Further tags

Προέρχεται απο την αλβανική βρισιά Të qifsha ropt (τα τσίφσα ροπτ ελλ.) (μετ. σου γαμάω το σόι) < ουσιαστικοποιημένο ξενικό ρήμα.

Σημαίνει: 1. O πολύ μαλάκας που δε μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα σωστά. 2. Ένας αλβανός που σπάει τα νεύρα όλων

  1. -Κοίτα τον τσιφσαρόπτη τι κάνει ρε. -Ναι ρε ούτε να φάει μόνος του δε μπορεί
  2. -Αυτός ο τσιφσαρόπτης πάει και χουφτώνει ολα τα κορίτσια

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ μαλάκας.

Καλά ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μαλάκας, είναι καταμαλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάτι δεν είναι αρκετά ποιοτικό ή δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.

- Πάμε σήμερα στο μπαρ που είναι στην πλατεία;
- Όχι ρε! Είναι ΠΑΣΟΚ εκεί..

Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει καταστάσεις.

Η φάση στο χθεσινοβραδινό πάρτυ ήταν τελείως ΠΑΣΟΚ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικίνδυνος-η-ο

"δάνγεροθς" είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει όταν προσπαθήσεις να γράψεις αγγλικά χωρίς να πατήσεις SHIFT+ALT. Ουσιαστικά πρόκειται για την λέξη dangerous με τους αγγλικούς χαρακτήρες του πληκτρολογίου να αντικαθίστανται από τους αντίστοιχους ελληνικούς. Η φράση αυτή ξεκίνησε από online gag και έφτασε, εν τέλει, στην ελληνική συμμορίτικη αργκό. (γιατί αν όχι εκεί τότε που;)

Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα με ειρωνική χροιά, ή σε προσπάθεια να συνεννοηθούν τα Νότια-Προάστια χωρίς να πάρουν πρέφα οι Κηφισσιώτες. Εμπνευσμένο από την προειδοποίηση συμμοριτών προς τους άκυρους "Watch out, those streets are dangerous" (μτφρ. Πρόσεχε/τε, αυτοί οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι).

Εναλλακτικά γράφεται/προφέρεται και ως "δάνγερος" χάριν ευφωνίας.

"Μαλάκα μου πρόσεχε αυτοί οι δρόμοι είναι δάνγεροθς"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την λέξη έχω ακούσει μόνο από τον πατέρα μου και όταν τον ρώτησα τι σημαίνει, μου απάντησε: "διαμπερές".

Ψάχνοντας, βρήκα ότι ναι μεν σημαίνει κάτι παρόμοιο (πχ. στον Δρυμώνα Τριχωνίδας έχει την έννοια του πέρα για πέρα ανοιχτά, βλ. εδώ), αλλά βρήκα και τη σημασία λίμπα (στην ντοπιολαλιά των Γαργαλιάνων, βλ. εδώ.

Όποιος έχει να προσθέσει κάτι ας το γράψει στα σχόλια κ θα επιληφθεί η ΣΟ του θέματος, θένκια...

(παράδειγμα γιόκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγωγή:

Ένα από τα λήμματα που έχει ανάγκη το άρθρο του και ξεκίνησε σαν ονοματικό επίθετο. Πρωτοεμφανίστηκε σαν ενιαία λέξη "Ομιχλημιδέρης" λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και αργότερα στην δεκαετία του '90 διασπάστηκε και μεταλλάχτηκε περνώντας έτσι την εφηβεία του.

Ανάλυση:

Η αρχική λέξη αποτελείτε από τις λέξεις "ομίχλη" και "μηδέν" και την κατάληξη -έρης η οποία χρησιμοποιήθηκε στην ένταξη τούρκικων επωνύμων στην Ελλάδα, π.χ. Σεκέρης (seker=ζάχαρη) Καρατζαφέρης (Καρά=μαύρος τζαφέρης=γιος του Ιαβέρη). Ύστερα από τον μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που ήρθε στην από τα Βαλκάνια στην Ελλάδα αλλά και από την Ελλάδα σε χώρες με σλαβική διάλεκτο η λέξη εν τέλει τροποποιήθηκε από ονοματικό επίθετο σε απλό και υιοθέτησε την σλαβική κατάληξη -ουρας παίρνοντας την σημερινή μορφή του "Ο μιχλημίδουρας".
Ουσιαστικά αυτή η λέξη φτιάχτηκε για να περιγράφει άτομα που τα περιτριγυρίζουν μια (φτιαχτή και ανούσια) ομίχλη μυστηρίου ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μηδενικό με πόδια. Με τους σημερινούς όρους ονομάζεται και χίπστερ αλλά εμείς ακολουθούμε την παράδοση και επιμένουμε στον μιχλημίδουρας

1. - Τι τσαμπουνάει ο Χαράλαμπος περί ισότητας περί γυναικών και κολοκύθια τούμπανα;
- Άααμαν... Από Μόστρογλου μας έγινε Ομιχλημιδέρης.

2. - Ρε μαλάκα....Τι φάση ο Νίκος;
- Πστ ε. Είναι πολύ ψαγμένος για να τον καταλάβεις.
- Α κατάλαβα. Είναι ο Νίκος ο μιχλημίδουρας.

3. -Ρε Κατερίνα που με φέρνεις γαμώ την πουτάνα μου! Σε καφετέρια ήθελα να πάω όχι στην εναλλακτική τρύπα που συχνάζουν όλοι οι μιχλιμήδουρες της Αθήνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ εδώ είναι η υπερεκμετάλλευση και η κάπως "ανάρμοστη" χρήση του επιθέτου απόλυτος, για να δειχθεί ότι το υποκείμενο άτομο, κατάσταση, ή γεγονός, κατέχουν σε υπερβολικό βαθμό το χαρακτηριστικό που τους αποδίδεται.

  1. Γιάνης Βαρουφάκης. Ο απόλυτος Θεός..
  2. Η νέα φωτογράφιση της Beyoncé μας υπενθύμισε πως η σταρ είναι το απόλυτο θηλυκό
  3. Γιομπαζολιας ο απόλυτος σούπερ σταρ των εκλογών.
  4. Μέχρι και ότι έχει 5 παιδιά θύμισε ο Υβριστής των Πάντων, ο Απόλυτος Σίχαμας, μήπως κ τον λυπηθούν κ τον βάλουν στη βουλή ... #ERTdebate2015
  5. καμία έκπληξη. Ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος καραγκιόζης!!
  6. Ο απόλυτος οδηγός φροντίδας για άντρες. ΕΔΩ
  7. χολεντιλ για το βηχα: ο απολυτος εμετουλης... (ναι, ημουν αρρωστιαρικο) #aksexastespaidikesgeyseis
  8. νιώθω τόσο μαλάκας κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τον "πήγαινα" .... έχει γίνει (από όταν πήγε στο κόκκινο) ο απόλυτος αυριανιστής
  9. Κατά τον Σταϊκουρα συριζα πρέπει να ψηφίσει όποιος φέτος είχε μεγαλύτερο εισόδημα από πέρυσι αλλιώς νδ Το απόλυτο λολ επιχείρημα
  10. Π Καμμενος το απολυτο τρολ της πολιτικης: Πηρε σοβαρα καραμπινατη τρολιά και"δηλωσε" -παλι "σοβαρα"-οτι δν υπεγραψε μνημονιο αλλα...συμφωνια ΕΔΩ

Και ένα παράδειγμα μη σλανγκικής -νομίζω- χρήσης: "Είναι τρομερός ο απόλυτος αριθμός των assist που βγάζει η Εθνική. Τα εύσημα και στον Κατσικάρη". ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.

Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.

Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.

Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χαζιά, τρελιά, ζουρλιά

Στη Βόρεια Ελλάδα (στην Δράμα σίγουρα), ίσως και τη Θεσσαλία, λέγονται κι έτσι τα επίθετα χαζή, τρελή, ζουρλή.
Βρήκα το χαζιές (γυναίκες) και τα ζουρλιά πουλιά (πέμπτο και τελευταίο παράδειγμα, αντιστοίχως).

  1. Η άλλη το πιτόγυρο το λέει "καλαμάκι". Καλάμια και παλούκια μαρή χαζιά. ΕΔΩ

  2. -Πόσο καλύτερα θα ήταν αν κοιμόμασταν τώρα μαζί.. Ε παιδιά;
    -Είσαι χαζιά; Το μυστικό του πετυχημένου γάμου είναι να κοιμασαι χώρια

  3. Υπερβολικια, χαζια, τρομακτικια... γιατί ... Ελληνικιά γραμματικιά.. ΕΔΩ

  4. Ποιός μαρή χαζιά ;) Και για την Παλμύρα ο Τσίπρας να τρέξει; Ντιπ για ντιπ το 'χασες. ΕΔΩ

  5. Φαίνεται ότι τα γάντια είχαν το ίδιο γούστο με τον Βασίλη: δεν μπορούσαν τις «χαζιές». (δ. παπαδούλης, Η ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΕΝΗ)


  1. ναι ρε μαρίνα, τι τρελιά που είσαι, καλή καρδιά #katipsinetai ΕΔΩ

  2. -Μέρα χωρίς χαμόγελο είναι (σημάδι ότι τα ´χεις κάνει πουτάνα ολα) χαμένη μέρα.
    -ελα μαρη τρελια σπάσε ένα μικρο μην πάει χαμένη!! κρίμα ειναι!!!! ΕΔΩ


  1. 15Αύγουστος στην Αθήνα. Θα κάτσω να δω την ταινία του Γιάνναρη & μετά θα βάλω ένα νυφικό να τρέχω σαν τη ζουρλιά στους δρόμους. ΕΔΩ

  2. -Αν πετύχω πρώην μου έξω με την δικια τoυ, λέω: "Ορίστε μια χαρά περνάς, τι μου στέλνεις μηνύματα κάθε βράδυ;" και φεύγω....!
    -χαχαχαχαχαχαχαχα! είσαι ζουρλιά! ΦΒ

  3. Ύστερα, απόξω, η βροχή έπαψε και τα πουλιά πέτουνταν πάλι σαν ζουρλιά. Ένα, μου φάνηκε ολόιδιο με κείνο που ο αδερφός μου είχε φκιάξει στο τζάμι της μπαλκονόπορτας της δύσης, βουτώντας το δάχτυλό του, στη θλίψη του φθινοπώρου! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified