Further tags

Το λήμμα αυτό αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των συνηθισμένων αργκό ή απλώς καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις χαιρετισμού, πχ τηλεφώνημα, συνάντηση στον δρόμο, κλπ.

Θα χρειαστεί η συνεισφορά σας οπωσδήποτε, όπως έγινε και σε άλλα λήμματα (πχ γαμοσλανγκοτέτοια (= σλανγκογραμματική), πούστης κλπ).

disclaimer: είμαι εντελώς τελείως άσχετη από χεσεμές καθότι δεν το 'χω, επιπλέον δεν τσατάρω, οπότε όλα τα καλωσορίσματα κλπ μέσω κινητού ή τσατ δεν τα ξέρω, άρα προσθέτετε αβέρτα στα σχόλια, και μετά θα τα χώνω μες το λήμμα.

α. χαιρετισμός
Έλα...
Πώς πάει; / Πώς πάμε;
Τι κάνεις;
Τι γίνεται; / Τι έγινε;
Τι νέα; / Κανα νέο; / Τα νέα σου
Κομόν σαβά;
Όλα καλά;
Γερός, δυνατός;
Τι φκιάνζ;
Τι κάμνεις;
Τι κλάνεις;
Τι λέει;
Πού 'σαι;
Πού 'τσαι;
Πούτσουνα;
Μάκια μάκια όπα όπα
Καυλώστονα!
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο (που κάνουν σαν καμπαναριό)
Καυλημέρα / καυλησπέρα

β. απάντηση
Άς τα λέμε
(Να,) Εδώ
(Όλα) Καλά / καλάααα...
Καλά μωρέ
Κυριλέ
Τα γίδια
Τσουλάει
Ήσυχα
Γενικά / γενικώς Νταξ μωρέ
Όλα παλιά
Ζω
Χαλαρά
Μια χαρά χαράδρα

γ. η συνέχεια
δεμελές
δεμελέρε
τι άλλα (νέα);

δ. κλείσιμο
Αυτά μωρέ
Καλά τότε
Μιλάμε
τα λέμε
τα λέμε λέιζερ
τα λέμελε
τα μελέ μελομακάρονα
μάλιστα
γεια χαράδρα
καβληνύχτα

ε. συνδυασμός
- Έλα, πώς πάει, τι γίνεται, όλα καλά; - Καλά μωρέ, εδώ, τσουλάει.
- Δεμελές, τι άλλα νέα;
- Τίποτα μωρέ, ήσυχα.
- Καλά, τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικό πληθυντικού από απόλυτο αριθμητικό δεκάδας (δέκα, είκοσι, τριάντα...) και το οποίο δηλώνει την αντίστοιχη δεκαετία: τα δέκαζ (η δεκαετία του '10), τα είκοσιζ (η δεκαετία του '20), τα τριάνταζ (η δεκαετία του '30) και λοιπά. Από την αντίστοιχη αγγλική κατάληξη -ies/-s.

Τρελή νεόκοπη αμερικανιά, που είχα την αφελή εντύπωση ότι ανήκε στην ιδιόλεκτο εδώδιμων χρηστών, αλλά είπα σήμερα να γκουγκλάρω σχετικά και είδα το φως. Να σημειωθεί ότι ο εξελληνισμός αυτός των τενζ, τουέντιζ, θέρτιζ και τα λοιπά, επεκτείνεται καί στα νότιζ (naughties), αν και ανώμαλα, με το επίθημα (δες τελευταίο παράδειγμα): ούτε μηδέναζ ούτε κουλούραζ βρήκα στο διαδίκτυο –που δεν αποκλείει καθόλου φυσικά να λέγονται στους δρόμους, ας μιλήσουν οι μάρτυρες.

  1. — Πως φανταζεστε το μελλον της μεταλ-ροκ και ολων των παρακλαδιων τους, στα 10s;
    — Στα δέκαζ δε θα υπάρχει πια μέταλ!
    (από το ρόκιν τζι αρ)

  2. Οι αφίσες που υπάρχουν στα λευκώματα του πρώιμου σοβιετικού σινεμά και που καλύπτουν όλη την εποχή μέχρι τα τέλη των είκοσιζ δεν ήταν αφαιρετικές; Επειδή δηλαδή περιείχαν και το στοιχείο της φωτογραφίας ήταν δηλαδή νατουραλιστικές; (από το ντι άι γουάι μιούζικ οργκ)

  3. To saksofwno epishs eixe molynei th tzonta sta ogdontaz. (σ.ς.: δες και γαμοτζάζ). Ekei pou to sklhro phgaine na ginei poiotiko nasou o typos me th karamouza,aloimenos me vitam ap th xaith ws ta nyxia kai meta epefte h panselhnos,ligos dialogos kai ante mish wra gia na ksanadeis kana vyzo. (σχόλιο σε ιστολόι)

  4. Κάτω τα χέρια απ το μικρό σπίτι στο λιβάδι των ενδόξων 70's (εβδομήνταζ, που λέει και κάποιος φίλος). (από το μιούζικ χέβεν τζι αρ)

  5. Έκλεισες με υπέροχο τρόπο τη δεκαετία των μηδένς!!!... (από φωτοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάδος (παρακλάδι) της ελληνικής γραμματικής. Όσοι έχουν σπουδάσει ελληνικιά γραμματικιά τείνουν να αλλάζουν τις καταλήξεις των λέξεων, με τρόπο εσφαλμένο για όσους γνωρίζουν μόνο ελληνική γραμματική.

Για παράδειγμα, η κατάληξη της ελληνικής γραμματικής των θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων , στην ελληνικιά γραμματικιά τείνει να γίνεται -ιά.

Επίσης, στην ελληνικιά γραμματικιά εντάσσεται και τροπή των καταλήξεων -αι (α, β, γ πρόσωπο ενικού και γ πρόσωπο πληθυντικού) σε και (α και β πρόσωπο πληθυντικού) σε -αι.

Αυτά και άλλα πολλά παραδείγματα χρήσης της ελληνικιάς γραμματικιάς μπορούμε να αριθμήσουμε. Ας σημειωθεί ο δημιουργός της ελληνικιάς γραμματικιάς, κος Μπουμπουνιώτης.

  1. σπαστική - σπαστικιά
    εκνευριστική - εκνευριστικιά

  2. εσύ κοιμάσαι - εσύ κοιμάσε
    εσείς κοιμάστε - εσείς κοιμάσται

  3. — Είσαι πολύ σπαστικιά!
    — Βλέπω την ελληνικιά γραμματικιά καλά τη δουλεύεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.

Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).

Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).

  1. — Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
    Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
    Τσάκω... μια πράσινη!!!
    (από το μπίαρ τζι αρ)

  2. [...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)

  3. Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)

  4. ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
    ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόριο της αργκό και διαλέκτων της ελληνικής, που προτάσσεται σε ρήμα: α το κάνουμε, α σου δείξω εγώ, α δε ξέρεις μή μιλάς. Προέρχεται είτε από το θα ή το να, είτε από τον σύνδεσμο αν.

Ειδικά για την περίπτωση των θα/να

Στην εδραίωση του α στον προφορικό λόγο (σπάνια να το αναγνωρίσει ή να το σεβαστεί κανείς σε κείμενο) συνέβαλε φαίνεται δραστικά η πολύ συχνή σημασιολογική ταύτιση των θα και να, ωστε ενδεχόμενη αμφισημία του (τί δηλώνεται, μέλλοντας χρόνος ή υποτακτική έγκλιση;) να αποκλείεται:

— Τί θα κάνουμε τελικά αγάπη μου; Θα πάμε το βράδυ επίσκεψη στους Πρηξοβιολάκηδες;
— Α πάμε, ξέρωγω;...

Αυτός είναι και ο λόγος που σηκώνει, απ' ότι καταλαβαίνω, να το θεωρούμε αυτούσιο μόριο, διαφορετικό από τα άλλα δύο, αλλά και ισότιμο μ' αυτά.

Παραπέρα, χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου η διάκριση μπορεί να κουβαλάει πληροφορία, οπότε το μπαλάκι πάει στα συμφραζόμενα. Για το θα:

— Άσ' τα, καήκαμε! Μπαγλάρωσαν τον Μήτσουλα χθές το βράδυ και τον είχαν στην ανάκριση μέχρι το πρωί.
— Μας έχει καρφώσει λές;
Στάνταρ...
— Πό πό... Και τώρα τί α κάνουμε;

Και για το να:

— Σοβαρά ρε ταλαίπωρε; Η Φώφη πηδήχτηκε με τον Φίφη;...
— Ναί φίλε μου, ναί. Κι' άς την κυνηγούσα επι μήνες. Τί α κάνουμε; Άμα ο άλλος έχει λεφτά πώς να του παραβγείς;...

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για απλό αλλόμορφο του θα ή του να, και για σαφήνεια θα μπορούσε κανείς να το γράφει με απόστροφο: .

Ετυμολογικό σχόλιο

Είναι ενδιαφέρον οτι ο τύπος α ενώνει τους τύπους θα και να, τη στιγμή που έχουν ήδη πολύ στενή ετυμολογική σχέση: σε τυπικά λεξικά βρίσκουμε οτι το μεν προέρχεται από το θέλω ίνα και το δε βέβαια από το ίνα (άσχετο, αλλά συγκρίνετε και με την ετυμολογία του δεικτικού μόριου νά). Είναι λοιπόν πιθανό η τάση αντικατάστασης των θα και να από τον τύπο α να επικρατήσει κάποτε γενικά, και να κλείσει έτσι ένας μακρύς ετυμολογικός κύκλος.

Από την άλλη, ένα τέτοιο σενάριο σκοντάφτει ίσως στην περίπτωση σύνταξης με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν: λέμε πιο εύκολα α πάω αντί για θα πάω, παρά α ανέβω αντί για θα ανέβω (όπου προτιμάμε την έκθλιψη, θ' ανέβω).

Ευτυχώς που δεν θα πεθάνουμε ποτέ βασικά, και έτσι θα δούμε τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον γι' αυτές τις λεξούλες, που όπου και α κοιτάξεις α τις δεις (τις γλυκές μου!...).

Σημείωση

Το ζήτημα αυτού του λήμματος –που είχα για μήνες στο πρόχειρο και το έφτιαχνα σιγά-σιγά (απομέσα προς τα έξω, που έλεγε κι' ο Γιάννης Νάστας για το στούντιό του μιά ζωή κι' ας έμενε όλο το ίδιο)– το έχει πιάσει πολύ όμορφα και ο εαυτομίσητος: παράλειψη των να και θα.

Παρόλα 'φτά (προσοχή στις απομιμήσεις!), είπα τελικά να τ' ανεβάσω κι' εγώ, μιά και το πιάνω κάπως διαφορετικά, κι' ελπίζω οτι αξίζει τον κόπο. Τα λήμματα άς διαβαστούν συμπληρωματικά.

Από το να/θα:

  • Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ [...] 'α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω... Κι ήβρα και πού 'α πάγω... 'Α πάγω στην Αραπιά και παράδες 'α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω. (από χιώτικη αφήγηση, εδώ)

  • Ναι ρε, δεν θά 'χω άλλη δουλειά α κάμω στην Ικαριά, α ψάχνω α βρω ιντερνετ.. ή θαρρείς πως έχω laptop k α το πάρω μαζί μου... (από φόρουμ)

Από το αν:

  • Χαρές δεν είδα στη ζωή / Μοίρα πολύ μεγάλες / κι α φύγω ήντα άλλαξε / σα δε μπατήξω κι άλλες ; (κρητική μαντινάδα, από εδώ)

  • Λίγο ακόμα και να πιαστούνε απ' τα μαλλιά, να μαδήσει η μιά την άλλη. Μα δέν πιαστήκανε. Τα φανάρια είχανε πιά σβήσει, και οι δρόμοι ήτανε σκοτεινοί και έρημοι· και δέν κτυπιέται κανείς ένεκα το φιλότιμο ά δεν είναι κι' άλλοι νοματαίοι μπροστά. (Π. Πικρός, «Σά θα γίνουμε άνθρωποι»)

  • Δέν μπορείς να κυριαρχείς άλλων α δέν κυριαρχήσεις πρώτα τον εαυτό σου. (Σ. Δούκας, «Εις εαυτόν», Φιλιππότης-Ερίννη 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση αόριστου ή παρακείμενου χρόνου ως μέλλοντα, που εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα ή συμφωνία του ομιλητή για κάτι που αναμένεται ή προτάθηκε να γίνει. Για έμφαση συντάσσεται και με τα χρονικά ήδη, κιόλας.

Προέρχεται φαίνεται από το υποθετικό σχήμα «πες/θεώρησε ότι (αυτό που ειπώθηκε) έγινε/έχει γίνει», με αποκοπή του κύριου μέρους για λόγους συντομίας.

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά αργκοτικό, ούτε και καινούργιο (βλέπε πρώτο παράδειγμα), αλλά στην αργκό χρησιμοποιείται πολύ πιο γενικευμένα.

  1. Όπως είπαμε, φεύγω εγώ πρώτος κι' ακολουθείς στα πέντε μέτρα, εντάξει;
    Έγινε.

  2. — Κατα τί ώρα θά 'ρθετε λέτε;
    Φύγαμε κιόλας ρέ σε ένα τεταρτάκι θά 'μαστε κεί.

  3. — Πάμ' τα πιούμε το βραδάκι;
    Έχουμε ήδη πάει κι' έχουμε γίνει και ντίρλα μή σου πώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου χρησιμοποιείται εκτενώς για να θολώσει τα νερά στους τυχόν αδιάκριτους ακροατές μιας κουβέντας μεταξύ δυο ατόμων.

Αντί ο ομιλών να αναφέρεται στα πεπραγμένα του στο πρώτο ενικό ως είθισται, αναφέρεται σε δεύτερο ενικό, ώστε να μην καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται γι' αυτόν.

Εάν και ο συνομιλητής χρησιμοποιεί την ίδια «διάλεκτο», τότε στις αποκρίσεις του που αφορούν το συνομιλητή του μπορεί να χρησιμοποιεί πρώτο ενικό αντί για δεύτερο (πήγαινε κατευθείαν στο παράδειγμα αν κουράστηκες ή μπερδεύτηκες).

Εάν πάλι ο συνομιλητής δεν είναι μυημένος σε αυτή τη μέθοδο, υπάρχει κίνδυνος ασυνεννοησίας μέχρι παρεξηγήσεως.

Παρότι εκ πρώτης όψεως τα άτομα που το χρησιμοποιούν εκτενώς φαίνεται να πάσχουν από διατάραξη προσωπικότητας (ας το κον-φιρμάρει κανένας ψυχολόγος), είναι μια εύκολη, εθιστική και αποτελεσματική μέθοδος να μπερδεύεις τους γύρω σου για τα τι και πώς.

  1. — Πας λοιπόν να πάρεις τη Μαρία και εκεί που παρκάρεις, θυμάσαι ότι δεν πήρες καπότες μαζί.
    — Ωωω ρε μαλάκα, και τι έκανα;
    — Δεν προλάβαινες να πας περίπτερο γιατί κατέβαινε ήδη, οπότε της τονε φερμάρισες έτσι ξερά.

  2. — Το βράδυ ποιος θα είμαι;
    — Λες να μαζευτείς σπίτι να παίξεις scene it, ψήνομαι να σκάσω;
    — Ναι, θα το σκάσεις, δεν έχεις λόγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (π.χ. Ήπειρο, Αρκαδία κ.α.), οι καταλήξεις (είτε ρημάτων, είτε ουσιαστικών) -άσεις, -ήσεις, -ίσεις, -ώσεις προφέρονται με σίγηση του -σ- και μετατροπή του τελικού -ς σε -ζ, λίγο παχύ, από άτομα μεγάλης ηλικίας. Σπάνιο σε νέους, αλλά άμα ακούσετε καναν τέτοιονα, πάρ' τε το μπούλο γιατί θα 'ναι πολύ γύφτουλας.

- Τι βλέπεις παππού;
- Τι να βλέπω; Ειδήειζ βλέπω, παιδάκι μου, ειδήειζ.
- Έγινε τίποτα το σοβαρό;
- Τι να γένει; Όλο παρελάειζ, δηλώειζ, καταπατήειζ... Α, όταν γυρίειζ, φέρε μου ένα πακέτο «Σέρτικα Λαμίας». Και βάλε το παλτό σου μην κρυώειζ. Α, και φόρα καπότα άμα πας να γαμήειζ!

Πρβλ και να βοηθή'εις, αύξη, ζγκατάψυξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλαιοί κουτσαβάκηδες συχνά χρησιμοποιούσαν όπως όπως και λανθασμένα αρχαιοπρεπείς και λόγιες εκφράσεις και λέξεις στο λόγο τους. Έτσι οι λέξεις αυτές αποκτούσαν μια καινούργια δυναμική και ποιητική.

Βλ. και λήμματα στυλιανοπούλου, αντιλαβού, καταλαβού.

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ανήκει βέβαια στην κουτσαβάκικη αργκό, είναι πολύ μεταγενέστερο. Αποτελεί όμως κατάλοιπο ή και συνέχεια αυτής της μεθόδου της αργκό και της πιάτσας, να εκφέρονται δηλαδή με τρόπο αρχαιοπρεπή κάποιες λέξεις.

Mου κάνει για ανύπαρκτος αόριστος β΄, τάχαμου εις την αρχαία ελληνικήν, του δόκιμου ρήματος μαγκεύω (βλ. και ξετσουτσουνεύω).

Λέγεται ειρωνικά σε κάποιον ή για κάποιον που το παίζει [μάγκας]. Εννοούμε δηλαδή να κάτσει στ' αυγά του και να μην κομπάζει, αφού δεν το 'χει γενικώς. Εναλλακτικά, άραξε στα κυβικά σου.

Ο συνηθέστερος τύπος είναι του 1ου πληθυντικού, παρόλο που συνήθως λέγεται για ένα άτομο, βλ. παράδειγμα 1 και 2 αλλά ευρίσκεται και σε άλλες πτώσεις, βλ. παράδειγμα 3.

Όποιος ξέρει πώς κλίνεται το ρήμα στον προπερσυντέλικο, να σηκώσει το χέρι του και θα κερδίσει μια γραμματική του Τζάρτζανου.

  1. - Ε και τι πειράζει που δεν έχουμε ξανακάνει δουλειά με νυχτερινά κέντρα. Θα μπούμε στο κόλπο με φόρα και θα τους πάρουμε και τα σώβρακα.

- Ώπα, εμαγκεψάμεν ρε χτεσινέ;

  1. - Εμαγκεψάμεν και ο Παντελής και θέλει να πλακώσει τον Θωμά γιατί λέει του πήδηξε τη γκόμενα. Πού πα ρε Καραμήτρο, ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, μιλάμε θα του αργάσει το τομάρι ο μπήχτης ο Θωμάς.

  2. - Και ποιος είσαι εσύ ρε φιλαράκι που κανονίζεις meeting χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης;;; Εεεε;;; Εμαγκεψάμην και αποφασίζουμε και διατάσσουμε;;; Εεεε;; Το βράδυ που θα σε δω από κοντά θα σε κάνω ρεμπέτη... Άρχισε να αφήνεις μουστάκι λέμε...

(φόρουμ στο νέτι από http://www.zortal.gr/modules/newbb/viewtopic.php?post_id=58659).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified