Selected tags

Further tags

  1. Σφυρίζω:
    α. αδιάφορα
    β. μάγκικα
    γ. ανυπόμονα
    δ. με υπονοούμενο.

  2. Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.

  3. Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.

  4. Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.

  5. Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.

  6. Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.

  7. Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.

Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.

Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.

  1. α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!) (από το νέτι)
    β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
    φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
    φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
    φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
    φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
    φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
    φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
    φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
    (από το νέτι)
    γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
    (από το νέτι)

  2. - Πώς πήγε το συνέδριο;
    - Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.

  3. είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
    (από το νέτι)

  4. Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
    (από το νέτι)

  5. Τραλαρό, τραλαρί… :)
    Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
    Φιρουλί, φιρουλά… :)
    Καλό Σαββατοκύριακο…

  6. Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανούσιες και πολλές κουβέντες.

Ένας άλλος τρόπος για να πεις στον συνομιλητή σου να σταματήσει να σου μιλάει γιατί σε έπρηξε.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με όσα μπούρου κρίνεται απαραίτητο από τον ομιλητή.

  1. Με άρχισε στα μπουρουμπούρου.

  2. - Μαλάκα πήγα εχτές στον δικό μας, πέτυχα το Μήτσο τον φλώρο και είχε δίπλα του έεεεενα μουνιιιιί! Αφού έπαθα πλάκα ρε σου λέω, είναι δυνατόν τέτοιο άτομο...
    - Μπουρουμπούρου...

  3. Με έβαλε κάτω και μπουρουμπουρουμπουρουμπουρουμπουρου δε σταμάταγεεεεεε!

βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες, μπίρι-μπίρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μικρό, συνήθως προσχεδιασμένο κειμενάκι, αποτελούμενο από μακροπερίοδους λόγους, που αποστηθίζεις για να το παίξεις μαγκίτης σε άλλους. Κατά βάση αυτά τα κείμενα δεν έχουν κανένα νόημα. Χρήση παρόμοια με το γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα.

Η παλιννόστηση της ανεπίβουλης στρουχτούρας, που εγγενώς παλινδρομεί, εξανδραποδίζοντας τις δισυπόστατες ανανεωτικές δομές, προβάλλει αναντίρρητες καταφατικές υπερβάσεις, που διαστρεβλώνουν την αταβιστική αναθεώρηση των διαπλεκόμενων επιγόνων του αναθεωρημένου εγώ.

Βλέπε και κονσέρβα, ξύλινη γλώσσα, ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόντρα παξιμάδι είναι, στην κυριολεξία, το «αντιπερικόχλιο», ενισχυτικό του περικοχλίου, βλ. παράδειγμα 1.

Στην σλανγκ είναι το παραγέμισμα μιας επιχειρηματολογίας με αποπροσανατολιστικές ή εκθαμβωτικές φλυαρίες που, φαινομενικά, την ενισχύουν, βλ. παράδειγμα 2.

Συνώνυμα: σούξου μούξου μανταλάκια, μπαρούφες κττ.

  1. Για να μην λασκάρει ένα περικόχλιο, ένας τρόπος είναι να βάζουμε και ένα δεύτερο περικόχλιο (το λεγόμενο κόντρα-παξιμάδι) που με την σύσφιγξη του ασφαλίζει την σύνδεση από πιθανή αποσύσφιξγη.
    (από το νέτι)

  2. ...και μου άρχισε τα «σ' αγαπώ», και «για σένα τό 'κανα», και σου, και μου, και κοντραπαξιμάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.

  2. Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.

  3. Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.

  4. Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.

  5. αεροκοπανίσματα

  6. αερολογίες
  7. αηδίες
  8. ακριτολογίες
  9. ακριτομυθίες
  10. αλαμπουρνέζικα
  11. αμερικλανιές
  12. ανοησίες
  13. αντίδια (Χ. Κλυνν)
  14. άρες, μάρες, κουκουνάρες
  15. αρλούμπες
  16. αρτίδια
  17. αρκίδια
  18. αρχιδέες
  19. αρχίδια
  20. αρχίδια καλαβρέζικα
  21. αρχίδια Μιραλέικα
  22. αρχιδιές
  23. αρχιδιές καμαρωτές
  24. ασυναρτησίες
  25. ατοπίες
  26. αφέλειες
  27. βαλακείες
  28. βατταρισμοί
  29. βερμπαλισμοί
  30. βλακείες
  31. βλακεύματα
  32. βουρλισιές (κερκυραϊκό)
  33. γελοιότητες
  34. γκαβά
  35. γκαβομάρες
  36. εγκεφαλοκλάνι
  37. εύκαιρα, τα (ποντιακό)
  38. ηλιθιότητες
  39. ζαντά, τα (ποντιακό)
  40. ζεβζεκιές
  41. ιστορίες για αγρίους
  42. ιστορίες με φίδια
  43. και τα ρέστα παγωτά
  44. καμενιές
  45. κασμέρια (κοζανίτικο)
  46. κασμιρλίκια
  47. κενολογίες
  48. κλαπαρχιδιές
  49. κλαπαρχιδέλες
  50. κογιοναρίες (επτανησιακό)
  51. κολοκύθια τούμπανα
  52. κολοκύθια με τη ρίγανη
  53. κοτσάνες
  54. κουζουλάδες
  55. κούκου
  56. κοντραπαξιμάδια
  57. κουκουρουκιά
  58. κουκουρούκου μανταλάκια
  59. κουλά
  60. κουραφέξαλα
  61. κουρλά (Κεφαλλονιά, κουρλός= τρελός)
  62. κουταμάρες
  63. κουτουράδες
  64. κουφά
  65. κουφαμάρες
  66. κρετινισμοί
  67. Λασκολογίες
  68. λαφαζανιές (κυπριακό)
  69. λήροι
  70. ληρωδίες
  71. λωλάδες (Θάσος)
  72. μαβλακείες
  73. μακακίες
  74. μαλακίες
  75. μαλακίες στο πάτερο
  76. μα-μου ιστορίες
  77. μαρσίρες
  78. μασάλια
  79. ματαιολογίες
  80. μερελιές (Πατρινό)
  81. μερεμέτια
  82. μιναριές(Πατρινό)
  83. μουρλάδες
  84. μούφες
  85. μπαγκατέλες
  86. μπαλαφάρες
  87. μπανταλά, τα
  88. μπαπατάτες
  89. μπαρμπούτσαλα ή μπουρμπούτσαλα
  90. μπαρούφες
  91. μπίρι-μπίρι
  92. μπλα μπλα
  93. μπαρτζολέτες
  94. μπούρδες
  95. μπουρδολογίες
  96. μπουρμπουλήθρες
  97. μπούρου-μπούρου μαλακίες
  98. μπόφκες
  99. μωρία
  100. μωρολογίες
  101. ξεροκεφαλιές
  102. ξουρίες του μπαρμπέρη
  103. ό,τι νά 'ναι
  104. παλαβάδες
  105. παλαλά, τα
  106. παπάντζες (αγρινιώτικο)
  107. παπατζιλίκια
  108. παπαραλήρημα
  109. παπαρδέλες
  110. παπαριά καμαρωτή
  111. παπάρες
  112. παπάρια μέντολες / μάντολες
  113. παπαριές
  114. παπαριές μανίτσα μου
  115. παπαρολογίες
  116. παπαρούπες
  117. παραλογισμοί
  118. παραμυθιάσματα
  119. παρλαπίπες
  120. πατάτες
  121. πέη πουά
  122. πελάρες (κυπριακό, λαλώ πελάρες)
  123. περικοκλάδες
  124. πίπες
  125. πίτσες μπλε
  126. πομφόλυγες
  127. πούτσες μάλλινες
  128. πούτσες μπλε
  129. πουτσίδια
  130. ρουβάδες
  131. σαχλαμάρες
  132. σαχλαμπούχλες
  133. σάχλες
  134. σαψαλίκια
  135. σεντίνες
  136. σερσεμιές
  137. σιουφίνες (γιαννιώτικο)
  138. σκουπίδια
  139. σούξου μούξου
  140. σούξου μούξου μανταλάκιακαι τα ρέστα καραμέλες
  141. σοφιστείες
  142. τούβλα
  143. τον πούτσο κλαίγανε
  144. τρίχες
  145. τρίχες κατσαρές
  146. τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες
  147. τσαμπουνίσματα
  148. τσουμτσούκια
  149. τσούτσες
  150. ύθλοι
  151. φαντασιοκοπήματα
  152. φληναφήματα
  153. φλήναφοι
  154. φούμαρα
  155. φούσκες
  156. χαζά
  157. χαζολογήματα
  158. χαζομάρες
  159. χειρηλασίες
  160. χοντράδες
  161. χοντροκοπιές
  162. ψευτιές

Σχετικά: 1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη

«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»

(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + ρήμα

Συμπληρώνοντας τον ορισμό της ironick, μια απλούστερη σύνταξη του αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα), επιρρηματική δλδ χρήση της λέξης που δηλώνει επίσης απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

Κρυφομοφυλοφιλικός όρος στο β' παράδειγμα;

  1. (τροποποίηση του της ironick)
    - Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
    - Αρχίδια έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
    - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
    - Καλά, αρχίδια βλέπεις.

  2. - Γαμάει;
    - Αρχίδια γαμάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοπαγής σλανγκ.

Εισαγωγή παντός καιρού, ή προϊδεάζει τον συνομιλητή ότι θα ακολουθήσει ευφάνταστη δικαιολογία, νεωτεριστικός ισχυρισμός ή απλά δράκος.

- Καλά ρε παπαράκι, δεν είπαμε ότι θα βρεθούμε στις έξι; Εφτά έχει πάει η ώρα!
- Δε φταίω εγώ, με σταματούν άνθρωποι του μόχθου και με πιάνουν στο μπούρου-μπούρου!

(από Khan, 17/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι μαλακίες λες, πού ακούστηκαν αυτά τα πράγματα -κλπ.

Υπονοείται: «σε ποιο μαγαζί τραγουδάς να έρθουμε να σε δούμε ρε μαλάκα, με αυτά που λες σπας ταμείο».

- Ρε είμαστε μεγάλοι ρε, δεν θα μας πει ο ξένος ότι πρέπει να μπούμε στο ΔΝΤ εμείς ρε, εμείς που μας έχουν προγόνους μέχρι και οι Ίνκας!
- Ποιοι Ίνκας ρε καμένε, πού τραγουδάς;
- Τι πού τραγουδάω, έτσι είναι, το είπε ο Χαρδαβέλας αφού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Εισαγωγή

Ω πόσες εκφράσεις υπάρχουσιν εν την ημετέρα γλώσσαν σχετικά με την έννοια της αποδοκιμασίας και αηδίας! Τοιαύτη φράση δηλεί την αποδοκιμασία σε χείριστο βαθμό, την μεγίστη αηδία λέγω!

Η ορολογία αυτή προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την αργκό των μαστόρων γυψοτεχνίας τε και επιχρήσματος (κοινώς γυψοσανιδάδες) , οι οποίοι αναφέρονται στον υαλλοβάμβακα ως «μαλλοβάμβακα» για λόγους αμεσότητος.

2. Ανάλυσις

Το πρώτο ουσιαστικό (τρίχαι) δηλεί αηδία εις μέτριον βαθμό, συγκρατημένο αποτροπιασμό. Ίσως αποτελλεί αναφορά και εκκίνηση των απανταχού θριχοφοβικών, αντικείμενο χρήζει περαιτέρω ερεύνης.

Εις παραθετικον επίπεδον συντάσσεται μετά του επιθέτου «κατσαρός» εις ένδειξης μέγιστης αηδίας τε και σιχαμάρας, λόγω του ότι αι σγουραί θρίχαι είναι εντονότεραι, χονδρότεραι και πλέον αηδιαστικαί. Απαντώνται δε και εις συγκεκριμένα μέρη του σώματος οπότε συνδυάζονται και με σχετικήν... ευωδίαν εις περίοδους απλυσίας, πράγμα που συμβάλει στον ζητούμενο ήτοι την επαύξηση της αηδίας.

Τέλος, ως επαύξηση της ήδη φρικώδους και αποτρόπαιας εικόνας προστίθεται η χρήση υαλλοβάμβακος, υλικό το οποίο προσομοιάζει της θριχός λόγω υφής και σκληρότητας. Αν αναχθεί εν τη σήμερον ημέραν, ο υαλλοβάμβακας επεκτείνει την έννοια των κατσαρών θριχών όπως τα extensions επεκτείνουν την κόμη της νεανίδος. Μόνη διαφορά βεβαίως εστί ότι στην πρώτη περίπτωση το αποτέλεσμα τείνει προς το σιχαμερότερον, ενώ στην άλλη προς το ομορφότερον (εις όποιον αρέσκεται στα ψεύτικα μαλλιά, τουλάχιστον).

3. Συμπέρασμα

The Zak is back!

Φαίδων: «Εχθές μετέβην ω φίλε εις την οικίας της Ευτέρπης ύστερα από πρόσκλησίν της, και αφού εκαταλώσαμεν σαμπάνια μετά φραουλών και σαμπάνιας....»

Αγαθοκλής: «Ναι, ναι!!!!»

Φαίδων: «Την ασπάστηκα σταυρωτώς και έφυγα.»

Αγαθοκλής: «Την ασπάσθεις σταυρωτώωως! Τρίχαι κατσαρέ και μαλλοβάμβακαι πλέον! Δια άλλην δουλειά σε προσεκάλεσεεε!»

Φαίδων: «Δια τις ψευδοτοιχίαι;»

Αγαθοκλής: «Δια τις μαλακίαι...»

Βλ. και τρίχες, τρίχες κατσαρές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές φορές όταν βαριόμαστε απελπιστικά, ή έχουμε το ένα χέρι μέσα από το μποξεράκι και παράλληλα μιλάμε με τους φίλους μας στο messenger ή στο facebook, πατάμε όποιο κουμπί βρούμε εάν δεν συζητάμε κάτι ουσιώδες.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές καταστάσεις.

Βαρεμάρα:
«- re mlk... ti kwlokairos einai aytos...
- sadsafdfdsadsdfsadsafa»

Έκπληξη:
«- phra to kainourio i pod :D
- asddasasdsadasdasdassadasdas oreos»

Δυσάρεστη έκπληξη:
«- ase ti epatha shmera... irthe h dikia sou kai mou ekatse, kai gw fysika den antistathika. den tha me bgaleis kai pousth...
- asdsfddfsdsfdssdfsdafasdafsdsdsdsdsdsdsdsddasfdsfadfas :S:S:S»

Διακοπή συζήτησης:
«- gEia C t kNc;
- adsdas»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified