Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.

Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση

'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, χρησιμοποιείται ως εικονοποιία για να αισθητοποιήσει την περίφημη «θεωρία των δύο άκρων», δηλαδή την αντίληψη ότι τα δύο πολιτικά άκρα, ήτοι αφενός η Ακροδεξιά και αφεδύο η Αριστερά, συναντώνται, τρέφουν ή και προκαλούν το ένα το άλλο και μοιράζονται κοινά στοιχεία, όπως λ.χ. η βία, ο ολοκληρωτισμός ή, έστω, ο αυταρχισμός, ο κρατισμός, ο αντισημιτισμός κ.ά.

Το ντίσκουρς αυτό του πετάλου χαρακτηρίζει κυρίως τους νεοφιλελέδες, που προβάλλουν τον φιλελευθερισμό ως τη λύση απέναντι στα συγγενή κακά της Ακροδεξιάς και της Αριστεράς, αλλά μπορεί να βρεθεί και μεταξύ απλών δεξιούληδων, μικροαστούληδων και κεντρώων.

Μια κλασική μορφή που παίρνει είναι η σύγκριση του χιτλερισμού με τον σταλινισμό και μια ορισμένη αγανάχτηση γιατί ο Στάλιν δεν καταδικάζεται εξίσου όσο ο Χίτλερ στην συνείδηση της Ιστορίας. Επίσης, η θεωρία του πετάλου είναι πολύ της μοδός στην Ελλάδα της κρίσης, όπου θεωρείται ότι η άνοδος της Αριστεράς είναι υπεύθυνη για την άνοδο της Χρυσής Αυγής ως αντιαριστερή αντίδραση, ή ότι μια ορισμένη περιφρόνηση της Αριστεράς προς τους θεσμούς και τη νομιμότητα προς την μεταπολίτευση εξέθρεψε ανάλογα φαινόμενα από την Ακροδεξιά.

Η επιμονή βεβαίως πολλών ας πούμε «συστημικών» αρθρογράφων που έχουν κάνει την θεωρία του πετάλου εργόχειρο και οι σχετικές υπερβολές, δημιουργούν εύλογες αντιδράσεις στον αριστερό κυρίως χώρο, όπου το αντίστοιχο ντίσκουρς είναι ότι ο ακροδεξιός και δη ο φασίστας είναι το μαντρόσκυλο του καπιταλιστή που βγαίνει να γαβγίσει ή και να κατισχύσει σε μία δύσκολη για τον καπιταλισμό περίοδο, και μετά αφήνει και πάλι τους φιλελέδες όταν πλέον έχει ολοκληρώσει την δουλειά του. Οπότε η Ακροδεξιά παρουσιάζεται ως ένα εργαλείο του καπιταλισμού ή ακόμη και ως μια άλλη όψη του φιλελευθερισμού.

Προφ. η μεταφορά βασίζεται στο ότι στο πέταλο, τα δύο άκρα του είναι πολύ κοντά.

Η ελληνική άκρα αριστερά (κομμουνιστική και αναρχοειδής) ευθύνεται, σε μεγάλο βαθμό, για την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς και των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων. [...] Ο ΣΥΡΙΖΑ και η άκρα αριστερά απορρίπτει, ως «απλοϊκή» και ανιστόρητη (look who’s talking!) τη θεωρία του πετάλου –κατά την οποία η άκρα αριστερά συναντιέται με την άκρα δεξιά. Κι όμως, το πολιτικό φάσμα δεν είναι γραμμικό· είναι, θα λέγαμε, πολυδιάστατο. Τα δύο άκρα μοιράζονται τον αυταρχισμό και τον κρατισμό, περιφρονούν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και περιορίζουν την ελευθερία του λόγου στην ελευθερία του δικού τους λόγου. Σε πολλές περιπτώσεις μοιράζονται ακόμα και τον αντισημιτισμό αν και, πράγματι, με διαφορετικά επιχειρήματα. («Περί της θεωρίας του πετάλου» της Σώτης Τριανταφύλλου εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους και χωρίς καμπυλώσεις του εδάφους (φλάτ που λέμε).

Αντίθετο: Δρόμοι της Κούλουρης.

Κλασσικά παραδείγματα τέτοιου είδους μπακλαβαδωτού σχεδιασμού στην Ελλάδα, είναι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου των Πατρών (Κάτω πόλη), που σχεδιάσθηκαν έτσι απο τον αξιωματικό του Γαλλικού Μηχανικού Ιωάννη Βούλγαρη το 1829, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, της Θεσσαλονίκης (μετά την πυργκαγιά του 1917), του Βόλου (μετά τους σεισμούς του 1955) και του Μεσολογγίου, όπου τα σχεδόν πανομοιότυπα τετραγωνάκια μοιάζουν με κομμάτια μπακλαβά.

Το σχέδιο αυτό, είναι εξαιρετικά χρηστικό για τους κατοίκους και κυρίως για τους επισκέπτες, διότι ευχερώς μπορεί να λειτουργήσει τροχιόδρομος (π.χ. τραμ-τρόλεϊ), υπάρχει απόσταση μεταξύ των κτηρίων με αποτέλεσμα τα οικήματα να έχουν περισσότερο φυσικό φώς και αέρα και κυρίως πάντοτε είναι δυνατός ο προσανατολισμός (αλλά μπορεί να αποβεί και βαρετό ή κουραστικό μοτίβο για τον ίδιο λόγο).

Αντιθέτως, η καμπυλωτή γεωμορφολογία (βλ. Αθήνα), η τσαπατσούλικη οθωμανική δόμηση (βλ. Ηράκλειο) ή η αμυντική αρχιτεκτονική των νησιών (βλ. Κυκλάδες), φαίνεται να είναι πιο συναρπαστική εμπειρία, αφού συμμετέχει κι ο διαβάτης στο σχέδιο: Χάνεται, ταλαιπωρείται, βλαστημάει, αλλά και εκπλήσσεται, ανακαλύπτει, σκαρφαλώνει, κοιτάζει τη θέα απο ψηλά κλπ. Έπειτα, η ιδέα με τις πεζοδρομήσεις είναι ευκολότερα εφαρμόσιμη σε τέτοιες ρυμοτομίες π.χ. κάποιο απόμερο σοκάκι, που παρεμβάλλεται βουστροφηδόν μεταξύ δυο αρτηριών, γίνεται ένα όμορφο στέκι, τα δαιδαλώδη στενά ενός λόφου συνδέονται με γραφικά σκαλοπάτια κλπ.

Διαλέγετε και παίρνετε!

(Ο οδηγός):
- Πού μας είπε αυτός να στρίψουμε;
(Η συνοδηγός):
- Ξέρω ’γώ; Σε σένα μίλαγε...
(Ο οδηγός):
- Ωχ, αδιέξοδο! Πάλι κύκλο θα κάνω ρε πούστη μου!
(Η συνοδηγός):
- Κατάφερες να χαθείς εδώ βρε ζωντόβολο; Μπακλαβάς είν’ οι δρόμοι...

Στην αγαπημένη Βαρκελώνη, έχει και μπακλαβά έχει και σοκολάτα με τσούρος. Ναι, οκ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. (από Galadriel, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ακατέργαστου σχήματος, συνήθως μέλος σώματος κάποιου.

Ρε μαλάκα πώς είναι έτσι η γάμπα σου; Σα τσούμπα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως:

  1. Ο πρωκτός, ο δακτύλιος του πρωκτού. Βλ. του τρώω το κουλούρι.

  2. Το μηδενικό. Αυτοαναφορικώς, τα μηδέν άστρα σε λήμμα, τα οποία συνήθως δίνονται κακοπροαίρετα, εκτός κι αν τύχει το λήμμα να είναι ταυτόχρονα εξώφθαλμα μη σλανγκ και λάθος ορισμός.

Οπότε, κερνάω κουλούρι, σημαίνει και τα δύο παραπάνω, δηλ. είτε στήνω κώλο, είτε βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο». Αυτή η κάθε άλλο παρά τυχαία σύμπτωση, δίνει αφορμή στον Σλάνγκο για έναν εύκολο (αλλά καθ΄όλα θεμιτό σλανγκικώς) αστεϊσμό εις βάρος του κατωποντοδότη σου. Μπορεί να του πει «σ' ευχαριστώ που με κέρασες κουλούρι», που μπορεί να εκληφθεί και ως ύψιστη ανεξικακία, αλλά και ως υπονοούμενο ότι «έκατσες και σε γάμησα απ' τον κώλο», και σε κάθε περίπτωση, ότι ο κατωποντοδότης κουλουρατζής είναι μια πρωκτικάντζα.

Ο κατωποντοδότης κουλουρατζής έχει σλανγκισθεί από τον χρήστη Vrastaman και ως Κίμων Κουλούρης (σ.ς.: γλωσσικός μόνο ο συνειρμός;, αναρωτώμαι) και η αόρατη χειρ του ως «χειρ του Κίμωνος» κατά το Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η. Επίσης, για την επέλαση ορδών από κουλουρατζήδες μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η έκφραση γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια. Καθώς μάλιστα, κατά τον GATZMAN, τα κουλούρια είναι ένα νηστήσιμο έδεσμα που τρώγεται ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

  1. Από bourdela.tv:

Αποφασισμένος για κουλούρι καταθέτω το σεβαστό ποσό και διαβαίνω εις το στρόγγυλο κρεβάτι.Κάνω ένα τσιγαράκι, χαζεύω λίγο τσόντα (παρεμπιπτόντως, δεν έχω πετύχει ποτέ σε κάποιον εκ' των οίκων τσόντα με γνωστούς πρωταγωνιστές) και μπαίνει η καυλιάρα η οποία μου λέει πως μόλις έχει κάνει μπάνιο (στα θετικά αυτό).

  1. -Με κέρασε κουλούρι η καθηγήτρια!
    -Τυχεράκια!

  2. Πικραμένος Σλάνγκος που το ρίχνει στο χιούμορ:
    -Ρε παιδιά, ποιος από σας ήταν που με κέρασε κουλούρι; Πολύ μ' εξίταρε, να το ξανακάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες (ορθογώνιο, ισοσκελές, ανισοσκελές, σκαληνό κ.λπ.).

  2. Γλυκίσματα σε σχήμα τριγώνου, συνήθως σιροπιαστά. Τα πιο γνωστά και δημοφιλή είναι τα τρίγωνα Πανοράματος.

  3. Ο άνθρωπος έχει αχαλίνωτη φαντασία και, στο βωμό της ηδονής, την άφησε ελεύθερη να οργιάσει. Έτσι κατάφερε να κάνει πράξη και τις δύο αυτές σημασίες του τριγώνου, οργανώνοντας πάρτυ με ούζα τριών ατόμων, δημιουργώντας περιβάλλον με όλων των ειδών τα τρίγωνα και γλύκα περισσότερη αυτής των τριγώνων Πανοράματος. Τα σχήματα των τριγώνων δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν την όρεξη και, βάζοντας πάντα την φαντασία να οργιάζει, ο άνθρωπος κατάφερε να μετατρέπει το τρίγωνο σε τετράγωνο, πεντάγωνο κ.λπ., κατάφερε δηλ. να κάνει ένα απλό γεωμετρικό σχήμα σε πολυμορφικό.

Σημείωση: τα τρίγωνα Πανοράματος και γενικά τα γλυκά τριγωνικού σχήματος, κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα της οργάνωσης των πάρτυ με ούζα, αλλά κολλάνε ωραία...

Το βράδυ θα βγω με την Λίλιαν. Είσαι να μας κάνεις παρέα, να κάνουμε φροντιστήριο γεωμετρίας; Η Λίλιαν γουστάρει πολύ την πρακτική εξάσκηση στα τρίγωνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified