Further tags

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που μεταχειρίζονται οι απασχολούμενοι σε τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η μεγάλη άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας, την τελευταία 20ετία, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου ιδιώματος που αφορά τις τεχνικές δυνατότητες του μέσου καθώς και τα πάσης φύσεως προβλήματα που ανακύπτουν λόγω αυτών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι όροι του τηλεοπτικού ιδιολέκτου είναι ξενόφερτοι, ιδίως αγγλικοί.

Η αράχνη λοιπόν, είναι το σήμα / λογότυπο του εκάστοτε τηλεοπτικού σταθμού, όταν αυτό προβάλλεται φαρδύ πλατύ στο κέντρο της τηλεοπτικής εικόνας (και σε γκουμούτσα γραμματοσειρά), προς εξασφάλιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επειδή το εν λόγω σήμα είναι συνήθως λευκού χρώματος και σχετικά θαμπό (ώστε να κουτσοβλέπει κανείς κι από κάτω του) ονομάστηκε αράχνη (αν και θα 'πρεπε να το πουν ακριβέστερα ιστό αράχνης, αλλά τρέχα γύρευε τώρα).

Αράχνη πέφτει συνήθως στην οθόνη, όταν πρόκειται για αποκλειστικά ρεπορτάζ ή αποκλειστικές εικόνες που πρέπει να προστατευτούν απ' τον ανταγωνισμό. Αυτά ισχύουν βέβαια περισσότερο στη θεωρία, καθώς ουκ ολίγες φορές έχει παρατηρηθεί το ιλαρό φαινόμενο 2 ή και περισσότεροι σταθμοί να προβάλλουν την ίδια εικόνα (π.χ. απευθείας λήψεις από κάποια πυρκαγιά ή άλλη καταστροφή), έχοντάς την καλύψει με την αράχνη τους. Να το αποδώσει κανείς αυτό στο φόβο των Ιουδαίων ή στην εφαρμογή της παλιάς παροιμίας «φύλαγε τα ρούχα σου»; Είναι μια άποψη. Ο κάπως πιο υποψιασμένος δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει πως η αράχνη δεν είναι παρά άλλη μια μορφή επίδειξης δύναμης, μια δήλωση του στιλ «είμαι εδώ, με βλέπετε, έχω τη δύναμη να προβάλλομαι». Τέσπα, αυτά είναι πράγματα γνωστά απ' την εποχή του Μarshall McLuhan («το μέσο είναι το μήνυμα»)... Όπως ακριβώς μια διαφήμιση η οποία δεν λέει τίποτα για τα ουσιαστικά πλεονεκτήματα του διαφημιζόμενου, μόνο προβάλλει γιγαντιαίο το εταιρικό λογότυπο (π.χ. coca-cola)...

Ενοχλητικές αράχνες δεν συναντά κανείς μόνο στους τηλεοπτικούς δέκτες του, αλλά και στο ίντερνετ, π.χ. σε φωτογραφίες από συλλογές μουσείων, όπου έχουν καθίσει στη μέση το λογότυπο του σάιτ ή το όνομα του μαλάκα που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν υπάρχει πιο απτή ίσως απόδειξη για την πλήρη εμπορευματοποίηση της Τέχνης. Βέβαια θα αντιτείνει κανείς ότι το χρήμα και η τέχνη πήγαιναν πάντα πακέτο (βλ. Μέδικοι), αλλά έλεος πλέον. Έχεις να προβάλλεις μια ωραιότατη και σφιχτή power-point παρουσίαση και, θες δε θες, θα μάθουν όλοι οι ακροατές σου σε ποια σάιτ σεργιανούσες για να μαζέψεις το υλικό σου.

  1. (σε τηλεοπτικό κανάλι)
    - Έχω εικόνα τον Κούγια με τη σκρόφα του να είναι έξω απ' το κτίριο και να απειλεί ότι θα πηδήξει τη μάντρα..!
    - Ρίξε αράχνη μαλάκα μου πρώτα, μη τυχόν και το βγάλεις έτσι, σε γάμησα!

  2. (δύο φίλοι στο νετ)
    - Τι ψάχνεις;
    - Μπα τίποτα, πίνακες ζωγραφικής χαζεύω, από μεγάλα μουσεία κι έτς.
    - Πετριά που 'χεις φάει ρε αγόρι μου... Και βρίσκεις τίποτα;
    - Ναι, όλα κομπλίτα. Ρίχνουν βέβαια την αράχνη τους πάνω στην εικόνα, αλλά τι να κάνεις; Μόνο αυτού του γαμημένου του Kunsthistorisches της Βιέννης δεν μπορείς να βρεις τίποτα, τα 'χει όλα κλειδωμένα..
    - Του ποιου;

(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)Αράχνη με αράχνη (από poniroskylo, 28/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποίκιλμα στην μουσική μπαρόκ. (Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...).

Πολύ άδεια μου ακούγεται αυτή η σαραμπάντα ρε Χρυσικόπουλε. Χώσε κανά τζιβιτζιλίκι να 'ουμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα φωνητικά σφάλματα στο τραγούδι αλλά και τον προφορικό λόγο. Η φωνή αυτού που τραγουδά ή μιλά κάνει μια απότομη και αθέλητη μετατόπιση σε ψηλότερες συχνότητες, μοιάζοντας έτσι με την χροιά του κόκορα όταν κράζει.

Μουσικές πηγές μου με διαβεβαίωσαν ότι δεν πρόκειται, τεχνικά, για φάλτσο, παραφωνία, υποφωνία, ή άλλης μορφής εκτέλεση του κομματιού από τον εκάστοτε Κακοφωνίξ.

Εγκυκλοπαιδικά τώρα, όσον αφορά το τραγούδι, το κοκοράκι οφείλεται κυρίως στην έλλειψη εγρήγορσης του τραγουδιστή αλλά και στις τυχόν ταλαιπωρημένες φωνητικές του χορδές από καταχρήσεις ή δημιουργημένες κύστες κλπ κλπ.

  1. - Τον θεολόγο στο Λύκειο τον θυμάσαι;
    - Ναι τον καημένο, τρεις λέξεις έλεγε, πέντε κοκοράκια έκανε. Κι εμείς από κάτω να γελάμε.
    - Έφυγε στο Άγιο Όρος...

  2. - Μα τι πράμα είναι αυτός ρε πούστη μου. Ντεμέκ κυριλέ μαγαζί.
    - Αυτοί είναι οι δευτεράντζες ρε. Σε λίγο θα σκάσει ο κανονικός ο σκυλάς και θα γουστάρουμε.
    - Άντε, γιατί κάνει πιο πολλά κοκόρια κι από τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια... Κικιρίκου!

To krasaki tou Tsou. Επική ταινία. (από patsis, 06/09/09)Το φάλτσο κοκοράκι (από Vrastaman, 30/11/09)

Δες και τζαλκάντζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέστρα είναι εξάρτημα που τοποθετείται στα πέδιλα για το σκι και τις σανίδες του snowboard, και οι οποίες συγκρατούν τα πόδια επάνω στα πέδιλα, προκειμένου να ελέγχονται οι κινήσεις.

H δέστρα δεν άνοιξε στην πτώση, επειδή η ρύθμιση ήταν στο 7.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κλωστές χαρακτηρίζονται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο στον κλάδο των κλωστοϋφαντουργιών.

Μην ασχολείσαι με τις κλωστές, έχει ψοφήσει ο κλάδος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ορολογία των αγώνων αυτοκινήτου, σανίδα ονομάζεται η μεγάλη ταχύτητα. Πολλοί συνοδηγοί στα ράλι περιλαμβάνουν τη λέξη στις σημειώσεις τους, για να δηλώσουν στον οδηγό ότι πρέπει να πατήσει το γκάζι μέχρι τέρμα.

«Δεξιά παρατεταμένη και 100 για αριστερή σανίδα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποστάλια λέγονται τα επιβατηγά «πλοία της γραμμής» που εκτελούν στάνταρ δρομολόγια.

Εκ του ιταλικού «postale», που στην κυριολεξία σημαίνει ταχυδρομικό. Στα ιταλικά πέρασε και σαν ουσιαστικό με την έννοια του ταχυδρομικού τρένου ή πλοίου (zingarelli), στα δε ελληνικά περιγράφει το πλοίο της γραμμής, το οποίο παλαιότερα αποτελούσε τον μοναδικό μέσο μεταφοράς προμηθειών, εμπορευμάτων και επιβατών προς τα νησιά. Στην Ελλάδα βέβαια, και ιδίως στα πολύ μικρά και απομακρυσμένα νησιά, τα ποστάλια εξακολουθούν να παίζουν ακόμα αυτόν το ρόλο.

  1. Αναρωτιούνται τον τελευταίο καιρό οι κάτοικοι πολλών ελληνικών νησιών, αφού τα «ποστάλια» της ακτοπλοΐας που με τα «ταξίδια» τους δίνουν «ζωή» και «ανάπτυξη» ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα νησάκια... (από εδώ)

  2. Τη νυχτερινή ζωή και τις εξωφρενικές τιμές πώλησης ακινήτων δεν ήταν πριν από 30 μόλις χρόνια περίπου παρά ένας πάμπτωχος τόπος που εξήγε εργατικά χέρια στα γιαπιά της Αθήνας και στα γκαζάδικα και στα ποστάλια της υφηλίου όλης. Ενας φτωχός αλλά παράλληλα πλούσιος σε καρδιά... (από εδώ)

Ποστάλι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο εργαλείο, για κάθε μάστορα που σέβεται τον εαυτό του. Για τους μικρότερους, να πούμε ότι το αλφάδι είναι ένα απλό όργανο που σου δείχνει αν κάτι είναι ίσιο, ή ευθυγραμμισμένο, με την βοήθεια υγρού. Βέβαια τα καινούρια τρέντι αλφάδια χρησιμοποιούν λέϊζερ.

Αλφάδι ονομάστηκε, μάλλον από το αρχαίο αιγυπτιακό αλφάδι, το οποίο ήταν ένα ξύλινο ισοσκελές «Α», που από την κορυφή του κρέμονταν μία κλωστή με ένα βαρίδι. Το οριζόντιο ξυλαράκι, είχε ένα σημάδι στη μέση ακριβώς, όπου ήταν και το σημείο αλφαδιάσματος. Με αυτόν τον τρόπο λέγεται ότι οι Αιγύπτιοι αλφάδιαζαν κάθε πέτρα που έβαζαν στις πυραμίδες.

Η λέξη πέραν συμβολισμών (αναρχία, μασονία) και μαστορικής ευθυγράμμισης, περιγράφει και καταστάσεις που είναι αρμονικές, που μας κάθονται καλά, που είναι ευθυγραμμισμένες με τα γούστα μας, ή καταστάσεις μεγάλου πιώματος.

-Αγάπη μου τι έγινε με τις διακοπές;
-Όλα εντάξει. Εγώ θα πάω Κέρκυρα, εσύ Χίο, και τα παιδιά Κρήτη. Υπέροχα θα είναι.
-Κρυάδες. Εισιτήρια βρήκες;
-Τα πήρα. Έκλεισα και ξενοδοχείο, έκλεισα και αυτοκίνητο. Αλφάδι όλα. Δεν θέλω να μου ανησυχείς, θα σε έχω βασίλισσα.
-Να φιλήσω τον πρίγκηπα μου;
-Μίλα μου πρόστυχα...

-Ρε Τάκη, κοίτα ένα κορμί που μπαίνει...
-Αυτό είναι που λέμε κορμί αλφάδι, φίλε μου

-Πως περάσατε χθες;
-Στην αρχή καλά. Κάποια στιγμή όμως, αλφαδιάζαμε το πάτωμα.
-Κατάλαβα....

-Τι έγινε; Τα βρήκες τα λεφτά για την επιταγή;
-Ναι ο κουμπάρος μου, μου ξηγήθηκε αλφάδι. Είπε εγώ είμαι εδώ. Και μου έδωσε και αβάντζο δύο μήνες για την επιστροφή.
-Ντεκλαρέ ο κουμπάρος.

Ο πρόγονος του αλφαδιού. Βλ. β παρ/φο ορισμού (από GATZMAN, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified