Further tags

Αποχαιρετισμός. (Μάλλον) προκύπτει από το «τσάο» + «γειά».

- Τα λέμε.
- Άντε, τσάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαιρετισμός σαν το «τα λέμε», αλλά πιο μάγκικος.

Φεύγω, πάω για καφέ με τον Νίκο. Τα λέγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καληνύχτα.

Τα λέμε, καληνυχτερίδα.

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός που απευθύνεται σε συναντήσεις καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας, εμπνευσμένος από την ανεπανάληπτα προσεγμένη παραγωγή της σειράς «Xena» (Ζήνα).

Είχε μπει στο παράδειγμα. Κάποια σχέση θα έχει. (από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατημέλητα κεκαλυμμένο μπινελίκι.

Στην καλύτερη υπονοεί ότι κάποιος είναι βαθιά νυχτωμένος. Στην ακόμα καλύτερη, αντικαθιστά τα «σάλτα και γαμήσου» ή το «κακό ψόφο να' χεις!»

- Καληνύχτα σας κ. Μητσοτάκη.
(Γραφείο Τύπου ΝΔ, Οκτώβριος 2010)

- Καληνύχτα σας παραγοντίσκοι του αθλητικού, πολιτικού και εμπορικού βίου του τόπου.
(αναφερόμενο στον κ. Κουγια, εδώ)

- Αλλά εδώ ανεχόμαστε τους πολιτικούς και τα πέριξ αυτών λαμόγια να μας πηδάνε τη ζωή τόσα χρόνια. Για μερικούς κάφρους παράγοντες, οπαδούς και δημοσιογράφους που μας χαλάνε τη διασκέδαση θα σκάσουμε; Καληνύχτα σας κύριοι…
(εκεί)

- Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι ή το γνωστότερον, το γήρας ουκ έρχεται μόνον. Καταληκτικά θα σας συνιστούσα: Μέσα σας σκύψτε για να δείτε.Αυτά και… καληνύχτα σας, κ. πρόεδρε. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκριτικός βαθμός του (ουσ.) σανό, το, ήτοι η γνωστή αγελαδοτροφή.

Χρησιμοποιείται στη φράση: Άντε, και σανότερα (και εις ανώτερα)

- Φέτος λόγω 5ετίας, πήρα προαγωγή σε ανθυποτίποτα...
- Και σανότερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν ζητάμε από πριν συγγνώμη για κάτι που θα πούμε που μπορεί να είναι άκομψο, ή να μην συμφωνεί με αυτό που πιστεύει ο άλλος και οι περισσότεροι. Όχι και πολύ συγγνώμη δηλαδή, γιατί συνήθως θέλουμε να την πούμε σε κάποιον και να διαφωνήσουμε έντονα και λέμε το σόρι για ξεκάρφωμα.

  1. Σόρι κιόλας για το θάρρος, αλλά με αυτή τη νοοτροπία δεν θα πετύχεις και πολύ στη σχέση σου.

  2. Κάποιες φορούσαν τζην με φούστα μέχρι τον κ..., σόρι κιόλας αλλά αυτό λέγεται άλλα ντ' άλλα κουτρουβάλα της Παρασκευής το γάλα!

  3. Σόρι κιόλας αλλά η ταινία είναι ο ορισμός του υπερεκτιμημένου! Βραβείο για μια ταινία που την γυρίζω κι εγώ που λέει ο λόγος;!

  4. - Μωρό μου σόρι κιόλας αλλά με πόσους έχεις πάει;
    - ...
    - Γιατί δε μιλάς;
    - Μετράω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν(χειροποίητο)λήμμα,προϊόν μακρόχρονης και βαθιάς σκέψης μου, θέλει να τονίσει την βεβαιότητα κάποιων καταστάσεων που βιώνουμε όλοι,στις ζωές μας... Νοιώθω περήφανος που το μοιράζομαι μαζί σας!

Πάλι πήρε μπέναλτυ ο Ολυμπιακός; (ο άντι-)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζαμπουί, τσαμπουί

Δωρεάν, τζάμπα, χωρίς αντίτιμο.
Προέρχεται από το τουρκικό caba που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Με την προσθήκη διαφόρων καταλήξεων, προκύπτουν τα συνώνυμα τζαμπέ, τσαμπέ, τζαμπαντάν, τζαμπέισον, τζαμπουίτα.

Κατά το μπαγκουί, ντουί, τουί.

Σημείωση: Στη Β. Ελλάδα λέγεται πάντα τζάμπα και ποτέ τσάμπα.

  1. Άρα αν το Κράτος δώσει πραγματικά λεφτά θα πρέπει να πάρει κοινές μετοχές· τελεία και παύλα. Δημόσιο χρήμα τζαμπουί τέλος.(εδώ)

  2. στα παπαριας, τζαμπα είναι. Εγω πχ ημανε πριν στη γαύδο. Υπέροχα. και τσαμπουι (εδώ)

  3. από το Νουβελ θα πεις, θα σου τσεκαρουν και τα λαδγια τσαμπουΐ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified