Χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη την ερωτική πόλη που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά με τον φραπέ ως απαραίτητο εξάρτημα.

H Θεσσαλονίκη μας, μετά τον τίτλο της Φραπεδομάνας, της Mπουζουκαρούς, της Παπαγεωργούπολης και του Ψωμιαδοχωρίου, έχει τη χρυσή ευκαιρία σε λίγες μέρες να στεφθεί τροπαιούχα και να κερδίσει τον τίτλο της Γαυροσκοτώστρας μέσω του Αρεως. Aυτό είναι το νέο όραμα της πόλης, εφόσον εις τον ορίζοντα δεν διαφαίνεται καμία Expo και καμία Oλυμπιάδα. http://stavrochoros.pblogs.gr/tags/thessaloniki-gr.html

Got a better definition? Add it!

Published

Σφαλιάρα, χαστούκι, μπάτσα.

- Ρε σεις τι θα γίνει πάλι μ'αυτό το παλτό που σέρνεται?
- Χθεσινοβραδυνός είναι πάλι ρε...
- 'Αμα τον πετύχω έξω κάνα βράδυ θα τον αρχίσω στα κιουστράπια να στρώσει, ξερωγώ.

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση χρησιμοποιούμενη απο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ κατά κύριο λόγο και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων όταν πονάνε τα μυαλά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified