεια.

Η κλαψομουνίαση είναι ασθένεια. Την περναμε ολοι, πολλες φορες στη ζωή μας, σχετικά ανωδυνα, ας πουμε σαν κρυολόγημα. Αψου και γκουχ γκουχ και κεινο το κακομοιρο υφος σα να σε βρηκανε ολα τα κακα του κοσμου μαζι, σε συσκευασια δωρου με 30% περισσοτερο προιον. Μετα περναει, κι ειμαστε μια χαρα μεχρι να ξανακολλησουμε. Σε μερικους ομως μενει χρόνια. Καμμια φορά νομίζεις οτι το έχουνε εκ γενετης, γιατι βλεπεις παιδάκια με συμπτωματα μονιμης κλαψομουνίασης, και λες, α το καημένο απο γεννησιμιού του θα τοχει, και το λυπασαι. Ερευνες απεδειξαν οτι ολα τα παιδακια γεννιουνται μια χαρα, αλλα επειδη η κλαψουμουνίαση μεταδιδεται πιο ευκολα κι απο τη γουρουνογριπη (της οποιας η μεταδοση διεκόπη, τεχνικα προβλήματα, μας συγχωρειτε), την εχουν κολλησει απο το περιβάλλον τους απο τη βρεφικη τους ηλικία. Εκδηλωνεται με τυπικα συμπτωματα, σχεδον παντα τα ιδια. Ρωτας τον αλλο τι κανει, και σου απανταει "καλα", με τετοιο τροπο που αναρρωτιεσαι αν ειναι καλυτερα να του αγοράσεις στεφάνι στην κηδεία ή να κανεις δωρεα σε καποιο ιδρυμα εις μνημην του. Αν κανεις το λαθος να ανοιξεις και κουβεντα, θα δεχτεις ενα καταιγισμο κλαψουρισματος, με διαφορα θεματα. Απο τα ποδια, χερια, σκατα που τον πονανε, απο τον αδερφό του κουνιαδου της τριτης του ξαδερφης που αρρωστησε και πολυ ταλαιπωρειται, απο τα λεφτα που δε φτανουν, μεχρι την γενικότερη οικονομική κατασταση, και το οτι παμε για πτωχευση και τι θα κανουμε, και μεις δυο μισθους κουτσους εχουμε και πως θα τα βγάλουμε περα, που ετσι που γιουβετσι, και δεν εχει κοκορετσι γιατι εκει που πηγε η τιμή του ουτε να το λεμε δεν ειναι πια.... Διοτι ο κλαψομουνης παντα για τον εαυτο του κλαιγεται. Κανενας κλαψομουνης ποτε, δεν νοιαστηκε για το συνολο. Μονάχα για την παρτη του. Παρουσιαζει μονιμη κοπωση, μονιμο πονοκέφαλο, και εκφραση "λυπηθειτε με". Συνηθως ο κλαψομουνης καταφερνει να μην κανει και τιποτα, διοτι ολοι τον λυπουνται τον καημενο, και κανουνε αυτοι τις δουλειες για παρτη του. (Η συνέχεια εδώ).

Στον γούγλη βρίσκω παραδείγματα για το έντεχνο τραγούδι, που θεωρείται πολύ κλαψομούνικο.

  1. Και φυσικά το έντεχνο είναι κλαψομουνίαση και αμορφωσιά (στο πιο έντεχνο :lol:). (Πχόρουμ).
  2. Οι σκύλοι, αν μη τι άλλο, είναι ορίτζιναλ και δεν κουβαλάνε την κλαψομουνίαση των έντεχνων. (Εδώ).

Η μπαλάντα του κλαψομούνη Και ο Πάριος κλαψομούνης

Επίσης, από κλαψομουνίαση ενέχονται ότι πάσχουν πολλοί αριστεροί οι οποίοι θεωρούν ότι ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός και τον αξίζουμε, οπότε όταν δεν τον έχουμε, δικαιούμαστε να κλαψομουνιάζουμε. Φαίνεται ότι το αριστεροκλαψομούνιασμα είναι η άλλη όψη της αριστεροχαράς στο σύνδρομο αριστερής μανιοκατάθλιψης. Ωστόσο βρίσκω στον γούγλη και δεξιούς να ενέχονται για κλαψομουνίαση, ενώ από τα χρυσαύγουλα κλασική έχει μείνει η περίπτωση του Στάθη Μπούκουρα.

  1. Να τελειώνει η «αριστερή» κλάψα! Η συνεχιζόμενη κλαψομουνίαση των Συριζαίων (αυτών που έμειναν, όχι των αποστατών) καταντάει εντελώς ανυπόφορη – και πολιτικά επιζήμια για τη χώρα αλλά και για την κυβέρνηση. Να το πούμε απλά: κανένας δεν ψήφισε τον σύριζα στις 25 Ιανουαρίου για «να σκίσει τα μνημόνια». Ούτε για να κρεμάσει κουδούνια στη γάτα, ούτε για να διακορεύσει αλύπητα τα νεοφιλελεύθερα λιοντάρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [...] Επίλογος: όποιος ζαλίζεται ή φοβάται, πάει και κοιμάται. Θα ήταν κιόλας ευχής έργον να αδειάσουν το πολιτικό χώρο που (παραδόξως και προσωρινά) κατέχουν όσοι επιμένουν στην «αριστερή» κλαψομουνίαση. (Εδώ).
  2. Από εκεί και πέρα, επειδή έχω ψάξει δεκάδες δυνατές διατυπώσεις για να εκφράσω τη σκέψη μου ως προς το γιατί παριστάνω τον υποψήφιο (αν θέλω ή δεν θέλω να ψηφιστώ, αν θα μου ταίριαζε ή όχι να παραστήσω και κάτι περαιτέρω κλπ κλπ) κι όλες καταλήγουν στον ακκισμό, την κλαψαιδοίαση ή τον αγνό, ατόφιο μοντιπαϊθονισμό, το κόβω κάπου εδώ. Σχόλιο: ο Old boy θα έλεγε κλαψομουνίαση. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ προσπαθεί ακριβώς να αποφύγει την αριστερή κλαψομουνίαση).
  3. Ο Στάθης Μπούκουρας το έριξε στην κλαψομουνίαση μέσα στη Βουλή. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το νεαρό τεκνό, ο νεαρός κίναιδος, καθώς μοντερνίζω σημαίνει είμαι γκέι. Η λογική είναι ότι οι εξελιγμένοι μοδέρνοι άνθρωποι, που την έχουν περάσει τη νεωτερικότητα, είναι και καλούα γκέι γιατί αυτό είναι ας πούμε πιο προχώ από το να είσαι ετεροφυλόφιλος, ή, έστω έχουν κάνει άουτινγκ και δεν είναι ντουλαπάτοι, όπως σε παραδοσιακές κενωνίες. Εφόσον έχει χαθεί αυτή η σημασία που δίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971), τότε μπορεί και να σημαίνει ένα νεαρό τεκνό που νεωτερίζει (το τίγκαρα στους πλεονασμούς), που ακολουθεί τις τελευταίες επιταγές της μοδός, που έχει το βλέμμα στραμμένο στην Εσπερία για να αφουγκράζεται τις τελευταίες τάσεις και προχωρημενιές κ.ο.κ.

Είπα να μην πιάσω το μοντερνότεκνο και να το σφαλιαρώσω κατά τα προσήκοντα. (Από το Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο αυνανισμός, η μαλακία, ως ένα εργόχειρο που το κάνει κανείς μοναχός του.

Δε μου λες μαρη κεινο το καλογεροκέντημα στα πρηξε ονόματα δε λεμε συμαθητριες δε θίγουμε; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής στα καλιαρντά εκ του μουτζό (<mindž= αιδοίο στη ρομανί) και του τσαρδί (<τουρκικό çardak < περσικό چارطاق çārtāk), σαν να λέμε το μουνόσπιτο ένα πράμα.

  1. Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στην μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου, σημαίνει ότι μπήκε στον οίκο ανοχής, κάθησε στον καναπέ και περίμενε).
  2. Αμα και διάβασα τη δήλωση Δώνη έπαθα μια ταραχή!!! Γιατί τόση λάλα; Διότι φαίνεται άμα ισάντε τζόβενο και τώρα πουρό, δε πρέπει να έχει πάει ποτέ σε μουτζότσαρδο!!! Διότι άμα είχε πάει, θα ήξερε ότι εκεί επικρατεί μια τάξη. Όλοι περιμένουν τη σειρά τους, με αγωνία μεν, αλλά και σεβασμό στη χαρμάνα του αλλουνού.. Ούτε φωνές ούτε σπρωξίματα και τσαμπουκάδες. Αβέλεις φλόκια, αβέλεις και βιολέτα και .. στην ευχή του θεού!! Και άμα ξεφύγει κανάς βλαχαδερός, κατελανιάζεται και αβέλει ντουπ στο μινούτο κι όξω απ΄ το σπίτι. Και το πιο καλό απ’όλα! Άμα δε σ’αρέσει το προϊόν πας σε άλλο τσαρδί. Τι απ’όλα αυτά συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Μεγάλη αδικία για το μπουρδέλο! (Σύγκριση μπουρδέλου και ποδοσφαίρου εις βάρος του ποδοσφαίρου αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που το να πηγαίνει σε οίκους ανοχής έχει καταστεί σημαντικό και οργανικό μέρος της ζωής του.

Ενδέχεται το ότι διαλέγει το μπουρδέλο ως διέξοδο στη σεξουαλική του ανησυχία να οδηγεί σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο καύλο κύκλο, κατά τον οποίο δεν μπορεί αλλά από ένα σημείο και πέρα και δεν επιζητεί να κάνει μία σχέση. Ή απλώς είναι τόσο λούζερ, άσχημος και ανίκανος που ούτε να γαμήσει μπορεί, ούτε όμως και να πάει για ψάρεμα επιθυμεί, με αποτέλεσμα να καταλήγει στους οίκους ανοχής. Ωσεκτουτού, το μπουρδελόβιος έχει κατ' αρχήν μία αρνητική σημασία για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι μονίμως μπακούρης και δεν τον θέλει καμία. Εναλλακτικώς, μπορεί να σημάνει κάποιον που είναι ρεμάλι, που συνηθίζει τον μπουρδελικό βίο έτσι για το ροκ.

Θετικό πρόσημο μπορεί να έχει κυρίως σε διαλόγους μεταξύ συναγωνιστών μπουρδελιάρηδων, όπου ο μπουρδελόβιος σε αντίστιξη λ.χ. προς τον κωλομπαρόβιο, τον στουντιάκια ή τον λάτρη των σιτιτουριών, είναι αυτός που έχει κάνει οικοσύστημά του ό,τι φτηνότερο και άρα παρακμιακότερο υπάρχει στον (ζ)αγοραίο έρωτα, ήτοι τα τσαρδιά του εικοσάρικου. Επομένως, ο μπουρδελόβιος είναι αυτός που για να ικανοποιήσει το σκοτεινό του πάθος δεν διστάζει να γίνει αδίστακτος μπαζοφονιάς φτηνοπουτάνων, να φάει στη μάπα σοβά από την οροφή ετοιμόρροπων ντέλων στους δρόμους του Μεταξιού, να επιδείξει ηρωισμό και να παρασημοφορηθεί για αυτόν. Είναι, επομένως, το μεγαλύτερο μαχίμι ανάμεσα στους μπουρδελιάρηδες, ο λιγότερο φλώρος σε αντίστιξη με τους ακριβοπουτανιάρηδες, αυτός που έχει εγκύψει περισσότερο στην αηδιαστική πλευρά της ζωής. Εν κατακαυλείδι, σε ενδομπουρδελιαρικά συμφραζόμενα το μπουρδελόβιος βγάζει μια μεγαλύτερη αυθεντικίλα.

  1. Η Νανα δεν χρειαζεται συστασεις. Ολοι μα ολοι οι μπουρδελιαρηδες την γνωριζουν/ εχουν περάσει/ την εχουν δει. Οποιος δεν την εχει δει τουλαχιστον, δεν μπορει να θεωρηθει γνησιος μπουρδελοβιος!!! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Το τέρας που διέπραξε αυτή την πράξη δεν ήταν μόνος η κοινωνία επί πολλά χρόνια ήταν δίπλα του.Τον θαύμαζε για τον τρόπο ζωής του. Ήταν τσαμπουκάς, χαρτοπαίκτης, ζαροπαίκτης μπουρδελόβιος κ.λ.π . Εκλέγεται εκ των πρώτων δημοτικών συμβούλων στο Αμπελάκι και φυσικά καταλαμβάνει την θέση του αντιδημάρχου. Αυτή η κοινωνία σήμερα λογικό είναι να προβληματίζεται και να διαμαρτύρεται, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από την ένοχη της που έθρεψε, μεγάλωσε και δημιούργησε ένα έκτρωμα. (Εδώ).
  3. Αντίθετα άμα κάποιος "αποτυχημένος" στο αντίθετο φύλο πει κάτι τέτοιο (κανας μπάκουρος, κανάς πέφτουλας, κανάς μπουρδελόβιος, μαύρο φίδι που τον έφαγε! (Εδώ).
  4. Ο άντρας είναι αυτός που διανύει την πιο τραγική του περίοδο. Διότι αν δεν έχει λεφτά= αποτυχημένος, αν δεν έχει γκόμενα= μπακούρι και μπουρδελόβιος, αν δεν έχει φίλους= ανώμαλος, περίεργος. Πες μου εσύ αν η γυναίκα, που κατα τ'αλλα όλα είναι εναντίον της, χρειάζεται όλα αυτά για να κάνει σχέσεις και όχι απλώς ωραίο κώλο... (Σχέσεις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο σαδιστής σε αντίθεση με τη ντεζοντουπού που είναι ο μαζοχιστής, η μαζόχα. Από το ντέζι εκ του γαλλικού désirer.

- Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;

- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν:

- Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;

- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφὴ ψυχὴ, ὄχι βίαιος σαδιστὴς σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι! (Παράδειγμα Αἴαντος)

Κι ένα από το Μπουντουσουμού:

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified