Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των «κλάνω» και «πλανητάρχης». Μπορεί να είναι:

  1. Ο άρχων της κλανιάς, ο καλός στα πνευστά. Δηλαδή ο πρώτος, ο πρόεδρος του Ομίλου κλασομπανιέρων.

  2. Ο κλαζμεντέν, αυτός που κλάνει μέντες από τον φόβο του, ο Αντόνιο Εκλασαμέντες ισπανιστί, και πάλι ο πρόεδρος.

  3. Ένας πλανητάρχης που βρωμίζει τον πλανήτη με βόμβες διασποράς, μεταφορικές (βλ. 1ο μύδι) ή πραγματικές.

  4. Ένας πλανητάρχης, που είναι κλαζμεντέν, θρασύδειλος κτλ.

- Τι θα γίνει με τον Ομπάμα; Θα είναι ντούρασελ, να φτιάξει δυο τρία πράγματα στον πλανήτη, ή θα αποδειχθεί κανάς κλανητάρχης Ομπάμιας κι αυτός;

(πρωην) κλανητάρχης επι τω έργω (από Vrastaman, 22/01/09)Αγελάδα Πλανητάρχης (όλος ο χάρτης πάνω της, σε μαύρο χρώμα περικαλώ) (από GATZMAN, 22/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταινία που συνήθως κάνει μπαμ ότι είναι αμερικάνικη, είτε για το κλασσικό happy end της είτε γιατί είναι υπερπαραγωγή, είτε γιατί είναι πολύ προβλέψιμη. Πολύ πιθανόν να είναι και μια βλακεία.

- Τι ταινία πήρες για το βράδυ;
- Δεν θυμάμαι τον τίτλο.
- Κατάλαβα... Πάλι καμιά αμερικλανιά θα πήρες.

Λογοπαίγνιο πάνω στο αμερικανιά.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified