Further tags

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.

-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.

(από chrismegas, 01/03/11)Με όλο μου το σεβασμό προς τον εικονιζόμενο, νομίζω πως είναι ΤΟ παράδειγμα. (από joe909, 12/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική έκφραση, να το διευκρινίσουμε αυτό, που περιγράφει κάποιον που έχει την και καλά «ατυχία» όχι μόνο να είναι γκέι, αλλά να είναι και άσχημος, οπότε να δυσκολεύεται να βρει σύντροφο. Υπάρχει αντιστρόφως ή ίσως παραλλήλως και το άλλο στερεότυπο, ότι ο γκέι είναι κατά κανόνα όμορφος γιατί φροντίζει/ περιποιείται τον εαυτό του, εξ ου και οι Αμερικλάνοι έχουν την έκφραση «too handsome to be straight» για κάποιον που είναι «ύποπτα» εμφανίσιμος.

Ο ασχημόπουστας ανήκει σε μία από τις εκφράσεις που δηλώνουν άνθρωπο αδικημένο από τον Θεό και την κενωνία, που είχε ή απόκτησε διάφορα χαρακτηριστικά περιθωρίου, όπως πούστης κι άσχημος, πούστης και πρεζάκιας, πούστης, πρεζάκι κι αριστερός ή κατά την χαλικούτειο εκδοχή πούστης, πρεζάκι και δεξιός. Ασφαλώς το ασχημόπουστας χρησιμοποιείται υβριστικά, αλλά μπορεί να ειπωθεί και με αμφίβολης ειλικρίνειας συμπάθεια με και καλούα συγκατάβαση, πράγμα που άργκιουαμπλυ είναι ακόμη πιο εκνευριστικό.

1. Γέρο μου, για να μη χαλιέσαι άδικα, θα σου αποκαλύψω πως εξυφάνθει η πχορουμική συνωμοσία. Εγώ, ο Αλεξαντρόζο κι ο Άλκης, αποφασίσαμε στην τελευταία πχορουμοκόβα να φτιάξουμε μια κοθμονιστική τρόικα και να στην πέφτουμε συνέχεια κι ανελέητα για να σε εξοντώσουμε. Οι ρόλοι κατανεμήθηκαν σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα του καθενός μας, ως εξής: Ένας θα λειτουργούσε σαν το καλό κουμμούνι, ο άλλος σαν το κακό κι ο τρίτος σαν ασχημόπουστας. Όπως θα έχεις καταλάβει, εγώ παίζω τον ρόλο του καλού κουμμουνιού.

2. ειναι χαλια γιατι ειναι ασχημοπουστας και δεν του την πεφτουν :S κατα καποιο τροπο τον συμπονω.

3. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΩΣ ΚΑΛΟΣ ΑΣΧΗΜΟΠΟΥΣΤΑΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΛΑΣΠΗ ΑΡΧΙΣΕΣ ΝΑ ΒΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΣΙΡΑΣΙΑ ΣΟΥ.ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

4. Αν είναι να βγει «ενδιάμεσος» καλύτερα να είναι όμορφος τουλάχιστον να βγάζει και κανά φράγκο. Αν είναι να βγει ασχημόπουστας άστα να πάνε.

Σχετικοάσχετο από την ταινία "Ρεβάνς" (1983) του Νίκου Βεργίτση (από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού.
Ο όρος προέρχεται από τον παγκοσμίας(;) φήμης(;;) στυλίστα(;;;;;) Λάκη Γαβαλά.

Κύρια γνωρίσματα του εν λόγω ατόμου:

  • Αβρότητα τρόπων, χειρονομιών και ομιλίας.
  • Άποψη επί παντός θέματος με επικρατέστερη τη δική του.
  • Ακαθόριστο επάγγελμα του τύπου «άνθρωπος της μόδας» και συναφών χαρακτηρισμών (ακριβής ανατύπωση της διαδικτυακής σελίδας του κ. Λάκη Γαβαλά).
  • Ιδιάζουσα ενδυματολογική άποψη με προτίμηση στις ζαρτιέρες. Επίσης η γενικότερη αμφίεση θυμίζει πουλί (φτερά και πούπουλα).
  • Θαμώνας του πολυβασανισμένου νησιού της Μυκόνου (πρόσφατα στον κ. Γαβαλά εδόθη επίσημα εν μέσω πανηγυρισμών, ο τίτλος «αδερφή του Πέτρου», δηλαδή του ετέρου πτηνού που κατοικεί στη Μύκονο).
  • Μεγάλος κύκλος γνωριμιών με περσόνες διεθνούς φήμης (Έφη Θώδη, Βέρα Λάμπρου, Ελένη Λουκά, Ελεονόρα Μελέτη κ.ο.κ) που ασκούν και συναφές επάγγελμα: ακαθόριστο. Οπότε υμνούν ο ένας τη «δουλειά» του άλλου.
  • Εξαιρετικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να νομίζει ότι είναι χρήσιμος στην ανθρωπότητα και χωρίς αυτόν θα έλθει η συντέλεια (παρεμπιπτόντως, στο μυαλό του η «συντέλεια» είναι η Άντζελα Δημητρίου ντυμένη σε αποχρώσεις Ροζ σηθρού).
  • Όταν βρεθεί πλησίον ατόμου με ίδια γνωρίσματα, συγχύζεται αλλάζοντας πολλαπλά χρώματα με επικρατέστερο το πράσινο (παρεμπιπτόντως, το κανονικό του χρώμα είναι το σκατουλί του σολάριουμ).

Επικρατέστερη μέθοδος αντιμετώπισης των εν λόγω ατόμων, είναι η πλήρης αποφυγή οιασδήποτε συναναστροφής του ιδίου ή του κοινωνικού του κύκλου. Επαφές, έστω και σε μικρές δόσεις, μπορούν να αποβούν μοιραίες, με μεγαλύτερη παρενέργεια την έντονη επιθυμία για οριστική μετακόμιση στη Μύκονο (Βόρεια).

γαβαλάκης

Το όνειρο κάθε γαβαλάκη,
είναι να γίνει Βουγιουκλάκη…

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον δόκιμο καρνάβαλο βλ. λ.χ. εδώ, εδώ και εδώ.

1.Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει κάποιον/αν που έχει στην εμφάνισή του μια εξτραβαγκάντζα, που ντύνεται προκλητικά, επιτηδευμένα σαν προσοχοπουτάνα, κάγκουρας ή καγκούρω, για να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του/της. Και που γενικότερα συμπεριφέρεται με τρόπο γελοίο. Βλ. και καρναβάλι, καρναβαλιστής.

Beyonce: Mε καυτό σορτσάκι και 12ποντο που πας στο σκάφος σαν καρνάβαλος;

Beyonce

Σαν καρνάβαλος εμφανίστηκε ο Ντάνι Άλβες στο Καμπ Νου. Θέμα συζήτησης έχει γίνει ο Βραζιλιάνος δεξιός μπακ της Μπαρτσελόνα, Ντάνι Άλβες με την ενδυμασία με την οποία επέλεξε να εμφανιστεί μετά το τέλος του αγώνα της ομάδας του με την Έλτσε στη μικτή ζώνη του Καμπ Νου. Ο ποδοσφαιριστής εμφανίστηκε φορώντας ένα… πορτοκαλί σακάκι, καπέλο, στρογγυλά γυαλιά και ένα ζευγάρι sarouel σανδάλια. (Εδώ).

Ντάνι Άλβες

Και τα φρύδια και το πρόσωπο και τα χείλη κι ο λαιμός της με μυστρί μπογιατισμένα, σαν σουβάς, όπως και τώρα, κι έμοιαζε καρνάβαλος μεθύστακας. (Από διήγημα του Χάρη Μεττή).

2.Ειδικότερα χρησιμοποιείται για γκέι, και κυρίως για τραβεστί και τρανσέξουαλ, που έχουν ένα αλμοδοβαρικό ζενεσεκουά. Σύγκρινε με: επιτάφιος.

Φοβερος καρναβαλος η Χαρά η τρανς αλλα μυριζει φολα (Από μπουρδελοσάη)

Καρνάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή λεβεντόπουστα. Μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω.

1.Γκέι που είναι λεβέντης, ευσταλής και νταβραντισμένος.

2.Γκέι που εκτός του ότι είναι πούστης, είναι επιπλέον και λεβεντομαλάκας λεβεντοτσολιάς. Συνδυάζει δηλαδή τα χειρότερα από διαφορετικούς χειρότερους κόσμους.

3.Βρισιά για κάποιον που το παίζει λεβέντης, ενώ συμπεριφέρεται πούστικα.

4.Ίσως να θίγει και περιπτώσεις που κάποιος είναι too handsome to be straight. Δηλαδή προβληματιζόμαστε με το ότι κάποιος είναι υπερβολικά λεβέντης και διερωτόμαστε πώς τον πίνει τον καφέ.

Προφ, η έκφραση παίζει με τα σεξιστικά στερεότυπα του λεβέντη άντρα εναντίον μη λεβέντη γκέι, τα οποία εξάλλου διαψεύδονται στην πραγματικότητα. Όπως παίζει επίσης και με μια διαδεδομένη σημασία του λεβέντη, που, όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο, είναι ο μαλάκας. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το ότι τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη, τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι κι αυτό είναι ότι τον θέλουν και λεβέντη και τρέντι, λεβεντόπουστα λαμπερσέξουαλ δηλαδή.

1.-παοκ θρησκεια ομοφυλοφιλια τιμη και δοξα στη λούγκρα το Γκαρσια
-Ναί φίλε ναί... στείλε οπτικές αποδείξεις ότι ο Πάμπλο είναι γκέι και τότε τα ξαναλέμε...ως τότε καμάρωνε τα 2 σουπεράκια και την λεβεντόπουστα του παλέ. (Εδώ).

2.-Καλώς το λεβεντόπουστα! (Εγκάρδια υποδοχή μαγαζάτορα σε μεταφορέα, Αμπελόκηποι). (Εδώ ενδιαφέροντα ακουστικά στιγμιότυπα).

3.-γεμίσαμε παλιοπούστηδες, καραπουσταριά και πουστάρες. Είναι τελείως αληθές ότι με τους νέους νόμους πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια; είμαι τώρα και εγώ ένας κοινός εγκληματίας; -ΝΑΙ ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΠΟΥ ΝΤΡΟΠΙΑΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ Κ ΤΟΥΣ ΛΕΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ. ΤΕΤΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΤΙΚΕΣ. ΝΑ ΛΕΣ ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ ΤΡΥΠΙΟΚΑΡΥΔΕ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ? (Σχολιασμός των νόμων περί εχθροπαθείας από φωνακλάδες εδώ).

4.-Άντρακλας. Σπαρτιάτης. Να σε χαίρεται η μάνα σου τσόγλανε.
-ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ.....ΝΑ ΣΕ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ ΠΑΛΙΟ ΠΟΥΤΑΝΑ!!!!!!!!!!!! (Σχολιασμός για ματατζή που χτυπάει κοπέλα, από σόσιαλ μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλογυμνασμένος, άρτι αποτριχωθείς κι ετοιμογαμητέος ομοφυλόφιλος του Γκαζίου.

- Δεν το πιστεύω μωρή, μούνα έγινες! Palestra;
- Holmes αγάπη! Πήγαν τη συνδρομή στα 50 ευρώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified