Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.
Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.
Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός των λέξεων σκατά + καλά. Τροπικό επίρρημα που χρησιμοποιείται όταν τα πράγματα δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά.
- Πώς είσαι τώρα;
- Ε, τι να λέμε... Σκααλά.
Got a better definition? Add it!
Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.
Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.
Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.
Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.
- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;
βλ και εντελώς τελείως
Got a better definition? Add it!
Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.
Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.
Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.
kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)
(5Χ2) Καραμπαμπάμ!
(από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)
Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
(από το νέτι)
Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.
Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.
Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.
από το γαλλικό vis-à-vis
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει το πέρας ενός προσώπου ή μίας κατάστασης ή φάσης. Χρησιμοποιείται όταν το πρόσωπο ή η φάση είναι στο απώτατο σημείο που είναι δυνατόν να βρίσκεται και παραπέρα δεν πάει. Έχει φτάσει σε απερίγραπτο σημείο.
Η μάνα μου έχει φτάσει να βγάζει τα πιατικά από το πλυντήριο και να τα πλένει στο χέρι. Τέρμα υστερία.
Got a better definition? Add it!
Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις.
Ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου, και επεκτείνοντας την καθιερωμένη και λεξικογραφημένη έννοια του ως επίρρημα, το άνετα χρησιμοποιείται σε πιο μαγκιόρικο κόντεξτ αναφορικά με πλειάδα καταστάσεων που κυμαίνονται από τις απλές αγορές υλικών αγαθών, έως τις πιο σύνθετες (εξ ορισμού) ερωτικές συνευρέσεις.
εγώ αν είχα την οικονομική δυνατότητα θα το τσίμπαγα άνετα, δεν θα περίμενα το 900… μ αρέσουν πολύ τα WP, και στο NOKIA απλά είναι τρέλααα…. αλλά μάλλον θα περιμένω αναγκαστικά….
γιατί όσο super κι αν είναι 500+ euro είναι πολλά… ;) (Από εδώ)
Διόρθωσε ο μπουκ και έβαλε το line εκεί που πρέπει, στο 0. Οι λεπτομέρειες βγάζουν Over, το οποίο θα το έπαιζα άνετα σε αποδόσεις κοντά στο 1.90. (Από εδώ)
(...) Πρακτικά αυτό σημαίνει πως σε οποιοδήποτε σημείο του καζίνο και αν καθόσουν, μπορούσες, αν γνωρίζεις ελληνικά, να καταλάβεις πως τρεις τύποι “γαμούν το σύμπαν”, συνευρίσκονται ερωτικά μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της μητρός Του, ενώ, κατά σύμπτωση, φέρουν και οι τρεις το ίδιο όνομα, δηλαδή λέγονται “ρε μαλάκα”. Πράγματι, το κήρυγμα απέδωσε και εντός ολίγου είχε σχηματιστεί μία μικρή κοινότητα δέκα Ελλήνων και δύο Αμερικανών ελληνικής καταγωγής, η οποία άρχισε αμέσως να οργανώνεται, αναζητώντας τα απαραίτητα: “μάγκες εδώ πού μπορεί να γαμήσει κανείς;” ή, ακόμη, αναπτύσσοντας φιλολογικές προσεγγίσεις προς το περιβάλλον: “μαλάκα τη γαμούσα άνετα αυτήν. Κοίτα πως με κοιτάει ρε μαλάκα!” (...) (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.
Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).
Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο, με την έννοια: όσο πρέπει, αρκούδως.
Εκνευριστική ψιλοτρεντουριά.
- Χόρτασες;
- Τόσο όσο!
- Είναι υγρό το μουνί της Μάρως;
- Τόσο όσο!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.
Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.
Καράβι το φεγγάρι...
Got a better definition? Add it!