Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μολονότι κοντινό ως προς το μάγκικο ύφος και ήθος με τα τελέρε ...; δεμελέρε, το τιθέρε; (από το «τι θες ρε;») διαφέρει ως προς το εκφραζόμενο συναίσθημα και τη διάθεση του χρήστη: εκφράζει βιασύνη, ένταση και τσαμπουκά μάλλον, παρά νωχελιμοσύνη, χαλάρωση και οικειότητα.
Από την άλλη, και το «τιθέρε», με τη συντομία του, ενέχει την πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό η διατάραξη, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι η ομαλότητα της νωχελίμοσύνης και αδράνειας.
Λέγεται βέβαια και σε γνήσιους τσαμπουκάδες.
Η προφορά στην πρώτη συλλαβή παίζει, άλλοτε «τι» και άλλοτε «τε».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.
Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.
Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.
Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.
«Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».
Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».
(Από διάφορες φοράδες.)
βλ. και σκύψε ευλογημένη
Got a better definition? Add it!
Παίζει ευρύτατα ως (λανθασμένη) κλητική του «φίλος», αντί για το «φίλε», με αρνητική τε και θετική σημασία.
Επ, τι έγινε φίλος;
Βλ. και φίλο
Got a better definition? Add it!
Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.
Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.
Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.
Αποπάνογλου, Αμπαλίνιο, Απιθανόπουλος, Ατσιπόπουλος, Βαλσαμίδης, Γαμωσταυρίδης, Δεμπαίζογλου, Δεντηβρίσκοβιτς, Ελληνοπλουτίδης, Ζεμανφουτίδης, Κακομοίρογλου, Κατεστραμμενίδης, Κορδομενίδης, Κωλοπρεπούσης, Μαλάκοβιτς, Μαλακοπιτουρίδης, Μαστακουνάκης, Μπακλαβατζίογλου, Ξαπλόπουλος, Ξυσαρχίδογλου, οικογένεια Τσιλιμπιλικάκη, Παμπλουτίδης, Παπάροβιτς, Πονηρίδης, Πουλόπουλος, Πρηξοπουλίδης, Σκορδομπούτσογλου, Τάδε Ταδόπουλος, Ταπαίρνογλου, Τηγκανόπουλος ή Τιγκανόπουλος, Τσουλίδου, Χαμαλιάν, Χατζηκωλάρα, Χατζηπούτσογλου
Επίσης:
Γκαβαδίας, σπρώξoβιτς, Σταρχιμήδης, Τομπούλογλου, Τρεχαγυρευόπουλος
Got a better definition? Add it!
Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.
Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.
Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.
Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:
— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
— Κωλάρα η λόγκο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι μιλάνε όσοι βαριούνται να πουν ολόκληρες τις λέξεις. Ή για πλάκα. Δεν ξέρω τι ονομασία μπορεί να αποκτήσει αυτή η ιδιόλεκτος, πάντως είναι πολύ διαδεδομένη.
- Σού πω, δεν πα' να φέ' το κλεί' να φύ';
- Από' δεν πά' 'θενά.
- Και τι θα κά;
- Δεν ξε.
Βλ. και κομμέ
Got a better definition? Add it!
Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους (μονοσύλλαβο).
Το επίθημα υπάρχει βέβαια ανεξάρτητα από την αργκό στα ελληνικά, στις αργκό χρήσεις του όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικό, και χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά ή μάγκικα, ή και για να εξελληνίσει αδόκιμους ξενικούς τύπους.
Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.
αϊποντιά, αλβανιά, ανετιά, απαλεψιά, αρχιδιά, βυντριά, γερμανιά, γκλαμουριά, δηθενιά, ζαμπουνιά, ζαρχιδιά, καγκουριά, καμενιά, καρκινιά, κλειδιά, κουγιά, κοψοφλεβιά, λινκιά, μαλαγανιά, μαλεζανιά, ματζιριά, ματριξιά, ματσαραγκιά, ματσακονιά, μεϊντενιά, μινιμαλιά, μισοχυσιά, μοντιφιά, ντεμεκιά, ντιζαϊνιά, οριτζιναλιά, παλτουδιά, παπαριές, παρισχιλτονιά, πηδιά, ποζεριά, προχωρημενιά, σκαϊπιά, σκρουτζιές, σλανγκιά, σπλατεριά, σποϊλεριά, ταλιμπανιά, ταρζανιά, τατιανιά, τουματσιά, τρανσιά, τρασιά, τρολιά, τσιγαριά, φιδιά, φλασιά, φραπεδιά, φυτιλιά, χαριτωμενιά, χτιστιά, ψαγμενιά, ψυγκιές, ψωλιά.
Βλ. επίσης γαμοσλανγκοτέτοια.
Got a better definition? Add it!
Επιθετοποιό επίθημα (τι λε' ρε παιδί μου...). Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση ή να σατιρίσει κάποια λέξη, κατά το σχήμα <θέμα ουσιαστικού> -ένιος + <ουσιαστικό>. Συνήθως σε απάντηση, δηλώνοντας ειρωνεία ή εκνευρισμό σε αφελή ερώτηση (πάλι κατά το προηγούμενο σχήμα).
Την ίδια λειτουργία μπορούν να επιτελέσουν και άλλα παρόμοια επιθήματα που παράγουν επίθετα: -ίσιος, -ειδής
- Σούλα, φέρε μου το στραβοκατσάβιδο απο την αποθήκη, σβέλτα.
- Ποιο στραβοκατσάβιδο;
- Τί ποιο στραβοκατσάβιδο ρε Σούλα; Το στραβοκατσαβιδένιο!... Σάμπως έχουμε και πολλά; Άιντε ξύπνα και τράβα φέρ' το, βιάζομαι.
- Έλα, ξύπνα, μεσημέριασε.
- Μμμ;...
- Μεσημέριασε λέω, ξύπνα, σήκω. Έχει κι' έναν ήλιο σήμερα...
- Ήλιο; Τί ήλιο;
- Ήλιο ηλιένιο. Μα καλά, τί έπινες τελοσπάντων χθές;
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».
– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified