Further tags

Ο ιντερνετικός τρέντικος χαζογέλωτας που έχει επικρατήσει στην ιντερνετική νεανική κουλτούρα.

Ξεκίνησε στο hi5 μεταδόθηκε μέσω του msn (ή αλλιώς τρέντικα γραμμένο mcn) και κατέληξε στο facebook. Θυμίζει το αντίστοιχο international internet slang ''xoxo'' που σημαίνει ''hugs ‘n’ kisses'', το οποίο προφανώς κάποιος μπουζουκοκέφαλος από τις παρακάτω κατηγορίες μετάλλαξε σε «xa0xa0».

Το χρησιμοποιούν ευρέως άτομα που ανήκουν στις εξής κατηγορίες:
1) Άτομα - msn επαφές ηλικιών 11-13.
2) Φίλοι των ατόμων της πρώτης κατηγορίας, που υιοθετούν το ''στυλ'' τους για να είναι τρέντυ.
3) Άτομα αρσενικού γένους - msn επαφές που γουστάρουν κοπέλες από την δεύτερη κατηγορία ή και την πρώτη.
4) Καΐλες σε NET cafes, το χρησιμοποιούν στα forums των clan τους για τα παιχνίδια που λιώνουν.

Σε όλες οι κατηγορίες το χρησιμοποιούν αναίσθητα.

Παράδειγμα σε Facebook Status:

John Smith Den paei kala o kosmos!!! Den thn paleuei ka8olou!!! Exw arxisei k pisteuw to Liakopoulo pou leei oti mas psekazoun xaivanitida!!! axa0xa0xa

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται στο διαρκώς αυξανόμενο φαινόμενο θετικού και ενίοτε υπερθετικού σχολιασμού φωτογραφιών στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ή όπως λένε στο χωριό μου (σόσιαλ μήντια). Ο σχολιασμός γίνεται κυρίως κάτω από φωτογραφίες μπάζων.

- Αίσχος
- ;;;
- Δεν υπάρχει η φώκια, ο Θανάσης ο υδραυλικός, έβαλε φωτό από παραλία, η φωτοευγένεια από κάτω με ξεπερνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).

Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.

Π.χ. φωτογραφίες:

  • ψωνίστικες
  • δήθεν
  • πειραγμένες απο photoshop
  • που φανερώνουν κόμπλεξ
  • σεξουαλικού περιεχομένου

Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το μέσο, το βύσμα, η άκρη, ο μεσάζων.

Υπάρχει κανένα φις για τη θέση;

Got a better definition? Add it!

Published

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φεϊσμπουκλής, ο φεϊσμπουκάτος που φεϊσμπουκώνει νυχθημερόν στο άγιο φεϊσμπουκάκι.

- Aναγκαίο κακό να γίνεις «φεϊσμπουκάκιας» και «τουιτεράκιας» (εδώ)

- Γιατι να ειμαι υποχρεωμενος να σπαζω τα ματια μου προκειμενου να μπορεσω να καταλαβω τι θελει να πει με τα greekλις του, ο καθε βλαμενος Φεησμπουκακιας που μπαινει και γραφει εδω μεσα???? (εκεί)

Φιξάκι για τον φεϊσμπουκάκια

Εκ του φεϊσμπούκ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν εμφανίζεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο χέστης που μιλάει μέσω facebook και χέζεται να εμφανιστεί μπροστά σου.

- Είδες τι σχόλια έκανε στο wall μου το αρχίδι; Έβριζε συνέχεια. Του είπα αν είναι άντρας να έρθει να τα πούμε face to face.
- Τζάμπα περιμένεις μαλάκα. Face to facebook εμφανίζεται ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέησμπουκ. Ίδιας κατηγορίας με το δωδ, το ψδ, το εσύ-σωλήνας. Αναγκαίος εξελληνισμός των λέξεων, για να μη νομίζουν οι βάρβαροι ότι έκαναν και κάτι στην τελική. Το γεια-πέντε απορρίπτεται ασυζητητί.

- Πέτυχα ένα νακιμού στο φατσοβιβλίο, το πήδηξα και ανέβασα και βιντεάκι στο εσύτσόντα.
- Εσύτσόντα;;;;
- Γιουπόρν.
- Γιου πορν;; Μπηκόουζ;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαντασίωση παραδοσιακών (traditional στα αγγλικά, τραντ στα κομμέ) για μια γυναίκα η οποία θα τηρεί τα κλασικά πατριαρχικά στερεότυπα, ήτοι να κάνει οικιακές δουλειές, να έχει σεμνή εμφάνιση, να είναι χαμηλοβλεπούσα ή κατ' ελπήδα χαμηλοβλεπούτσα στη λογική reject modernity- embrace tradition. Χρησιμοποιείται στους ιδεολογικούς πολέμους των συντηρητικών ενάντια στη woke κουλτούρα. Από το αγγλικό trad wife. Χρησιμοποιείται και ως αυτοπροσδιορισμός από γυναίκες pick me με εσωτερικευμένη πατριαρχία, οι οποίες προβάλλουν τον παραδοσιακό τους ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να προτιμηθούν αυτές και οι αξίες τους.

Θέλω μια τραντ γουάιφ που να μην έχει γκέι ως καλύτερο φίλο, να μην έχει τατουάζ, να μην είναι πολιάμορους, ε, και να σιδερώνει και κάνα πουκάμισο. Ζητάω πολλά;

Got a better definition? Add it!

Published