Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.
Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.
Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.
Δες και θέατρο.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το παλιό ελληνικό σήριαλ «Οι μεν και οι δεν». Λέγεται σε αντιδιαστολή ως προς τη λέξη μάγκας και υπονοεί τον τσάμπα μάγκα, τον γιαλαντζί μάγκα.
- Ρε Δάγκα, άσε τους ψευτοτσαμπουκάδες και τις μαγκιές. Δεν περνάνε εδώ αυτά.
Got a better definition? Add it!
Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.
- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;
Got a better definition? Add it!
Είναι αυτός που έχει κάτι λάγνο στην κίνησή του, που γέρνει ελαφρώς, που την κουνάει την παντόφλα, ο ζουζουνέλος, αυτός που το πισωγλεντάει δηλαδή.
Από επεισόδιο των «Απαράδεκτων», λογοπαίγνιο με το όνομα του τραγουδιστή/συνθέτη των 80s/90s Κώστα Χαριτοδιπλωμένου που, όπως και να το κάνουμε δηλαδή, έχει και πολύ τσαχπίνικο επώνυμο!
- Γνώρισα χθες τον φίλο της Γιώτας, τον Κωνσταντίνο... Τον ξέρεις;
- Χάχα, αν τον ξέρω λέει;... Και πώς σου φάνηκε;
- Καλό παιδί, αλλά κάπως χαριτοδιπλωμένος νομίζω...
- Μόνο; Αυτός είναι κοπέλα τελειωμένη ρε, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι να πούμε!
- Αλλά είναι όμως καλό παιδί...
- Καλό παιδί, πάνω απ' όλα! Α, το σωστό να λέγεται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το σωστός + τοστ. Σημαίνει σωστό(ς) και υποδηλώνει την αναγνώριση μιας πράξης, μιας κουβέντας κτλ. Όσο περισσότερα ο, τόσο περισσότερο σωστός.
- Ε, μ' αυτά που μου είπε την παράτησα...
- Σωστόοοοοοοστ...!
Got a better definition? Add it!
Ανορθόγραφη μορφή του «υπερκαινοφανής» (ενν. αστέρας) = σούπερ νόβα. Επίθετο για την πρωτάκουστη ανοησία, για την κενή περιεχομένου έκφραση που ακούγεται πρώτη φορά.
Τον άκουσα να μιλάει και πάλι στα τηλεοπτικά παράθυρα και γελούσα με τις υπερκενοφανείς ελληνικούρες του.
Got a better definition? Add it!
Αστειατορική εκδοχή του «πολύχρονος» με φόρα από το «πολιούχος».
Έλα Γιάννη μου, πολυούχος, ό, τι επιθυμείς.
Βλέπε και πολύχρωμος και εντοιχισμένος!.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.
- Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
- Μουνιά θα έχει;
- Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.
Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.
Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.
- Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
- Σεξαιρετικά, νέε μου!
- Πού θα πάτε φέτος;
- Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φέρων πλεξίδες ράστα.
Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:
Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.
Got a better definition? Add it!