Παλαιότερης κοπής έκφραση διασαφηνιστικού χαρακτήρα. Βάζει τα πράγματα στη θέση τους όταν ο συνομιλητής μας τείνει να συγχέει ετερόκλητες έννοιες π.χ. τις βούρτσες με τις πούτσες.

Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η Μάρω - αν και πληροφορίες μη διασταυρωμένες αναφέρουν ότι επρόκειτο για εξαδέλφη της Χάιδως.

Περισσότερα είναι γνωστά για τους Τουπαμάρος. Ήταν ένα αριστερό κίνημα στην Ουρουγουάη στις αρχές της δεκαετίας του '70 - έμειναν γνωστοί ως αντάρτες των πόλεων με ειδικότητα στις πολιτικές απαγωγές. Τουπάκ Αμάρου, εξ ου και Τουπαμάρος, ήταν το όνομα δυο βασιλέων των Ίνκας που είχαν δώσει σκληρές μάχες κατά των Ισπανών κατακτητών - βλ. και Οι 7 κρυστάλλινες μπάλλεςκαι Ο Ναός του Ήλιου από τις Περιπέτειες του Τεν Τεν, εκδόσεις Μαμούθ Comix, για μια εις βάθος ιστορική ενημέρωση.

- Σιγά, Κωστάκη ... να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ... καλός ο Αλέξης, δε λέω, αλλά, άλλο Αλέξης κι άλλο Ανδρέας ... να μην μπερδεύουμε και τις βούρτσες με τις πούτσες ...
- Έτσι είναι Κωστάκη μου, καλά τα λέει ο θείος ... δεν είναι όλα ίδια κι όμοια ... άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ...
- Νταξ, no problem, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]

Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.

- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.

— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...

Δες και βάφει ταβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραιότατη έκφραση, παλαιόθεν, αλλά με διαχρονική αξία. Το νόημα που περικλείει είναι, ότι ωθώ κάποιον στην ανήθικη ζωή, στοχεύοντας στην εκμετάλλευσή του. Χρησιμοποιείται και αντί του ρ. «διαφθείρω».
Κατά κόρον χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μαστροπείας. Παρόμοιες εκφράσεις οιονεί υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες (γερμ. «auf den Strich gehen» -μτφ. περπατώ στη γραμμή), με ιδιαίτερη εκφραστικότητα.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Βήμα:

«Ο σαδιστής πατριός σοδομεί τον Άγγελο στα πέντε του χρόνια και τον βγάζει στο κλαρί από τα δέκα (έτσι εξηγείται και πώς προλαβαίνει τους βετεράνους τραβεστί). Χωρίς ποτέ να καταδεχτεί να ντυθεί γυναικεία ο ίδιος, ενεργητικός και παθητικός ταυτόχρονα- «ό,τι θες, σε δουλειά να βρίσκομαι»- πάει με άντρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας και κάθε γούστου...»

  1. «Που φτάσαμε φίλε... Να βγάζουν οι μάνες τις κόρες τους στο τηλεοπτικό κλαρί, με μοναδικό στόχο την προβολή και το κέρδος...μΤραγικά πράγματα, χωρίς γυρισμό...μΤη χάνουμε την ψυχή μας φίλεεεε....»

  2. Περιγραφή της ταινίας «Ο βιασμός μιάς μοναχής»:

« Η Ειρήνη, μια νεαρή γυναίκα, οδηγείται με τη βία από τον πατέρα της στο μοναστήρι όπου και πέφτει θύμα του «άγιου» ηγούμενου.
Πραγματοποιεί την απόδρασή της με τη βοήθεια της παιδικής της φίλης Ντόροθι που, στη συνέχεια, την βγάζει στο κλαρί για λογαριασμό του προστάτη της Ζάχου…».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified