Further tags

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Έφαγα μπαν γιατι απο μαλακιες στα νιατα μου τελειωσα τη σχολη σε μεγαλη ηλικια (μολις 42) και μετα απλα ηθελα να συνεχίσω να σκατοποστάρω. (Εδώ).
  2. Σκατοποστάρω, αλλά με βίγκαν περιεχόμενο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified