Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.
Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).
Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα
Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.
Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).
Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα
Got a better definition? Add it!
Χωρίς ενδοιασμούς, αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις.
Ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου, και επεκτείνοντας την καθιερωμένη και λεξικογραφημένη έννοια του ως επίρρημα, το άνετα χρησιμοποιείται σε πιο μαγκιόρικο κόντεξτ αναφορικά με πλειάδα καταστάσεων που κυμαίνονται από τις απλές αγορές υλικών αγαθών, έως τις πιο σύνθετες (εξ ορισμού) ερωτικές συνευρέσεις.
εγώ αν είχα την οικονομική δυνατότητα θα το τσίμπαγα άνετα, δεν θα περίμενα το 900… μ αρέσουν πολύ τα WP, και στο NOKIA απλά είναι τρέλααα…. αλλά μάλλον θα περιμένω αναγκαστικά….
γιατί όσο super κι αν είναι 500+ euro είναι πολλά… ;) (Από εδώ)
Διόρθωσε ο μπουκ και έβαλε το line εκεί που πρέπει, στο 0. Οι λεπτομέρειες βγάζουν Over, το οποίο θα το έπαιζα άνετα σε αποδόσεις κοντά στο 1.90. (Από εδώ)
(...) Πρακτικά αυτό σημαίνει πως σε οποιοδήποτε σημείο του καζίνο και αν καθόσουν, μπορούσες, αν γνωρίζεις ελληνικά, να καταλάβεις πως τρεις τύποι “γαμούν το σύμπαν”, συνευρίσκονται ερωτικά μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της μητρός Του, ενώ, κατά σύμπτωση, φέρουν και οι τρεις το ίδιο όνομα, δηλαδή λέγονται “ρε μαλάκα”. Πράγματι, το κήρυγμα απέδωσε και εντός ολίγου είχε σχηματιστεί μία μικρή κοινότητα δέκα Ελλήνων και δύο Αμερικανών ελληνικής καταγωγής, η οποία άρχισε αμέσως να οργανώνεται, αναζητώντας τα απαραίτητα: “μάγκες εδώ πού μπορεί να γαμήσει κανείς;” ή, ακόμη, αναπτύσσοντας φιλολογικές προσεγγίσεις προς το περιβάλλον: “μαλάκα τη γαμούσα άνετα αυτήν. Κοίτα πως με κοιτάει ρε μαλάκα!” (...) (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).
Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.
** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.
Got a better definition? Add it!
Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ένα φαλακρό κεφάλι ή για κούρεμα με την ψιλή. Σπάνια το συναντάμε και ως «γούλα». Η λέξη γουλί όμως έχει και άλλες έννοιες:
Το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται.
Το βότσαλο, εξ ου και πολλές παραλίες στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα.
Καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο λέγεται επίσης γουλί.
- Ο Νάσος κουρεύτηκε γουλί!
- Για πάμε να του κάνουμε σύννεφο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.
Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.
Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).
Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.
Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...
Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;
Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.
Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.
Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.
Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.
Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.
Got a better definition? Add it!
Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.
Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.
Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.
Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας
Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).
Got a better definition? Add it!
Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.
(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)
Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.
Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.
Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».
- Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
- Κι εσύ τα μαλάκα!
Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!
Got a better definition? Add it!
Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.
Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.
Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.
Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).
Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.
Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.
Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.
και ναι, δεν είναι σλανγκ...
2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου
Got a better definition? Add it!
Αρχικά, χρονικό επίρρημα. Στην μπαμπαδοσλάνγκ εκδοχή του, επίκληση παρελθόντος νεωτερισμού, προοδευτικότητας, ευμάρειας και εν τέλει αποστασιοποίησης του πατρικίου ομιλούντος από τους συνχνωτιζόμενους πληβείους. Βασικά, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Τοποθετείται εμφατικά στο τέλος της πρότασης.
- Φιλαράκι, το ΄76είχα πάρει με τα λεφτά από το πρώτο ταξείδι ένα Rover 2.200 με διπλά καρπυρατέρια, υδραυλικό τιμόνι και αιρ-κοντίσιο, τότε! Μετά το πάρκαρα έξω από τη μπαρμπουτίερα του Χάσου.
- Ο προπάππος σου ο Λαλα-Μάρκος κάθε δύο τρία χρόνια που έκλεινε καλά η χρονιά, έπαιρνε την κυρά-Δέσποινα παίρναν το ποστάλι και τραβούσανε Τεργέστη και από κει Βιέννη, Πράγα και Λειψία για ψώνια και βόλτες, τότε!
Got a better definition? Add it!
Το πασπαρτού εθνικό επιφώνημα (βλ. ορισμό αυτοκτονημένου) εμφανίζεται με μια ειδικότερη σημασία, ως τροπικό επίρρημα με θετική αξιολόγηση, σε περιπτώσεις του τύπου:
- Ως τις δύο η ώρα το μαγαζί ήτανε ύπνος, δεμπά να έκανε ο ντιτζέι παπάδες. Κανείς δε χόρευε, τρελή ξενέρα η φάση. Ώσπου σκάνε ξαφνικά δυο μωρά σπαθάτα, ανέβηκαν στης μπάρας την πλάτη και κάνανε το μαγαζί όπα.
Το όπα είναι, δηλαδή, μια κατάσταση ξεφαντώματος όπου πρυτανεύει το πατροπαράδοτο ελληνικό kefi. To όπα είθισται να προκύπτει αιφνιδίως και να μεταδίδεται δίκην κύματος, αναδυόμενο μέσα από φάσεις αδράνειας / νωχελικότητας / υποτονικότητας, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι απόλυτο:
- Φέτος στον Κιάμο το μαγαζί ήτανε όπα κάθε βράδυ. Ο άνθρωπος είναι περφόρμερ, ξέρει να επικοινωνεί με το κοινό, διαδραστικός κάργα.
Υπεύθυνα για την τροπή από υπνοστεντόν σε όπα είναι, συνήθως, δίποδα εγκλήματα με μίνι φούστες και ψηλοτάκουνα.
Ο ορισμός αφιερούται τῳ φιλτάτῳ Khan.
Στον ορισμό.
Got a better definition? Add it!