Further tags

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα ελληνικά του όρου μπουτς που σημαίνει τη λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Κυριότερα συνώνυμα: νταλίκα, τζίβα. Η έκφραση είναι παλαιακή.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο χασάπακλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Τρανσφεμινισμός (ή και τρανς φεμινισμός) ονομάζεται ο όρος που έχει αποδώσει η ακτιβιστής και ακαδημαϊκός Έμι Κογιάμα "στο κίνημα των τρανς γυναικών, για την ελευθερία όλων των γυναικών και παραπέρα". Η Κογιάμα αναφέρει ότι το εν λόγω κίνημα είναι ανοιχτό και για άλλα queer και ίντερσεξ άτομα, καθώς και για τρανς άνδρες, μη τρανς άνδρες (cisgender), μη τρανς γυναίκες (cisgender), όπως επίσης και σε όλα τα άτομα που υποστηρίζουν την ανάγκη των τρανς γυναικών ή ατόμων, όπου η υποστήριξη αυτών των δικαιωμάτων τους βοηθά και για τη δική τους απελευθέρωση. Ο τρανσφεμινισμός ορίζεται γενικότερα ως «μία προσέγγιση του φεμινισμού, η οποία προέρχεται από τρανς πολιτικούς». (Εδώ).

Ο τρανς-φεμινισμός (δηλαδή οι τρανς προσεγγίσεις στα φεμινιστικά ζητήματα, ή οι φεμινιστικές προσεγγίσεις στα τρανς ζητήματα) είναι μια από τις πολλές υποκατηγορίες του Τρίτου Κύματος του φεμινισμού. Οι απαρχές του είναι άμεσα συνδεδεμένες με αρκετά από τα υποκινήματα μέσα στον φεμινισμό, ιδιαίτερα τον sex-positive φεμινισμό, τον μεταμοντέρνο / μετα-στρουκτουραλιστικό φεμινισμό, την queer θεωρία και τη διαθεματικότητα. Αυτά τα νήματα του φεμινισμού απομακρύνονται από τη θέαση του σεξισμού ως μια μονοδιάστατη υπεραπλουστευμένη μορφή καταπίεσης όπου απλώς οι άντρες είναι οι τύραννοι και οι γυναίκες οι καταπιεσμένες.

Αντίθετα, αυτοί οι φεμινισμοί αναγνωρίζουν τις πολλές και διαφορετικές μορφές του σεξισμού -τις διακρίσεις που βασίζονται στο βιολογικό ή το κοινωνικό φύλο ή τη σεξουαλικότητα. Παράλληλα με τον παραδοσιακό σεξισμό (όπου οι άντρες θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τις γυναίκες) υπάρχει και ο ετεροσεξισμός (όπου οι ετεροφυλόφιλοι θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τους ομοφυλόφιλους) και ο μονοσεξισμός (όπου οι άνθρωποι που έλκονται ερωτικά μόνο σε ένα φύλο θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τους ανθρώπους που έλκονται ερωτικά σε πάνω από ένα φύλο), και ο ανδροκεντρισμός (όπου οι εκφράσεις αρρενωπότητας θεωρούνται πιο αποδεκτές από τις εκφράσεις θηλυκότητας) κ.ο.κ.

Υπάρχουν κι άλλες μορφές περιθωριοποίησης στην κοινωνία μας, όπως ο ρατσισμός, οι ταξικές διακρίσεις και οι διακρίσεις βάσει αναπηρίας. Όπως έχουν επισημάνει και μη-λευκές φεμινίστριες*, αυτές οι μορφές διακρίσεων όχι μόνο δεν δρουν ανεξάρτητα, αλλά τέμνονται σε διάφορα σημεία και οξύνουν η μία την άλλη. Μια μη-λευκή γυναίκα δεν αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και τον σεξισμό ανεξάρτητα. Ο σεξισμός που αντιμετωπίζει είναι συχνά ρατσιστικός και ο ρατσισμός που εισπράττει είναι συχνά σεξιστικός. Αυτή η έννοια της διαθεματικότητας είναι πλέον πολύ αποδεκτή ανάμεσα στ@ς σύχρον@ς φεμινιστ@ς, αν και δεν τη συναντάμε ανάμεσα σ’ εκείν@ς που προσεγγίζουν τον φεμινισμό μονοδιάστατα).

Ο τρανς-φεμινισμός έχει στον πυρήνα του την ιδέα ότι υπάρχουν πολλαπλές μορφές έκφρασης του σεξισμού που τέμνονται μεταξύ τους και με άλλες μορφές κοινωνικής καταπίεσης. (Καμένα Σουτιέν).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.

Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση του άλλου ορισμού για το τριχωτό του εφηβαίου είναι η λεσβία και μάλιστα αυτή που έχει τα στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα. Ο αντίθετος ρόλος λέγεται μούντζα ή φαμ ή γυναικάκι.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.

Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός τρόπος για να χαρακτηριστεί το κορίτσι με αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου τομ μπόι, το οποίο έχει στερεοτυπικά "αγορίστικη" συμπεριφορά. Θεωρείται πλέον παλαιός κακοποιητικός τρόπος για να χαρακτηριστεί μια λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά.

Τι γυρίζεις όρη σα το σερνικοθήλυκο? Βάλε μια βέστα απάνω σου μια....να νοστιμίσεις τότσο!! (Κερκυραϊκή ποικιλία στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικότερα, ο/η γκόμενος/α που κάποιος/α έχει ως καβατζογκόμενο/α. Ειδικότερα, ο άνδρας που μια λεσβία μπορεί να αξιοποιεί για διάφορες χρήσεις, ενώ η βασική σχέση της είναι με γυναίκα.

Μια χαρά η Μπέλα Μπάξτερ είχε τη ρεζέρβα της, ενώ και το ιατρείο έτρεχε και είχε και τη μαυρούλα της.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως γιγνώσκουν οι αφοσιωμένοι αναγνώσται τοιαύτου διδικτυακού τόπου, η είσοδος εις οινοπνευματοποτεία δι’ ομοφυλόφιλους (κοινώς γκέι μπαρ) γίνεται μετ' επιδείξεως διαπουστευτηρίων.

Αλλά ποία εστί η διαδικασία; Μα εννοείται ότι ακολουθείται το... πρωκτόκωλο! Ήτοι χοντοθεραπεία, κωλοβυθοσκόπηση κτλ.

Φίφης: «Εχθές φίλτατε έγινα δεκτός εις λέσχη αποκλειστικά δια γκέϊ!»

Καυλαγόρας: «Ωχχχ... καιαι... τι έγινε;»

Φίφης: «Ε ως γνωστόν ετηρήθη το πρωκτόκωλο: εμετάβην δια χοντοθεραπείαν αρχικώς, ύστερα επροέβην εις κατανάλωσιν Cosmopolitan και μετά συνευρέθην μετά του Αμπτούλ και του Γιουσούφ Χαμίτ!»

Καυλαγόρας: «Ωω μ' εαυτόν κίναιδε (Πω ρε πστ μου) !!»

Φίφης: «Με εφώναξες;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified