Further tags

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαζαράκια αποκαλούνται τα ζυμωτά ψωμάκια που κάποτε έπλαθαν ευσεβείς νοικοκυρές σε σχήμα σπαργανωμένου βρικόλακα και έδιναν στα έντρομα παιδιά τους κάθε Σάββατο του Λαζάρου. Το μακάβριο αυτό έθιμο είχε κι άλλες σαδογοτθικές διαστάσεις, καθώς πίστευαν ότι ο Λάζαρος είχε αφήσει ευχή και κατάρα: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει...».

Σλανγκιστί, λαζαράκια αποκαλούνται όλα τα αζήτητα εμπορεύματα - σαβούρες που οι καταστηματάρχες νεκρανασταίνουν από τα σκονισμένα κιτάπια τους την περίοδο των εκπτώσεων και τα μοστράρουν στις βιτρίνες ως μέγα-ευκαιρίες.

- Λίλιαν πάμε για χοντοθεραπεία; Έχει εκπτώσεις 70% σε όλα τα προϊόντα Πούτσι!
- Πούτσες-εκπτώσεις Καυλάουρα, μόνο κάτι λαζαράκια της συμφοράς έχουν μείνει....

May the real Lazaraki please stand up please stand up please stand up  (από Vrastaman, 19/01/09)Εδώ θα βρειτε πολλά λαζαράκια (από Vrastaman, 19/01/09)O οίκος Πούτσι (από Vrastaman, 19/01/09)Λαζαράκια (από PUNKELISD, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια, οι καρύδες. Γιατί και στο σχήμα μοιάζουν και στο πώς ακούγεται η λέξη.

Εξάλλου, το να τρως μέλι με καρύδια, σε βοηθά να κάνεις καλά αρχίδια, αν πιστέψουμε στο άσμα του μπάρμπα-Μπρίλιου:
«Και τον ετάιζε μέλι με καρύδια, μέλι με καρύδια,
για να κάνει αρχίδια, για να κάνει αρχίδια».

Βλ. και ξυσοκάρυδος, καρυοθραύστης, νατκράκερ

Αμάν αυτή η Μπάρμπαρα είναι βγαλμένη λες απ' το νατκράκερ του Τσαϊκόφσκι! Στην όπερα την ψωνίσανε;

(από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενός κακού μύρια έπονται, και συνήθως η γκαντεμιά δεν μας χαϊδεύει σαν ανοιξιάτικη βροχούλα, αλλά μας ραπίζει αδυσώπητα σαν καταιγιστική πλημμύρα, το φελέκι μου μέσα!

Η έκφραση «μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει» εκφράζει αυτό ακριβώς το αβάσταχτο angst. Όταν δηλαδή όλα τα κακά της μοίρας σου σε παραγουλιάζουν διαδοχικά σαν το άμοιρο χταπόδι στο βράχο της πουτάνας ζωής καθώς η κουφάλα ο δημιουργός σου γνέφει σαδιστικά με το Μητσοτάκειο χαμόγελό του.

Αλλά πού θα πάει, θα γυρίσει ο τροχός. Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!

  1. Φάκα Adidas μου 'πιασε τη φτέρνα
    μπερδεύω το juke box με τη λατέρνα
    πάνω απ’ του τάφου μου το κυπαρίσσι
    μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει
    (Νεοέλληνας, Τζίμης Πανούσης)

  2. Μα καλά, είναι δυνατόν να έχει το eeepc την ίδια wifi με μένα, να την βλέπει η ath5k και να μην δουλεύει; Μαύρη χελώνα με κατούρησε με αυτό το λαπτόπι ρε γμτο!
    (Παραλήρημα κατσαβιδάκια από σχετική ιστιοσελίδα)

  3. Εμένα ως συνήθως με κατούρησε μαύρη χελώνα και στα πρώτα 2χλμ έσπασε το πίσω αξονάκι από το κέντρο του τροχού (Παράπονο ομοιοπαθούς από φοράδα αυτοκινήτων)

(από vikar, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυς. Το λέμε κυρίως για τους γυμνασμένους που οι μύες τους ξεχωρίζουν.

- Βλέπω έχεις κάνει ποντίκια τελευταία! Πλακώθηκες στα γυμναστήρια ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τα σκουπίδια, για πέταμα, για κλάσιμο, για τομπούτσο. Ούτε καν για ανακύκλωση.

Το πέταμα, του πετάματος > του πετάματου > του πεταμάτου > του πεταματού (συμπίπτει να είναι και το εμφατικότερο όλων).

- Καλά δεν ξαναβγαίνω με την παρέα της γκόμενάς μου. Με έχουν όλοι του πεταματού. Τι ζόρι τραβάνε; Βερμουδιάρη με λέει η μία, τσιτσίκο με βρίζει ο άλλος, άσταδγιάλα πια, βαρέθηκα.
- Ναι, αλλά πολύ συγχίζεσαι και δεν θά 'πρεπε. Μήπως θα ήταν καλύτερα να πας να κάνεις λίγο δουλειά με τον εαυτό σου...
- Χέσε μας μωρή Γιαλόμα και συ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μη σλανγκική, πρόκειται για το γνωστό χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καναβάτσο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τσουβαλιών. Είναι αντιδάνειο από το Ιταλικό linazza, το οποίο με την σειρά του ετυμολογείται εκ του λινάριον.

Σλανγκιστί, το λινάτσα και οι παραλλαγές του (μωρή λινάτσα, παλιολινάτσα, κ.λπ.) αποτελεί βρισιά, η οποία απονέμει στους αποδέκτες της τις ίδιες ιδιότητες που φέρει και το ομώνυμο ύφασμα:

1. Φθήνια, έλλειψη τιμής και αρχών.

2. Χείριστη ποιότητα χαρακτήρα ή/και ταπεινή καταγωγή. Στην τελευταία περίπτωση, χρησιμοποιείται με σνομπιστική και απαξιωτική διάθεση.

3. Ελεεινή εμφάνιση (βλ. επίσης πατσαβούρα).

4. Εμφανή ταλαιπωρία από πάσης φύσεως χρήσεις και καταχρήσεις. Έτσι χρησιμοποιείται συχνά στην Κρήτη (βλ. παράδειγμα). Σύμφωνα δε με την λαϊκή σοφία, τέτοιας μορφής λινάτσες έχουν τραβήξει του λιναριού τα πάθη.

Το μωρή λινάτσα αποτελεί μπινελίκι- πασπαρτού και μπορεί να απονεμηθεί εξ' ίσου επιτυχώς σε άτομο οιουδήποτε σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ασίστ: poniroskylo

Έννοια # 1: Πίσω μωρή λινάτσα που πας να παραδώσεις και μαθήματα πατριωτισμού... Εσύ που γλείφεις τα αχαμνά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε κάθε θέμα από το Σκοπιανό μέχρι το Κυπριακό... Εσύ που συντάσσεσαι με κάθε πουστιά των αγγλοαμερικάνων αρκεί να πλήττονται τα ελληνικά συμφέροντα... (πατριωτικό παραλήρημα από κάποιο φόρουμ)

Έννοια # 2: Μωρή λινάτσα, θέλουν και γλυφάδα τα μούτρα σου
(απαξιωτικό σχόλιο από το φόρουμ 4T)

Έννοια # 3: ΛΙΝΑΤΣΑ = ΚΟΜΜΑΤΙ ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ. ΔΗΛΟΙ ΓΥΝΑΙΚΑΝ ΠΑΝΑΣΧΗΜΗΝ ΤΗ ΟΨΕΙ Ή / ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ
(από βλόγιο παράφρονα)

Έννοια # 4: Ο σωματότυπος που αποδεδειγμένα προτιμούν οι γυναίκες ανα τους αιώνες, είναι αυτό που λέμε εδώ στην Κρήτη η «λινάτσα». Αυτός ο οποίος είναι «λινάτσα» είναι πολύ αδύνατος. Αλλά ΟΥΧΙ ο τύπος αδύνατου άντρα απο δίαιτες ή απλά σωματότυπο. Είναι αυτός που έχει ΚΑΕΙ στους μπάφους. Είναι αυτός που έχει ΛΙΩΣΕΙ από την κόκα. Που ΓΑΜΗΣΕ το μεταβολισμό του από τις συνεχόμενες αγρυπνίες για clubbing (...) ΕΚΕΙ πρέπει να ποντάρετε νέοι μου έτσι για μια λαμπρή ερωτική σταδιοδρομία, κι όχι σε δίαιτες γυμναστήρια και λοιπά ξεπερασμένα (από βλόγιο με κρητική διάθεση).

(από Khan, 29/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρονάδα. Λέγεται έτσι επειδή μπορεί να παρασκευαστεί με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να απαιτούνται μαγειρικές γνώσεις. Αυτή η ευκολία εξυπηρετεί τις πουτάνες, λέει, οι οποίες, εκτός από πολυάσχολες, είναι, στη μαγειρική τουλάχιστον, ανεπρόκοπες και ακαμάτρες, όπως θα έλεγε και η Μαλβίνα.

Η μακαρονάδα ως «μακαρονάδα» είναι πολύ νόστιμο αλλά «παιδικό» (κι ως ωσεκτουτού αντισέξ) φαγητό κι ας είναι το φαγητό της πουτάνας -είναι μάλλον η αντισέξ πλευρά της). Μπορεί όμως να καταστεί πολύ δήθεν και γκουρμέ αν την περιποιθούμε (τη μακαρονάδα) αναλόγως και βάλουμε μέσα κάτι άλλο εκτός από τυρί, ντομάτα ή κιμά.

- Α ρε τυχερέ, έχεις και τη Λίτσα να σου μαγειρεύει, τι να πουν οι καημένοι οι φίλοι σου τα μπακούρια... Μη μιλάς καθόλου.
- Ναι καλά, το φαγητό της πουτάνας τρώω κάθε μέρα ο μίζερος. Μακαρόνια, μακαρόνια, μακαρόνια, έχω γαμηθεί στο ζυμαρικό.
- Τουλάχιστον γαμείς και τίποτα;
- Ε, που λέει ο λόγος.
- Μεγάλε, μάλλον έχει πιάσει γκόμενο και σε ξεπετάει.
- Α την πουτάνα, λές;

... puttanesca ... (από Vrastaman, 15/11/08)... ωσαύτως puttanesca ... (από poniroskylo, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified