Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εταιρεία Βαράγκη (δες επίσης) ιδρύθηκε το 1900 και από τότε εξελίχθηκε σε μια σύγχρονη βιομηχανία σχεδιασμού και κατασκευής επίπλων κορυφαίας ποιότητας. Ενώ μέχρι πρότινος δραστηριοποιείτο στο χώρο του χειροποίητου επίπλου, με το θρυλικό σλόγκαν «Δια χειρός» (Βαράγκη), για λόγους ανταγωνιστικότητας επεκτείνει περισσότερο τις δραστηριότητές της.

Εδώ βλέπουμε πως η εταιρεία εστιάζει στην ποιότητα και στην απέριττη αισθητική. Η αγάπη στο υλικό και στο ωραίο και μέσα από έμπνευση, γνώση και εκατονταετή εμπειρία στο σχεδιασμό και στην τεχνική παραγωγής του επίπλου οδήγησαν σε μοναδικές συλλογές. Ο συνδυασμός δε αυτών, με επιλεγμένα αντικείμενα οδηγεί σε μια διακοσμητική πανδαισία.

  1. Όταν σλανγκιστί αναφέρουμε τον όρο, μιλάμε για χειράντληση σπέρματος. Μιλάμε όμως, άπλα για την παραγωγή του συγκεκριμένου χειροποίητου προϊόντος; Όχι ακριβώς. Η λέξη (Βαράγκη) κάνει τη διαφορά. Η λέξη αυτή παίζει διπλό ρόλο στον όρο. Αφενός παραπέμπει κι αυτή στο τάκα τάκα, αφεδύο προσδιορίζει πως η όλη διαδικασία είναι συμβατή με τις slang προδιαγραφές Βαράγκη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε για κάποιον ψαγμένο κι ακάματο κωπηλάτη πως ακολουθεί τη βαράγκιο μέθοδο, όταν αυτός ακολουθεί τις ακόλουθες προδιαγραφές.

    **Προδιαγραφές**
  • Αγάπη και μεράκι για σχεδιασμό και υλοποίηση «επίπλων» μιας χρήσης.
  • Ατέλειωτη εμπειρία σε σχεδιασμό (φαντασίωση) και σε τεχνική (τρόποι παλινδρόμησης), αφού 40 χρόνια...
  • Επίγνωση αναγκών πελάτη. Ο δημιουργός ξέρει καλύτερα από τον καθένα τις ανάγκες του εαυτού του, αφού πελάτης και δημιουργός είναι το ένα και το αυτό πρόσωπο. Γιαυτό και από αυτοσεβασμό στον εαυτό του φτιάχνει και γαμώ τα «έπιπλα». Φτιάχνει «έπιπλα» που τον κάνουν περήφανο. Έτσι αισθάνεται πως οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Αισθάνεται πως επιτέλους βγήκε και σε κάτι ασπροπρόσωπος!
  • Προσαρμοστικότητα της βαράγκιου μεθόδου από άτομο σε άτομο ώστε ο σχεδιασμός και η υλοποίηση να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός ατόμου σε συγκεκριμένη περίσταση. Γι 'αυτό ο καθένας, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα, πρέπει να προσπαθεί να βγάλει τον Βαράγκη από μέσα του, προκειμένου το αποτέλεσμα να ικανοποιεί τις προσδοκίες του.
  • Ποιοτικός σχεδιασμός (φαντασιώσεις εμπνευστή βασισμένες σε παλιές ή νέες, πραγματικές ή όχι, παρουσίες. Ακόμα η έμπνευση μπορεί να βασιστεί σε ταινίες Μπεν Χουρ, σε περιοδικά για χρήση τουαλέτας, σε διαδικτυακό υλικό (αντί να μπερδέψει τα μπούτια του δημιουργώντας δίκτυο με το εκάστοτε έτερο ήμισυ... προσπαθεί να την βρει με την Πουλχερία). Και σκηνοθετεί τη φαντασίωση, στην οποία φυσικά δίνει στην εικονική παρτενέρ του, ό,τι ρόλο θέλει αυτός. Δικό του το πεπόνι, δικό του και το καρπούζι.
  • Πάντρεμα του κύρους του κλασσικού και πατροπαράδοτου με τη γοητεία του μοντέρνου.
  • Αξιοποίηση επιστημονικών θεωριών (π.χ:μελέτη επίτευξης μέγιστου βεληνεκούς κατά τη σπερματοχυσία) και ανάπτυξη της εφευρετικότητας (π.χ: σκότωμα μύγας από απόσταση).
  • Χειροποίητη κατασκευή για οποιοδήποτε χώρο (σπίτι, εργασία, κλπ), κατά την οποία δοξάζεται η χούφτα (εξομοιωτής αιδοίου). Έχει μια βαθιά γραμμή ζωής ο τύπος, με τόσο λίπασμα που χει ρίξει στη χούφτα του... Βάλε έναν σπόρο και θα δεις!. Απ' τη συχνή χρήση δε, η γραμμή αυτή προσεγγίζει όλο και περισσότερο τη γραμμή ψωλής του. Λέμε τώρα!
  • Ποιοτική κατασκευή εργόχειρου(δες και σχόλια), όσον αφορά την πυκνότητα και την υφή του παραγομένου προϊόντος, ώστε όπως στο εργόχειρο δεν πρέπει να βγαίνει πόντος, έτσι και εδώ δεν πρέπει να υπάρχει κατασκευαστική ατέλεια.
  • Συμβολή στη διακόσμηση. Π.χ: βάψιμο τοίχων, ταβανιών, κ.λπ.
  • Συνεχής εξέλιξη της μεθόδου. Ο καλός ο Βαραγκιέρος στη μαλακία φαίνεται. Γι 'αυτό δεν εφησυχάζει ποτέ. Μονίμως ψάχνεται, μονίμως ερευνά, μονίμως δοκιμάζει. Επίπονος ο δρόμος προς τη προσωπική απόλαυση.
  • Απόλυτα συμβατή της βαράγκιου μεθόδου, με το δόγμα: σαν πετύχει η μαλακία τύφλα να χει το γαμήσι και φυσικά με το δόγμα στήριξης της μαλακίας.
  • Ανεξαρτητοποίηση της βαράγκιου μεθόδου από τον τόπο. Δεν απαιτείται η υλοποίηση να γίνει πάνω σε έπιπλα Βαράγκη. Δουλεύει παντού. Όπου γης και Βαράγκη.

    Η Βαράγκιος μέθοδος θεωρούμενη ως εταιρική διαδικασία

  • Αντίθετα με τη Βιομηχανία Βαράγκη, εδώ όλες οι ανάγκες διεκπεραιώνονται από ένα άτομο (σχεδιασμός, κατασκευή, κλπ).

  • Η ανάληψη πολλών διαφορετικών ρόλων από ένα πρόσωπο (σχεδιασμός, σκηνοθεσία, παίξιμο ρόλου, υλοποίηση, κλπ) συμβάλλει στον συντονισμό των διάφορων δραστηριοτήτων.
  • Οι ρυθμοί παραγωγής του κάθε ατόμου (της καθεμιάς ατομικής μονάδας) μπορεί να είναι μικροί σε σχέση με την αντίστοιχη της Βιομηχανίας Βαράγκη, άλλα ωστόσο είναι συνυφασμένοι με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Τόσον... όσον. Ωστόσο ο συνολικός ρυθμός παραγωγής όλων των ελληνικών ατομικών μονάδων είναι σαφέστατα μεγαλύτερος από το ρυθμό της βιομηχανίας Βαράγκη. Ώρα λοιπόν να συνεταιρισθούν αυτοί οι ατομικοί παραγωγοί σε κοινή εταιρεία που θα μπει και στο χρηματιστήριο!

    **Συνέπειες από τη χρήση της μεθόδου**
  • Οι βαραγκικές μέθοδοι σκοτώνουν την ανία, ενώ προσφέρουν μοναδική γυμναστική στον καρπό, στο ποντίκι και στους ενδοπαλαμιαίους μύες. Λέμε τώρα.

  • Οι 29 καλύτεροι ορθοπεδικοί, συνιστούν και καλά, τη βαράγκιο μέθοδο για πρόληψη προβλημάτων που σχετίζονται με καρπό, ποντίκι και ενδοπαλαμιαίους μύες. Αυτοί ξέρουν!
  • Η μέθοδος συμβάλλει τεχνητά στη βελτίωση της ορθοπεϊκής ικανότητας. [Λέμε τώρα].
  • Κι αν κάποιος, αδυνατεί λόγω κουλαμάρας να φτιάξει το «έπιπλό» του, τότε... ναι ...ναι μπορεί να ελπίζει πως θα βρεθεί κάποιος να τον βοηθήσει. Λέμε τώρα.
  • Η μέθοδος αντενδείκνυται όταν υπάρχει πονοκέφαλος γιατί, η όλη υλικοπνευματική δραστηριότητα (σκέψη-δράση) φορτώνει εξτρά το σύστημα, μ' αποτέλεσμα να επαυξηθεί ο πονοκέφαλος.Για την εκδοχή που παρουσιάστηκε παραπάνω, βλ. παράδειγμα 1.
  1. Επίσης μπορούμε να εκφέρουμε με νόημα την έκφραση και για κάποιον που θεωρούμε πως by default είναι μαλάκας, ή για κάποιον που περιστασιακά κάνει μαλακία.

Για την εκδοχή που μόλις αναφέρθηκε, βλ. παράδειγμα 2.

**Σημειώση και για τις δυο εκδοχές**

Μεταξύ της φράσης «Δια χειρός» και της λέξης «Βαράγκη» συνίσταται για λόγους επιφάσεως και εκφραστικότητας, να γίνεται κάποια παύση, συνοδευόμενη από παλινδρομική κίνηση του χεριού για να υποδηλωθεί πιεστικότερα, το γεγονός πως κάποιος είναι μαλάκας, πως κάποιος περιστασιακά κάνει μαλακία, ή πως κάποιος φτιάχνει την «προίκα» του.

Κλείνοντας αποστέλλω τις ευχαριστίες μου στον Vrastaman για αυτό το θέμα, το οποίο αποδείχτηκε κρουνός ιδεών. Αν συνέχιζα να γράφω φοβάμαι πως θα υπήρχε περίπτωση να εξαντληθούν οι αποθηκευτικές ικανότητες των σκληρών δίσκων του slang.gr και να θεωρηθώ ως σαμποτέρ. Γι 'αυτό αατα!

  1. - Πού είναι ο Νώντας;
    - Έχει κλειστεί στην τουαλέτα, με 5 playboy παραμάσχαλα και φτιάχνει την προίκα του.
    - Κατάλαβα! Δια χειρός (Βαράγκη). Ποιοτικά πράγματα. χα χα χα!

  2. - Ο Κώστας είναι και γαμώ τους μαλάκες. Έχει ξεφύγει το άτομο.
    - Τώρα το κατάλαβες; Δια χειρός (Βαράγκη) μια ζωή.

Δημήτρης Βαράγκης, νυν διευθύνων σύμβουλος της εταιρειας Βαράγκη (από GATZMAN, 18/02/09)Δια Χειρός (Βαράγκη) (από GATZMAN, 18/02/09)Παμέλα, Ενα input για τη Δια χειρός (Βαράγκη) διαδικασία (από GATZMAN, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.

- Κοίτα να δεις ρε τι γίνεται στον κόσμο! Είχαμε βγει όλη η παρέα και τελικά ποιος έβγαλε γκόμενα; Ο ασχημομούρης ο Νίκος! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τί να λέμε τώρα; Η έκφραση αποτελεί ακανθωδέστατη μεσογειακή δοξασία, που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, σηκώνει όχι σεντόνι, αλλά πάπλωμα...

Τέλος πάντων, απηχεί αταβιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποίαν η γυναικεία παρθενία (όχι μόνον η σωματική) δεν έγκειται στην διάτρηση του υμένα, (δύναται πλέον να απολεσθεί και με ταμπόν). Κυρίως οι βυζαντινοί κι οι Οθωμανοί δεν έπαψαν στιγμή να επιδίδονται στο σοδομισμό. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα απάντων των μεσογειακών λαών για τον ορθό, έχει και κάποιες πρακτικές εκφάνσεις.


Παρθενία

Τα αυστηρότατα ήθη των Ελλήνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Ιταλιωτών, των Ιβήρων κλπ, ουδέποτε επέτρεψαν στη γυναίκα το παραμικρό κοινωνικό ατόπημα. Η γυναικεία παρθενία υπήρξε το πρώτιστο μέλημα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο (με μικρούς επίμονους θύλακες π.χ. Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη κλπ) και εξακολουθεί να υφίσταται στο νότιο και ανατολικό όριό της μέχρι και σήμερα.

Εν Ελλάδι, επεδείκνυαν (σε διάφορα χωριά) το αιματοβαμμένο σεντόνι δημοσία, εν είδει ius primae noctis, μέχρι και πριν καμιά 30αριά χρόνια (βλ. «Στον Αστερισμό της Παρθένου»). Η «φιλημένη» κορασίδα, που ήταν αυτόχρημα και ατιμασμένη, ελάχιστες ελπίδες διατηρούσε να στεφανωθεί (εκτός βέβαια κι αν είχε γενναία προίκα)...

Η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών ελληνικών ταινιών (μιλάμε για το 90%), υπήγαγε υποχρεωτικά το (απαραίτητο για να δέσει η σάλτσα του σεναρίου) ειδύλλιο στο κατώφλι κάποιας εκκλησίας, πριν να πέσει η μακέτα «Τέλος». Ούτω πως, οι επίδοξοι γαμιάδες άνδρες, αλληλοταλαιπωρούνταν από τους περιορισμούς, που είχαν θέσει άλλοι άνδρες στις θυγατέρες και στις αδερφές τους, το οποίο ισχύει με διάφορους τρόπους και σήμερα ακόμη και εν Αθήναις, όπως ορθότατα (!) το έθεσαν τα Ημισκούμπρια στον «Κύρη του Σπιτιού». Έτσι, δεν απέμενε στα ζευγαράκια, παρά η ερζάτς προγαμιαία συνεύρεση (μπαλαμούτι / χαμούρεμα, αλληλομαλακία, μπαντανάς / πινέλο, σπάτουλα κ.λπ. άπαντα τα οποία καλούνταν «εργολαβίες», ή μποστικά «γουργουλαβίδες» κατά το Μπαρμπα-Γιώργο), ή η «παρά φύσιν» συνουσία (από τους τολμηρότερους), προκειμένου να διαφυλαχθεί «ό,τι πολυτιμότερο» διέθετε το κορίτσι.

Εδώ, έχουν τη θέση τους δυο ανέκδοτα. Ένα ελληνικό κι ένα εγγλέζικο:

  1. (Διάλογος συμμαθητών):
    - Τελικά, τί έγινε με τη Σούλα;
    - Τί να γίνει; Πήγαμε και καλά βόλτα με τα ποδήλατα στο πάρκο.
    - Και μετά-και μετά; - Ε, κάτσαμε κάτω από’ να δέντρο, αρχίσαμε τα σορόπια, οπότε μου λέει αυτή «αγόρι μου, πάρε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω!»
    - Και τί έκανες;
    - Πήρα κι εγώ το ρολόι της κι έφυγα...

  2. - Είναι σωστό να κάνεις σεξ πριν το γάμο;
    - Ναι, αρκεί να μην αφήσεις πολλή ώρα τον παπά να περιμένει!

Οι Ιταλίδες, οι Ισπανίδες και οι Ανατολίτισσες, ανέπτυξαν (όλως επικουρικώς!) και την τεχνική της πίπας, προς ανακούφιση των φουσκωτών καβάλων (βλ. Ζ. Μπρέλ «Στο λιμάνι του Αμστερντάμ» απόδοση στα ελληνικά Γ. Αραπάκης), ιδίως δε οι πρώτες ανεδείχθησαν σε πρωθιέρειες του κλαρίνου. Στη μίζερη Ψωροκώσταινα, εισήχθη νεωστί η πεολειχία από τους κακομαθημένους στα ξένα μπουρδέλα ναυτικούς μας και καθιερώθηκε η Ελλάς σε ζηλευτό βάθρο έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε. μόλις πρόσφατα, μετά από την πλύση εγκεφάλου που πραγματοποίησε με τις φυλλάδες του ο Κωστόπουλος. Τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα στα πάρκα και στα αλσύλλια (π.χ. βλέπε τις τσαϊράδες στο Σεϊχ-Σου), όπου όμως ελλόχευαν οι μπανιστηριτζήδες, οι οποίοι μπορεί να ήσαν ακίνδυνοι, μπορεί και όχι (βλ. την ιστορία του αδικοεκτελεσμένου «Δράκου» Αριστείδη Παγκρατίδη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχουν στέκια για τα κακόμοιρα τα «άστεγα» (βλ. έκφραση Αυλωνίτη στο ρόλο του θρυλικού Γύλου στη «Σωφερίνα»), που εξυπηρετούνται εντός του αυτοκινήτου π.χ. στο Λυκαβηττό της Αθήνας, στην πλαζ της Πάτρας κ.λπ. Στους απόμερους αυτοσχέδιους γαμιστρώνες της Νάπολης, βρίσκει κανείς ένα πάκο εφημερίδες, που χρησιμεύουν στην απόκρυψη του εσωτερικού του αυτοκινήτου. Μόλις τελειώσει η παράσταση, οι ναπολετάνοι, (όλως οικολογικώς) αφήνουν τις εφημερίδες στη θέση τους, για να τις χρησιμοποιήσει και κάνας άλλος...

Συνεπώς, ήταν (και είναι ακόμα σε πολλά μέρη, βλ. ανωτέρω) σύνηθες, η από-ληψις του απαγορευμένου καρπού να προηγείται χρονικώς της βεριτάμπλ συνουσίας, εν είδει προκαταβολής, αφού άλλωστε ο γάμος από νομική άποψη αποτελεί σύμβαση (!)

Οικογενειακός προγραμματισμός

Ωραία. Άντε και παντρεύτηκε το ζεύγος και κάνει όσες εισαγωγές-εξαγωγές θέλει. Τί θα γίνει τώρα; Γαμήσι και κουδουνίστρα θα το πάμε; Σαφώς και η αταβιστική πνευματική ένδεια, που μας κληροδότησαν οι μεσαιωνικοί πάτρονές μας, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, απηγόρευσε επί μακρόν την λήψη τεχνητών μέτρων αντισύλληψης και προφυλάξεως (και δεν εννοώ το κλείσιμο της πόρτας βλ. Monty Python «The Meaning of Life»). Εξ άλλου, πάντοτε συνέφερε το Κράτος (δια των Εκκλησιών) να αυξάνεται και πληθύνεται το κρέας για τα κανόνια σ’ έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο μουνί (=αναπαραγωγή) – κώλος (ευχαρίστηση) υποδηλώνεται ήδη από το ίδιο το σωματικό πρότυπο κι έτσι οι παπαρδέλες των εκκλησιών περί μη διαχωρισμού των δυο εναυσμάτων, περιττεύουν.

Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύσις, ώστε και η πίτα να φαγωθεί κι ο σκύλος να χορτάσει και ευρέθη (εκτός κι αν νομίζετε ότι οι παππούδες μας έκαναν σεξ τόσες φορές όσα παιδιά είχαν). Εξ άλλου, υπήρχαν και τα μπουρδέλα. Βέβαια, η μακρά χρήσις του απευθυσμένου, υπερκερνά βαθμηδόν το πρακτικιστικό (δήθεν) έρεισμά της και αρχίζει να αποτελεί έξιν, οπότε περνάμε στην:

Μύηση

Όπως έχει ειπωθεί, ορισμένα γούστα προκύπτουν σε πολλούς αφ’ εαυτού, λόγω παν-ανθρωπίνως παραδεδεγμένων ιδιοτήτων τους (π.χ. η ζάχαρη είναι παγκοσμίως γλυκιά, το παστίτσιο είναι ανεκτό ακόμα και απ’ τους εχθρούς του, το χοσάφ -νύν παγωτό- πάντοτε δροσίζει, ένα καλό χέσιμο υπό κατάλληλες συνθήκες αποτελεί ευωχία κ.λπ.) και άλλα επιδέχονται και προϋποθέτουν μαθητεία, αφού είναι prima facie δυσάρεστα. Έτσι, δεν τρώγονται παντού τα έντομα ως επιδόρπιο, ούτε το ουίσκι αραρίσκει σ’ ένα πεντάχρονο (οι νεοέλληνες που το δοκίμασαν ευρέως μετά τον 2ο Παγκόσμιο έλεγαν χαρακτηριστικά «βρωμάει σαν κοριός!»), αλλ’ ούτε και το πρώτο τσιγάρο αφήνει καμιά ηδεία επίγευση (μάλλον το αντίθετο). Ομοίως, το χώσιμο ενός επιμήκους αντικειμένου στον κώλο σου, δεν είναι κι ο,τι καλύτερο (εν πρώτοις).

Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανάγκη με το γούστο και η μεταλαμπάδευση με το καπρίτσιο. Ο λόγος λοιπόν για το λεγόμενο acquired taste (επίκτητο γούστο), το οποίον έχει κοινωνικές και άλλες ρίζες (βλ. habitus σε Pierre Bourdieu «La Distinction»). Στην πρώτη περίπτωση η ανάπτυξη οικειότητας με το αντικείμενο, αποκτάται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, εφ’ όσον είναι άμεσα ευχάριστη και κοινωνικώς αποδεκτή εμπειρία για το άτομο. Στην δεύτερη, η προσέγγιση του αντικειμένου είναι έμμεση, αφού πρέπει αναγκαστικώς να επιτευχθεί κάμψη των αντιστάσεων του ατόμου/να ρίξει τα μούτρα/σφίξει τα δόντια, να υπερπηδήσει κοινωνικά εσκαμμένα (το οποίον όμως επουδενί στοιχειοθετεί κόπο παρά την εσωτερική πάλη κι έτσι την πατάνε οι βαυκαλιζόμενοι πρεζάκηδες), διά μέσω μαθητείας κοντά σε κάποιον εμπειρότερο-πρότυπο, σαν φιλομαθής κάλφας που έχει την υποψία-συνεπίγνωση ότι θα ανακαλύψει (;) μια καινούρια γλύκα στη ζωή του και θα την καταχωρήσει-εντάξει στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητάς του με file name = Τα αγαπημένα μου.

Έτσι, η διαλεκτική σχέση μύστη-μαθητευομένου (αλλά και θύτη-θύματος), έχει ως εξής: Παρουσιάζεται ψυχική μεταστροφή του νεοφώτιστου και ενδεχόμενη πεοσήλωση στο αντικείμενο του πόθου (βλ. κόλλημα στον πρώτο γαμιά), ενώ αντίστροφα ο μύστης του «κόβει το βήχα»/«παίρνει τον αέρα», όπως λέμε. Ο νέος πρέπει να πήξει μέχρι να μάθει, χωρίς όμως ποτέ να δύναται να αμφισβητήσει ή να προσπαθήσει να ανατρέψει τον πάτρονά του, καθ’ όσον διάστημα ο τελευταίος βρίσκεται εν ενεργεία (δηλαδή καβάλα), μιας και ο Δαίδαλος καθάρισε το καλφούδι του, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τα προβιομηχανικά βυζαντινοσμανλίδικα ισνάφια έπονται.

Ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι την θύραν ανοιχθήσεται, όταν πρόκειται για ενεργητική κι εξελικτική διεύρυνση των αισθήσεων που συντελείται προοδευτικά (όχι που πλακωθήκαμε πρόσφατα με το άστε ντούα στα λασπωμένα σούσα), χωρίς όμως να συνοδεύεται απο επανάπαυση στην ηδονή (βλ. τοξικές ουσίες), αφού το άτομο έχει κατασταλλάξει στο ποιός είναι και τί ακριβώς ψάχνει. Ο συνετός περιηγείται – ο βλάξ περιπλανάται.
Ποιός παραδέχεται ότι έχει άδικο όμως; Οι βετεράνοι των λεωφορείων έχουν αλλόκοτα σουσούμια (π.χ. Άλλος ξέρει οτι δεν είναι ωραίος, άλλος έχει επίγνωση ότι δεν είναι και κάνας πλούσιος, άλλος εκλογικεύει κάνοντας μπαϊράκι την αμορφωσιά του κλπ), τα οποία συγκλίνουν σ’ ένα μόνο: Κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι μαλάκας(!)

Μια παροιμία λέει «απ’ τα γλυκά πνίγεσαι κι όχι απ’ τα ξινά». Λάθος. Τελικά υπάρχουν και (τ)όξινα γούστα που αν τα συνηθίσει ο κοινωνός, μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό, π.χ. η έξη στα ναρκωτικά επιτυγχάνει τον συνδυασμό των δυο ανωτέρω περιπτώσεων, με μια ψευτο-εσάνς συνειδητής αυτοκαταστροφής.

Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, το κωλομπαριλίκι μετά μυήσεως έδινε κι έπαιρνε, αλλά ο Διογένης κορόιδευε έναν θηλυπρεπή νεαρό, που του’ χε χαρίσει ένα μαχαίρι ο γαμιάς του, λέγοντάς του ότι «η κόψη είναι καλή-αλλά η λαβή αισχρά».

Παρ’ όλα αυτά, το κωλογαμήσι, δεν αποτελεί απαραίτητα αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειά δεν είχε ο Δουρής, γαμούσε τα παιδιά του, συνεχίζοντας αποκομμένος από την κοινωνία, μια παλιοκαιρίσια αρβανίτικη αιμομικτική παράδοση. Οι δημοσιογράφοι τηλε-έφριτταν, αλλά είχαν σίγουρα ακούσει την έκφραση «φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό να με λες θείο», όπως και τα αμέτρητα κωλομπαρίστικα σχολικά πειράγματα (που δεν υπάρχουν στην Ισπανία-Ιταλία, αλλά απαντώνται στην «γείτονα» και νυν «φίλη» Τουρκία).

Στο «120 μέρες στα Σόδομα», απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας ήταν η έλλειψη ευχαρίστησης εκ μέρους του υποβαλλομένου σε δοκιμασίες θύματος.
Σε όλες τις ανδρικές φυλακές του κόσμου, ο αναγκαστικός σοδομισμός ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού και διενεργείται προς ξεκάβλωμα, τιμωρία ή αποκαθήλωση.

Οι πουτάνες κι οι μουρλοί ταυτίζουν το ξύλο με την αγάπη (και στις δυο περιπτώσεις η φυσική εξουσίαση σφραγίζεται πανηγυρικά με την υποβολή σε σωματικό πόνο, ενώ στην πρώτη ενυπάρχει και η επιθυμία εξιλέωσης-κάθαρσης του θύματος βλ. «Ευδοκία»).
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις.

Κατά μια έννοια, τα γυναικεία στήθη αποπνέουν πεπερασμένη ηδονή σε σχέση με τους παρομοίως σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πύλη, που να οδηγεί κάπου. Τελικά, ποιός μυεί ποιόν;

Οι W.A.S.P. Αμερικάνες κι οι Βορειοευρωπαίες (και βέβαια δεν εννοώ τις Γαλλίδες!) απεχθάνονται την από έδρας συνέντευξη, θεωρώντας την σικχαμερή και ανώμαλη (!) αμαρτία, διότι άλλα tempora και άλλα mores. Θα’ ρθει κι αυτωνών η ώρα τους.
Άλλωστε οι Germani επί σειρά αιώνων εκτελούσαν τους πούστηδες κι όσους γαμούσαν κώλο, πηγαίνοντας αυτόχρημα στη Βαλχάλλα με λευκό μπαστούνι και σκύλο συνοδείας. Αυτό δεν εμπόδιζε φυσικά τον αρχηγό των ναζιστικών S.A. Ernst Julius Röhm να τον κολατσίζει απ’ τους υφισταμένους του (που τονε φάγανε γι’ άλλο λόγο).
Ο Οιδίπους τυφλώθηκε, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς παίχτηκε με την Ιοκάστη. Είναι ενδεικτικές οι αργκοτικές εκφράσεις του κώλου, που αποδίδουν τιμές και προδίδουν οικειότητα στον σοδομισμό (π.χ. γαλλικά enculé, ιταλικά vaffanculo, ισπανικά que te den por culo, χώρια μερικές ελληνικές, αραβικές και τουρκικές αντίστοιχες που δεν θυμάμαι τώρα)...

Σύμφωνα λοιπόν με την δοξασία αυτή, μόνον ο πρώτος άνδρας που κατέπεισε μέσω μιας μυητικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει και πολύ μπίρι-μπίρι) την γυναίκα να υποστεί τον σοδομισμό, μέχρι να τον συνηθίσει και να τον επιζητεί και η ίδια, μπορεί να θεωρεί ότι την κυρίευσε παίρνοντάς την από το χεράκι, από το έρεβος της αγνότητας στο φώς του συνειδητού.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Η καρκινική ρήση του αρχιερέα της νεοελληνικής αργκό Ζώρζ Πιλαλί «η γυναίκα αναζητεί τον διαφθορέα της», παραπέμπει στην απλή υπόμνηση της μεθόδου της διαφθοράς αυτής από τον χαζο-θύτη, αφού αυτή έχει (πάντα) το πάνω χέρι...

- Τί έγινε με τη Σούλα; Τη γάμησες;
- Ναι αμέ!
- Κώλο σου' δωσε;
- Όχι! Δε γουστάρει λέει και δεν το' χει κάνει ποτέ.
- Καλά αγόρι μου! Σε φουμάρει η γκόμενα. Η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο βρεεε!
- Κι άμα λέει αλήθεια;
- Ακόμα χειρότερα! Ή είναι ξενέρα η γκόμενα ή δε σε πολυγουστάρει και σε βλέπει σαν ξεπέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κωλοτρίβομαι» σημαίνει ένα ή και περισσότερα από τα παρακάτω:

Σλανγκασίστ: Val

  1. Refuse: - Ρε παιδιά σόρρυ, είμαι νέος στην όλη φάση, αλλά ο «φραπές», είναι αγγλιστί το hand-job; Η διαφορά 'πριβέ' χωρός από αυτό σε τραπέζι υποννοεί τίποτα παραπάνω από το να σου κωλοτρίβεται η εκάστοτε stripper;
    xaf: - ναι δίκιο έχεις φραπές= Ενδωπαλάμια πεοταλάντωση. (από εδώ)

  2. Κωλοτρίβομαι να σ'απαντήσω αλλά είναι αρχή μου το να μην γαμάω τόπικς (εκτός αν εγγυηθείς ότι δεν θα με κάνει ban ο ψηλός)
    (από εδώ)

  3. περί αναίδειας: σήμερα τό πρωΐ ο στρατής λιαρέλης μιλάει μέ τόν δήμαρχο αθηναίων καί λέει: «τόσα χρόνια δημοσιογράφος κωλοτρίβομαι...» Χρειάζεται νά προσθέσω κάτι άλλο;
    (από εδώ)

Παραθέτουμε εδώ και επιπλέον ορισμούς ακόμα από χρήστες του slang.gr

  1. «κωλοτρίβομα»ι = συνερίζομαι, αναπτύσσω νευροτοξική προσκόλληση αγάπης και μίσους προς άτομο, εμπλέκομαι σε ψυχολογική πόλεμο χαρακωμάτων, τρωω το σκατό κάποιου κι αυτός το δικό μου, που όλα έχουν σαν συνέπεια το Γκραν Γκρινιόλ.

    - Τσακώθηκα πάλι με τον Τάκη. - Ε, μην του κωλοτρίβεσαι κι εσύ.

(xalikoutis)

  1. Το στυλ «Καραγκούνης», λόγω του συχνού τριψίματος των οπισθίων του ποδοσφαιριστή στο γκαζόν του γηπέδου προς εκμαίευση φάουλ ή καθυστερήσεων.

- Πολύ κωλοτρίβεται αυτός ο χαφ που μπήκε αλλαγή - σκέτος Καραγκούνης μας βγήκε.
- Χρόνο να κερδίζουμε, ρε συ.

(allivegp)

βλ. και μην τρίβεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, θυμίζω, πιπιλιέμαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πλήρη ανάπτυξη: «όρμα Τζακ και τα κόκαλα δικά σου!»

Ξεκίνησε ως συνεργιστικό πρόσταγμα προς τον πιστότερο μας φίλο και μετεξελίχτηκε σε τζενέρικ προτροπή τ. βουρ στον πατσά, έμπαινε γιούτσο, γιούργια στα κουλούρια και όποιον πάρει ο χάρος!

Έχει πρακτικές εφαρμογές τόσο σε θέματα μάσας όσο και υποθέσεις φασώματος. Να μην συγχέεται με το τον χαζομούνη τζακ ή το «όρμα Τσακ».

Πάσα: Μπετατζής.

- Όρμα Τζακ και ο κακοποιός δικός σου...Γερμανικοί ποιμενικοί σκύλοι καταφθάνουν σύντομα στη χώρα μας για να επιβάλουν την τάξη. (εδώ)

- Αν αντέχεις και για δεύτερο στο καπάκι όρμα Τζακ, αλλά θα κάνεις κάμποση ώρα να τελειώσεις μετά. Και πρέπει να προσέχουμε ένα πράγμα σημαντικό: μην συνεχίζουμε με το ίδιο προφυλακτικό κι έχουμε δράματα
(εκεί)

- Γιώργος Πάντζας: Μας έχει στοιχειώσει αυτό το λάγνο βλέμμα σάτυρου (η επιστημονική ορολογία είναι ‘όρμα Τζακ’) κάθε φορά που βλέπει κομμάτι γυναικείας σάρκας πάνω από τον αχίλλειο τένοντα στις αξεπέραστες θεατρικές και όχι μόνο παραγωγές που συμμετέχει. This guy gives me the creeps. Όχι όμως περισσότερο από τον νέο μετεωρολόγο του ΑΝΤ1
(παραπέρα)

- Επέδραμον Ιάκωβε και τα οστά ημέτερα
(φατσοβιβλίο)

Αυτός ο Τζακ (αντεροβγάλτης) δε χρειαζόταν παρότρυνση για να ορμήσει  (από GATZMAN, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified