Αποτελεί σύντομο διάλογο σε μπαφοκατάσταση. Μετά το πέρας αρκετών γύρων του μπάφου που έχει αρχίσει και επέρχεται σχετικά ο κορεσμός των συνδαιτυμόνων σε THC ή σε λιγότερο οργανωμένες παρέες που δεν τηρούν τον κανόνα του ρολογιού (το τσιγάρο να γυρίζει αυστηρά από το ένα άτομο μόνο προς αυτόν που κάθεται αριστερά του, ώστε να γίνεται ένας κύκλος) ο κάτοχος του μπάφου λέει τη λέξη «Μποπ» και όποιος από την παρέα απαντήσει τη λέξη «Μάρλεϋ» τον παίρνει.

Αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στο να εξασφαλίζει γρήγορα και άκοπα τη διαδοχή του μυρωδάτου τσιγάρου προς το άτομο της παρέας που το θέλει περισσότερο, ενώ είναι και αποδεδειγμένα λιγότερο κλασμένος από τους άλλους, αφού κατάφερε να συγκεντρωθεί και να απαντήσει πρώτος στο κάλεσμα του χόρτου. Επίσης είναι και ένας εύκολος τρόπος για τον κάτοχο του γάρου να το γυρίσει χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί τίνος σειρά είναι και να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει τον επόμενο στη διαδοχή, ο οποίος ίσως είναι τελείως ζάντα για να ανταποκριθεί γρήγορα ή μπορεί να έχει δηλώσει στον προηγούμενο γύρο πως δεν θέλει να πιει άλλο. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πλεονέκτημα για τον εκκινητή της διαδικασίας Μπομπ-Μάρλεϋ είναι πως δεν είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί/τεντωθεί/ζοριστεί για να περάσει το τσιγάρο στον επόμενο, καθώς αυτός που θα πει το «Μάρλεϋ» έχει την ευθύνη να πάει να το παραλάβει ο ίδιος.

Ο διάλογος αυτός αποτελείται από το όνομα του θρυλικού μουσικού Bob Marley, ο οποίος είναι γνωστός πέρα από τη μουσική του και για τη συχνή και βαριά χρήση μαριχουάνας, οπότε αποτελεί ένα φόρο τιμής στο πρόσωπό του. Ο διαλογικός τρόπος εκφοράς του ονόματος του Bob Marley φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από το παιχνίδι Marco Polo, το οποίο είναι ένα είδος τυφλόμυγας στο οποίο ο παίχτης που έχει δεμένα τα μάτια του φωνάζει «Marco», ενώ οι υπόλοιποι παίχτες «Polo» και ο πρώτος παίχτης προσπαθεί να ακολουθήσει τη φωνή τους για να τους πιάσει.

(21:21) Θάνος: Μπομπ
(21:22) Νάσος: Μάρλεϋ
(21:23) Θάνος: Φφφφφ, μια τελευταία τζούρα.
(21:25 και 3 τζούρες μετά) Θανάσης: Μάρλεϋ
(21:26) Νάσος: Ε το έχω ζητήσει ήδη ρε φίλε, με 3 τζούρες είμαι όλο το βράδυ. Εσείς έχετε πιάσει τα 7 μάρλευ και εγώ δεν έχω φτάσει ούτε το πρώτο.
(21:27) Θανάσης: Καλά ρε φίλε, άραξε θα στρίψουμε κι άλλο. Πήγαινε φέρε τα χαρτάκια.
(21:28) Νάσος: Πάλι εγώ να σηκώνομαι;
(21:39) Θανάσης: Μόνος σου το είπες πως είσαι χαμηλά στην κλίμακα.
(21:45) Θάνος: Έλα πάρ'το.
(21:46) Νάσος: Τι πάρ'το ρε; Αυτή είναι μόνο η τζιβάνα!
(21:47) Θάνος: Άραξε μωρέ έχουμε σταφ. Φέρε τον τρίφτη. Και καμία σοκολάτα.
(21:55) Θάνος: Μποπ
(21:56) Θανάσης: Μάρλεϋ
(22:00) Νάσος: Πάλι δε θα πιω τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.

Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.

Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.

- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρε Πέντε (βαθμούς)!

Εύχρηστος και συμβολικός τρόπος επιβράβευσης ορισμού ή σχολίου στο σλανγκρ, ελλείψει βαθμολόγησης/αξιολόγησης.
Ινσέψιο με Dave Brubeck και το μυθικό του Take Five**. Όπως έλεγε και ο acg για το Brubeck του, "επιστρατεύεται για τις ανάγκες του σάιτ, για να δηλώσει ότι ο εκφέρων πέρα από σπεκ, σπεκάουα, σπέκια κι αστρασπέκια, έχει και μουσικές γνώσεις ικανές να συνοδεύσουν την μέγιστη ποντοδοσία*".
Μπορούν εδώ επίσης να προστεθούν κι οι αστερίες, το +1, το κούdoς, το λανάτο κ.ά. που χρησιμοποιούνται τελευταία εντατικά κι από ανάγκη, όπως αναφέρθηκε εδώ.
*Take Five.

+5 παράδειγμα. Ολταιμκλά σικ. (εδώ)
Από μένα 5+5 στα σχόλιά σου βικ! (εδώ)
5+5, που δεν τα βάζω συχνά. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).

Πάσα: Κνάσος.

Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα σε μορφές τέχνης που κλέβουν από την αισθητική των «πρωτόγονων» φυλών τση Αφρικής, τση Ασίας, τση Ν. Αμερική τση και τση Ωκεανίας. Το έθνικ ζου-λουκ παρείσφρησε στην δυτική αισθητική μέσω σχολών μοντερνισμού τ. εξπρεσιονιστέ, κυβιστέ, τιραμισουρεαλιστέ και στην μουσική μέσω τση επιρροής μελαψών αγγλοσαξόνωνε που μάς έδωσαν τα μπλουζ, την γαμοτζάζ και την ροκ.

Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε εντεχνindie τατουάζ με «φυλετικά» σύμβολα-ντεμεκιές που φοριούνται πολύ από εθνίκια (και μη) σε ξεκωλόσημα, μανίκια, ταπετσαρίες, και ταλιμπάν. Πέον να σημειωθεί ότι υπάρχουν και τα άλλα εθνίκια, που επικελούνται το όρο ως φερετζέ για τη σβάστικα που έχουν χτυπήσειΜΟΙΝ ΜΕ ΠΑΡΕΞΥΓΗΤΑΙ ΚΗΡΙΕ ΥΣΑΓΚΕΛΕΦ, ΙΝΕ ΠΑΝΑΡΧΕΩ ΖΟΡΡΟΑΣΤΡΙΚΟ ΣΗΜΒΩΛΟ»).

Σπανιότερα, η τραϊμπαλιά περιγράφει είδη μουσικής με έθνικ ρυθμούς: ξέφρενα μπόνκγος, άναρθρες κραυγές, αφρικάνικοι κώλοι που τουερκάρουν, κιέτσ'. Βλ. πιχί την εισαγωγή του Sympathy for teh Devil των Stones.

Εκ του λάτιν tribus (φυλή) και του γαμοσλανγκοτέτοιο -ιά.

1. Η τραϊμπαλιά πάνω απ΄ την κωλοχωρίστρα σου δεν είναι ο νέος Παρθενώνας. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση πως κάποιος έβλεπε τον κώλο σου για κάνα δίωρο.

2.
Nαι, η τραϊμπαλιά στη μέση ΓΙΑ ΜΕΝΑ είναι βλαχιά. Τι να κάνω τώρα;

3.
Αυτό που μας απασχολεί είναι ότι μερικές από τις πιο σέξι Ελληνίδες έχουν επιλέξει να βάλουν μελάνι στο δερματάκι τους. Χρύσα Δρακάκη Δεν ξέρω ποια το έκανε πρώτη αλλά Σάσα, Εύα και Χρύσα έχουν τατού στο ίδιο μέρος. Ντεμέκτραϊμπαλιά θα το χαρακτήριζα το συγκεκριμένο, αλλά ποιος είμαι εγώ ο φτωχός για να δώσω χαρακτηρισμό.

4.
Μεγάλος ντράμερ ο Ίγκορ, πολύ μεγάλος, πιστεύω ότι ήταν ο πιο «μουσικός» παίχτης στους σεπουλτουρα από την αρχή, κι ας ήταν ο μικρότερος ηλικιακά. Τρελό γκρουβ όπως ειπώθηκε, η τραϊμπαλιά κυλάει στο αίμα του και μορφάρα πάνω στη σκηνή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος μέταλλικός χαιρετισμός παύλα προτροπή να μην παρατήσει κάποιος τα ιδεώδη του μέταλ και αρχίσει να ακούει σάμπλες και τέτοιες αηδίες. Μάλλον πλέον πέφτει ως αστείο, εκτός και φταίει που έχω μεγαλώσει και ακούω ποστίλες, ψαγμενιές, γαμωτζάζ και ρυζόγαλα.

- Καληνύχτα μωρό μου.
- Στέυ χέβυ.

(από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα η λαϊκά τραγούδια, χορούς, γλέντια κλπ. Προέρχεται από το τούρκικο παραπονιάρικο και νταλκαδιασμένο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά. Οι 2 τελευταίοι εξελληνισμένοι τύποι μάλιστα, απαντώνται αυτούσιοι σε ρεμπέτικα τραγούδια. Εξελικτικά, παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα.

Συνδυάζεται συχνά με το συνηθέστερο «αμάν».

... Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου, αμάν-γιάλα, όταν το πετάς και δε με πιάνει, αμολάς το δάκρυ σου ...
(τραγ. Στέλιου Καζαντζίδη)

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι συσσλανγκισταί,

Είναι μήνες που έχω στο πρόχειρό μου προς επεξεργασία, εμπλουτισμό κλπ κάποια λήμματα, όλα παρμένα από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006,
άρθρο Μαρίας Μαρκουλή.

Αποφάσισα ότι δεν έχω καμία έμπνευση ή περαιτέρω γνώσεις να τα επεξεργαστώ. Ούτε και έχει νόημα να τα αντιγράψω απλά, όπως έκανα με κανα δυο άλλα από τη λίστα αυτή (δεν τα θυμάμαι τώρα). Επίσης δεν χωράει να τοποθετήσω όλο αυτό το κατεβατό στο ΔΠ.

Σκέφτηκα λοιπόν να τα χώσω όλα μαζεμένα εδώ ώστε, όποιος θέλει, να τσιμπήσει ό,τι θέλει, να το δουλέψει και να το αναρτήσει ως αυτόνομο λήμμα, αναφέροντας πάντα την δημοσιογράφο ως πηγή.

Αν περάσει κανα μηνάκι και ουδείς έχει ενδιαφερθεί, τότε θα τα κοπιάρω απλά ένα-ένα και θα τα αναρτήσω ξεχωριστά.

Τα παραθέτω ως εκ τούτου στο Παράδειγμα. Πιθανόν κάποια να τα έχουμε ήδη ή κάποια να μην ευσταθούν και τόσο.

Όποιος διαλέξει κάποιο, ας το δηλώσει στα Σχόλια ώστε να ξέρουμε ότι το λήμμα είναι υπό επεξεργασία.

Α, και δεν βαθμολογείτε εδώ, εννοείται.

Σαμπλάρω. Από το σαμπλ - δείγμα. Παίρνω κομματάκια από άλλες μουσικές και τα προσθέτω στο καινούργιο μουσικό κομμάτι που δουλεύω. Π.χ.: Ωραία ιδέα είχε η Μαντόνα να σαμπλάρει Abba, ε;

Μιξάρω. Ανακατεύω τα μουσικά συστατικά ενός κομματιού. Για να τα βάλω σε τάξη ή σε αταξία. Να φτιάξω από αυτά καινούργιο κομμάτι ή ριμίξ. Π.χ.: ωραίο των U2; Και πού να το ακούσεις σε ριμίξ του Όκενφολντ!

Βαράω. Παίζω (ως ντιτζέι) δυνατά ή απλώς παίζω μουσικές ως ντιτζέι. Π.χ. Ο Βαρέλα βάραγε πολύ. Τι να σου πω; - εγώ έφυγα, αλλά μου είπαν ότι βάραγε ώς το πρωί.

Κατεβάζω. Όχι από κάπου ψηλά, αλλά από κάπου εκεί έξω. Από τη μεγάλη ανοιχτή αγορά του Ίντερνετ μπορείς να «αγοράσεις» κομμάτια και να τα ακούς στον υπολογιστήι, στο i-pod, στο CD-player. Παράδειγμα: Κατέβασα System Of Α Down χθες βράδυ. Καμία σχέση με το: σας παρακαλώ μού κατεβάζετε εκείνο το βινύλιο από το πάνω ράφι;

Ψήνω (αλλά και... κόβω). Αντιγράφω. Από ένα CD στον υπολογιστή και από εκεί όπου με βολεύει. Παράδειγμα: να σου ψήσω Depeche Mode; Κόψε μου και μένα μία Μαντόνα. Και η μουσική μια μεγάλη κουζίνα είναι.

Ραπάρω. Απαγγέλλω σαν ράπερ, χωρίζοντας τις συλλαβές πάνω στον ρυθμό. Παράδειγμα: μη μου πεις ότι ραπάρει και ο Μαζωνάκης; Εμ τι;

Ουσιαστικά

Εμ Σι (MC), ο. Από το Master (of) Ceremony. Αρχικά εκείνος που ενώ έπαιζε ο ντιτζέι (ή οι μουσικοί) έπαιρνε το μικρόφωνο και χαιρετούσε κόσμο ή παρακινούσε το κοινό να διασκεδάσει και τις κοπέλες να χορέψουν. Μετά πήρε όλο το παιχνίδι επάνω του. Και όλα λόγια και όλα τα κορίτσια.

Λάπτοπ, το. Ο φορητός υπολογιστής ως μουσικό όργανο, στο στούντιο, αλλά και στις συναυλίες. Παράδειγμα. Στην κιθάρα ο Τζόνι Κρεμίδης, στα ντραμς η Μαίρη Αλατίδου και στα λάπτοπ ο Μίστερ Πέπερ (χειροκρότημα).

Μαύρο, το. Συνήθως σε πληθυντικό - μαύρα. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιτζέι. Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b. Π.χ.: τι ακούς; αυτόν τον καιρό πολλά μαύρα.

Μαύρος, ο. Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Παράδειγμα: μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο (άνευ ρατσιστικής χροιάς).

Μιξτέιπ (mixtapes), οι. Κάποτε κασέτες με κομμάτια ραπ σπάνια ή ακυκλοφόρητα. Σήμερα έχουν φανατικό κοινό και τρελές πωλήσεις. «Αν κάνεις σουξέ σε μιξτέιπ (λέει ο Σνουπ Ντογκ) σημαίνει πως σκοράρεις στα κλαμπ!».

Σούστα, η. Ούτε κρητική ούτε ποντιακή ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ. Π.χ. Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Φράσεις-κλειδιά

Πανικός στην έξοδο: Όταν ο dj αδειάζει το κλαμπ. Παράδειγμα: Πώς έπαιξε; Τι να σου πω, πανικός στην έξοδο.

Απόψε παίζει μακαρονάδες: Παίζει (ο τζόκεϊ) χάουζ με πολλά φωνητικά και γλυκά, μελωδικά, ρυθμικά κομμάτια.

Χθες, πάντως, έπαιζε παπάδες: Έπαιζε πάρα πολύ καλά (και όχι εκκλησιαστικά τροπάρια).

βλ. και άπενος, σιδηρόδρομος, πληκτράς, ξυλοκόπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified