Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικρατεί βαβούρα, γίνεται μπάχαλο, το έλα να δεις, ο καθένας μιλάει δυνατά και λέει ό,τι νά 'ναι, δημιουργώντας τελικώς ένα γενικό μπουρδέλο όπου κανείς δεν ακούει κανέναν.

Σύνηθες φαινόμενο στην παραθυρομουρμούρα με τους εισαγγελάτους και τους δημοσιοκάφρους να δίνουν το σύνθημα και οι μόνιμοι φωνακλάδες καλεσμένοι να στήνουν ένα κωλοχανείο.

Λέγεται όμως και για μαγαζιά που έχουν πολλή και θωρυβώδη πελατεία.

Από τον όλο αυτό τζερτζελέ δεν πρόκειται να βγει τίποτα, διότι ακόμα κι αν ο μουγκός πονάει πάνω στο φίκι-φίκι δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά και να μιλούσε, στου κουφού την πόρτα...

- Αποστόλη σήμερα θα φέρω μια παρεούλα στην ταβέρνα που παίζεις, να μας πεις κανένα τραγουδάκι από τα καλά που ξέρεις. Κλείσε τραπέζι δίπλα στο παταράκι να σ' ακούμε καλύτερα.
- Κοντά-μακριά ρε Νικόλα, τζάμπα θα έρθετε. Γίνεται πανικός εκεί μέσα, τους μουσικούς μας γράφουν στην καραπουτσακλάρα τους ο κόσμος. Ούτε ραδιόφωνο να ήμασταν.
- Τόσο πολύ ρε κολλητέ;
- Χαμός σου λέω... Γαμάει ο κουφός τον μουγκό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sci-fi κραυγή αυτοηδονισμού που σημαίνει με γουστάρω, με πάω με χίλια, χύνω για την πάρτη μου. Προέρχεται από τους θαμώνες των στριπτιτζάδικων και κωλόμπαρων εις τα οποία ο μετρ (...) υποδεικνύει με χρήση lazer pointer τον δικαιούχο του επόμενου χορού... Είναι όπως τους προβολείς της δημοσιότητας-διασημότητας, αλλά για τις εφήμερες απολαύσεις της ψευτο-large παρακμής... Στο μέλλον, όλοι θα δικαιούνται 5 λεπτά λεϊζεροσύνης....

- Φίλε μου, αυτή τη στιγμή που μου μιλάς, το πέος μου πονάει....
- Γιατί ρε δικέ μου;
- Γιατί έκανα άγριο έρωτα....
- Λέγε ρε μαλάκα....
- Εγάμησα στο όνομα της ανθρωπότητας και του δίκαιου Θεού τη Λίλιαν...
- Ιιιιιιι!!!! αούα!
- Ναι, ναι, ναι, ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ΤΑ ΛΕΪΖΕΡ ΑΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΟΛΑ ΕΔΩ, ΣΕ ΜΕΝΑ!!! Αααα, κάτι τέτοιες στιγμές με πάω πολύ ρε πούστη μου.....

(από xalikoutis, 06/11/08)θύμα του πάθους  (από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική γκανγκστερική απειλή, που σημαίνει «θα σε τσιμεντάρω» ή «θα σε κάνω ντόκ» = θα σε καθαρίσω (δια της κάτωθι μεθόδου).

Ως γνωστόν τοις πάσι (από τις ταινίες), οι μαφιόζοι στην Αμέρικα συνήθιζαν να συλλαμβάνουν νύκτορες τον αντίπαλό τους και να κρατούν τα πόδια του βουτηγμένα σε μια κοινή πλαστική λεκάνη, γεμάτη με υγρό τσιμέντο, ώσπου να πήξει.

Όταν πλέον τα πόδια είχαν γίνει ένα με το τσιμέντο, τον πετούσαν κάπου στ’ ανοιχτά ή σε κάποιο ποτάμι και πήγαινε βολίδα στον πάτο, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη της δολοφονίας. Ήταν δε πλέον σαδιστικό, να ρίπτεται ζωντανός ο αντίπαλος στο νερό...

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση των mobsters (ιταλο-αμερικάνοι που δεν καλομιλούσαν τα εγκλέζικα) για τους εκτελεσθέντες αντιπάλους τους “he sleeps with the fishes” = «ξέχνα τον αυτόν, κάνει παρέα στα ψάρια», ενώ παράλληλα και συμβολικά έστελναν σε πακέτο ένα ψάρι στην αντίπαλη συμμορία, ώστε να μην τρέφουν αυταπάτες για το μέλλον του συντρόφου τους.

Η έννοια λοιπόν, πέρασε και στη νεοελληνική με την ανάπτυξη δομημένων εγκληματικών οργανώσεων ή έστω την εμπέδωση των χολιγουντιανών μεταφορών του αμερικάνικου υποκόσμου και η αναφορά εδώ γίνεται στο αλήστου μνήμης ποδοσφαιράκι Subbuteo, όπου τα πόδια των παικτών ήσαν στερεωμένα σε μια βαθουλωτή βάση, για να στέκονται όρθιοι όπως τα παλιά στρατιωτάκια.

Η αναλογία με το δοτό έρεισμα του ατυχούς κακοποιού είναι προφανής, χώρια ο συνειρμός με την ομόηχη έκφραση «πήγε σούμπιτος»...

Στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), αφού η Βασιλειάδου έπρηξε τα ούμπαλα στο Ν. Σταυρίδη και Μ. Φωτόπουλο με τις φορτικές περιποιήσεις της, ο τελευταίος αγανάχτησε λέγοντας «εγώ αυτή, θα τη χτίσω»!

Αλλά, καλύτερα να μην επεκταθούμε σε βασανιστικές εκτελέσεις ανά τους αιώνες με λογής-λογής χτισίματα (π.χ. Παυσανίας) ή αυτοτιμωρίες σε σφραγισμένα δωμάτια (βλ. «Παναγία των Παρισίων»), για θα πάει μακριά η βαλίτσα...

Αφιερωμένο στον Κωστάκη του Μεγάλου Κάστρου.

-Τι θα κάνουμε με το Δικαστήριο της Δευτέρας;
-Εντάξει έχω μιλήσει, θα τη σκαπουλάρουμε...
-Κι αν καταθέσει ο Β;
-Ε, θα πει αυτά που είπαμε...
-Εγώ έμαθα ότι άλλα έλεγε χτες στην Λ. Τον ψήνει κι ο Α, που τον έχει από κοντά και παίζει να μας τα γυρίσει...
-Καλά, πάρε τότε τηλέφωνο τον Ξ και πες του να πάει να τον βρει και να του δώσει κάτι παραπάνω. Άμα αρχίσει τα σούξου-μούξου, από παραλίες δόξα τω Θεώ τίγκα η Ελλάδα, θα τον κάνω σουμπούτεο. Αυτό να του πει...

Παίχτης που έχασε το πέναλτυ σε τελικό... (από HODJAS, 25/05/10)Andrés Escobar Saldarriaga... τον κάνανε σουμπούτεο για να μη ξαναβάλει αυτογκόλ... (από Jonas, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόλογος: Η σύγχρονη ζωή, που μας παρασέρνει ώστε να χρησιμοποιούμε αλληλοσυνδεόμενα γκατζετάκια ακόμα και στην τουαλέτα (βλ. σχετική αναφορά στο λήμμα σλανγκοπαθής), με πρώτα και καλύτερα τα κινητά (τα οποία κουβαλάμε πάνω μας, κολλητά με το σώμα μας, ενίοτε δυο-δυο και σπανίως απενεργοποιούμε), μας έχει μπλέξει με την ανοχή μας σε μια, πρωτοφανή για την φυσική ιστορία του πλανήτη μας, πλημμύρα πηγών ύποπτης ακτινοβολίας η οποία δύσκολα θα βγει σε καλό για την υγεία μας.

Η πρωτότυπη σλανγκιά: Ακουσμένη από πιλότο πολεμικής αεροπορίας, η έκφραση αποδίδει την ελαφρώς μοιρολατρική ανησυχία αυτών των ανθρώπων για το γεγονός ότι σε πολλά μαχητικά, κάτω από τη θέση τους στο κοκπιτ, βρίσκονται όργανα ραντάρ που εκπέμπουν ισχυρότατες ακτινοβολίες, προς τα έξω βέβαια, αλλά για μια αμερικλανιά ή μια γαλλικούρα που δεν φτιάχτηκε από χέρια ελληνικά δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Έτσι, λοιπόν, φοβάται κανείς πως, μετά από μια περιπολία στο Αιγαίο πέλαγος μπορείς να αρμέξεις τη σαύρα χωρίς ν' ανάψεις το φως, αφού οι όρχεις σου θα φωσφορίζουν από την ακτινοβολία που απορρόφησαν...

Η γενίκευση: Κάθε φορά που κοιμόμαστε σε δωμάτιο απέναντι από μια και καλά διαφημιστική πινακίδα ή κανέναν διώροφο ξεκάρφωτο θερμοσίφωνα, τα οποία κρύβουν φυσικά κεραία κινητής τηλεφωνίας, κάθε φορά που το καλοκαιράκι βάζουμε στην μπανάνα μας ένα και δύο και περισσότερα κινητά να κάνουν παρέα στον παργαλάτσο μας, κάθε φορά που οι καημένοι οι φαντάροι και οι μονιμάδες των διαβιβάσεων μπαίνουν στα ΕΡΜΗΣ και στα παρόμοια (που πιάνουν μέχρι και τα σιμπί των ταξί της Άγκυρας, λέμε τώρα...) η έκφραση έρχεται να προβλέψει και να ξορκίσει ταυτόχρονα το κακό που μπορεί να πάθουν τα ανεκτίμητα αυτά μέλη μας.

Να σημειωθεί ότι στους στρατιωτικούς δίνουν κάτι γάλατα (!) για αντιστάθμισμα. Είναι να μην ανησυχήσεις περισσότερο;

- Νταξ ναούμ, το παράκανες λίγο. Ψυγείο με WiFi και ίντερνετ;
- Για να μην απασχολώ το πισί που κατεβάζει με δορυφορική.
- Ο δεύτερος υπολογιστής;
- Τον έχω με WAN με το πανεπιστήμιο.
- Στα τρία χιλιόμετρα; Καλά τι κεραίες έχεις βάλει;
- Είναι όλα προβλεπέ για να μην παρεμβάλλονται με τα κινητά και τα iridium, ντοντ γόρι.
- Εγώ φίλε σ' αυτό το σπίτι δεν κοιμάμαι. Καλά ρε, δεν φοβάσαι για την υγεία σου; Ουρά θα βγάλεις στο τέλος! Τ' αρχίδια μου φωσφορίζουν εδώ μέσα...

Φωσφοριζέ αρχίδια για το αυτοκίνητo. Τι θα πει πού ακριβώς χρειάζονται; (από patsis, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκό δέρμα, ωχρό πρόσωπο, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Ειρωνικό, για τον άνθρωπο που δεν τον βλέπει ο ήλιος επειδή τριγυρνάει σε μέρη σκοτεινά με σκοπό το πιοτί. Παλιομοδίτικος τρόπος ζωής, που έχει όμως ακόμα οπαδούς.

Ασίστ: Ν.Μ., φίλος πότης.

- Πάμε για κανα μπανάκι ρε συ να σε δει λιγάκι ο ήλιος να πάρεις χρώμα.
- Ρε δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω το μαύρισμα του πότη.

(από alamo, 21/06/10)Ο Μπουκόφσκι στα 70 του (από Khan, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική μπουδελοσλάνγκ του επίσης συνθηματικού «σερβίρει φραπέ».

Τα ευαγή ιδρύματα που σερβίρουν καφέ αποκαλούνται φραπενεία ή φραπενέδες, οι δε λειτουργοί τους φραπεδιάρες. Τα είδη φραπέ που σερβίρονται ποικίλουν: με καλαμάκι, φραπόγαλο, μακιάτο, ποδοφραπέ, με μπριζόλα, κ.ταλ. Όσα δεν σερβίρουν αποκαλούνται ντεφραπεϊνέ, και οι επίμονοι θαμώνες τρώνε πόρτα λόγω αφραπάζ, θεωρούμενοι personae non frappa.

Μια σύντομη ιστορία του σερβιρίσματος καφέ.

Ανασεισίφαλλαι πρόσφεραν νηφοκοκκόζωμο σε πορνοκόπους ευφραπαίδες από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Το σερβίρισμα καφέ per se (πέρα από τα πλαίσια των εργασιών του αρχαιότερου επαγγέλματος) παραδόξως ξεκίνησε στα εβδομήνταζ από μέντιουμ που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες τους σε περιοδικά όπως ο Θησαυρός, η Βεντέτα και το Ρομάντζο (βλ. εδώ). Επρόκειτο για πρόδρομους των μασατζίδικων, που πήραν πανηγυρικά την σκυτάλη στα ογδόνταζ.

Στα ενενήνταζ, πολλά στριπτιζάδικα μετουσιώθηκαν σε φραπεδομάγαζα, όπου ο καφές έρεε άφθονος σαν καμπανίτης οίνος. Η κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων επηρέασε την βιοποικιλότητα των Flocafe με την κάθοδο δίμετρων ουκρανάιζερ κ.α. ειδών φραπόμουνων.

Το paradigm shift κλιμακώθηκε περαιτέρω με την παγκοσμιοποίηση, και ο σημερινός φραπεδοκράτορας έχει to embarras du choix να φραπεδιάζεται πίνοντας καφέ από όλες τις ηπείρους και στη συνέχεια να καταγράφει τις εμπειρίες του και να ανταλλάσσει φραπεδοκουβέντες σε σχετικές ιστιοσελίδες.

[img]http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f4/Cafe_bombon2.jpg/220px-Cafe_bombon2.jpg[/img]

Σ.ς.: αφιερώνεται σε όλους τους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ: στον χαμένο ποιητή Γιάννη Μίχα που ανέβασε το πρώτο φραπελήμμα (φραπεδιά) σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια καθώς και στους άξιους συναγωνιστές Dirty Khank, Gatzman, ΜΧΣ, electron, Αλλιβέ, κ.α. Liberté, égalité, frappernité!

1. Φιλε megousta καλη η nova αλλα μεχρι εκει. δεν σερβιρει καφε, σε μενα τουλαχιστον, αν και την εχω παρει αρκετες φορες για χορο στο παταρι

2. Εχει παρει χορο κανεις μια κατερινα ελληνιδα πιτσιρικα; μου φανηκε πολυ εκφυλο...Moυρλή κεφαλλονίτισσα... Έκφυλη, βρωμόστομη, και απολύτως ελεύθερα πιασίματα στο πριβέ... σεξ σοου κανονικό (είπαμε: δε σερβίρει καφέ το κατάστημα)

3. Ο χορός στη πίστα ένα ατελείτο ζάλισμα του στύλου που μάλλον γέλιο προκαλεί μερικές φορές. Τελική κατάληξης στα χέρια της εργάτριας Λουίζας που σερβίρει τον καφέ με μπόλικο αφρό κατά της 6 και αναχώρησης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν μιλάμε για εθνική εορτή ή για ορκωμοσία νεοσυλλέκτων, πρόκειται για μια απόλυτα κατανοητή σύνδεση δύο λέξεων, νομίζω.

Ωστόσο, άλλο εννοεί εδώ ο ποιητής.

Είναι συνθηματική έκφραση που περιγράφει στους ενδιαφερόμενους ότι στο πάρτυ παίζουν σνιφαρίσματα των τρένων πάνω στις γραμμές της κοκαΐνης και ότι το όλο σκηνικό μάλλον θα καταλήξει σε μια ωραία παρτούζα, με τα έμπειρα παστάκια, τα πύρκαυλα μιλφέιγ και τους ψωλαράδες κάθε λογής να επιδίδονται σε σχηματισμούς και ακροβατισμούς που φέρνουν κάπως σε παρέλαση, με ή χωρίς συντονιστή.

(από Vrastaman, 08/05/09)(από Vrastaman, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified