Από το Ιταλικό una faccia una razza που σημαίνει «ένα πρόσωπο, μια φυλή».

Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει τις ομοιότητες του Ιταλικού και του Ελληνικού λαού (ειδικά τους Ιταλούς του νότου), παρ' όλα αυτά μπορεί να επεκταθεί και για να τονίσει οτι δυο άνθρωποι μοιάζουν πολύ.

Η ομοιότητα έγκειται τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά όσο και στη συμπεριφορά. Γι' αυτό μπορεί να ειπωθεί και για πολιτικούς, αφεντικά κτλ.

Η ατάκα έχει ακουστεί και στην ταινία Mediterraneo με τη χυμώδη Β. Μπάρμπα.

  1. — Με τον Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ βρήκαμε την υγειά μας, υπάρχει κράτος επιτέλους.
    — Ασε ρε, ούνα φάτσα ούνα ράτσα είναι όλοι τους. Έρχονται στην εξουσία για να τα πάρουν και να φύγουν.

  2. (από άρθρο στα ΝΕΑ)
    ΟΥΝΑ ΦΑΤΣΑ, ΟΥΝΑ ΡΑΤΣΑ;
    Οι Έλληνες φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη γενετική συγγένεια με τους Ιταλούς απ' ό,τι με τους Ρουμάνους και τους Γιουγκοσλάβους

Ιταλός ή Έλληνας; (από notheitis, 25/05/10)Σε τι διαφερουν οι Ιταλοι απο τους Ευρωπαιους; Καθε ομοιοτητα με Ελληνες, ειναι συμπτωματική (από Παπαρίων, 25/05/10)

Δες και τάλε κουάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Γιατί δεν πάς στο άλλο βενζινάδικο που την έχει πιο φθηνή;
    - Ε τώρα για 5 φράγκα... κλάιν μάιν...

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Εμείς κι εμείς ήμασταν. Κλάιν μάιν...

βλ. και πουτς μάιν κλάιν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλα, υποχθόνια, σιγά-σιγά και με τρόπο, από την πίσω πόρτα.

Ενδεχομένως προκύπτει από το αγγλικό low, το οποίο ελληνοποιήθηκε ελαφρώς, για τις εγχώριες γλωσσικές ανάγκες.

Πιθανόν μάγκικης προέλευσης, ωστόσο έχει καθιερωθεί και στην καθημερινή σλανγκ στις μέρες μας.

Πριν προλάβουμε καλά-καλά να χωνέψουμε τον οβελία, ξαναχτύπησε η «τρομοκρατική οργάνωση» spread! Για να μας θυμίσει ότι, η εβδομάδα των Παθών πέρασε και αρχίζει η εποχή του μαρτυρίου.

Πόσο σοβαρός μπορεί να είναι ο ισχυρισμός ότι τα spread απογειώθηκαν μόλις κάποιο κυβερνητικό βαθύ …λαρύγγι διέρρευσε το …επτασφράγιστο μυστικό στα κοράκια της διεθνούς κερδοσκοπίας;

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως οι αγορές είναι έτοιμες να αποδεχθούν ακόμη και ανυπόστατες φήμες και αντιθέτως αρνούνται κάθε ελληνική προσπάθεια;

Το χθεσινό παράδειγμα «βγάζει μάτια». Η διάψευση της ανώνυμης κυβερνητικής πηγής από τον υπουργό Οικονομικών έγινε αργά το απόγευμα, ενώ όλα είχαν διαμορφωθεί.

Τα πράγματα είναι απλά. Προετοιμάζεται το .......έδαφος για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μάλιστα το φέρνουν λάου - λάου, ώστε στο τέλος να το υποδεχθούμε όχι ως ολέθρια επιλογή, αλλά ως λύση επιβεβλημένη, ως αναγκαίο κακό, αν όχι ως σωτηρία!

Άλλωστε οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν πιο κοντά και τη συζήτηση για νέα μέτρα, την οποία ήδη έχει ανοίξει, εμμέσως, τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση ως «αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές

(απ' εδώ)

Ceci n\'est pas Lau-Lau (από Vrastaman, 16/04/10)(από joe909, 11/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον μπαρμπα-Λουντέμη, πρόκειται για τουρκισμό αηδή και ανεπίτρεπτο, για χαμιτισμό και ατατουρκισμό του αισχίστου είδους και άλλα τέτοια τερπνά.

Με μια ψυχραιμότερη ματιά, πρόκειται για ένα παράγωγο της πολυσήμαντης τουρκικής λέξης taraf. Στο λεξικό μετράω 7 σημασίες όπως πλευρά / μεριά / όψη κλπ. Κυριολεκτικά tarafιndan σημαίνει «εκ μέρους του», «από την πλευρά του».

Με τον ερχομό της κατά δω η λέξη αποκτά τη νέα σημασία της γεωγραφικής προέλευσης / καταγωγής, και απ' όσα βλέπω, μόνο αυτή. Ωςεκτουτού, στα ελληνικά συντάσσεται με τοπωνύμιο το οποίο προηγείται της λέξης και αποδίδεται ως «από....μεριά».

Μάλλον ρετρό υποκοσμιακή σλανγκ θα τη χαρακτήριζα, αν και πριν 15-20 χρόνια είχα ακούσει στη ροή του λόγου μη τουρκόφωνης και μη τουρκομαθούς καλλιεργημένης σαλονικιάς φίλης τη φράση «Ισταμπούλ ταραφιντάν» ως δηλωτική σχέσης με / προέλευσης από την Πόλη. Δεν ξέρω αν είναι σε όποια χρήση στη Σαλονίκη πχ. Ας μιλήσουν οι βόρειοι.

  1. - Εσείς καλέ, είστε από πού;
    - Κρήτη ταραφουντάν κούκλα μου [...]
    επαέ

  2. AΞΙΩΜΑΤΑ...ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΕΣ...ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ...ΜΑΣΤΕΡ ΠΛΑΝ... ΚΑΦΕΝΕ...ΤΑΡΑΦΙΝΤΑΝ! εκεί

  3. Mπουρντά λύνονται οι απορίες εγκλεζακίου σχετικά με τη χρήση του tarafιndan στην καθομιλουμένη τουρκική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο.

Αυτομάτως ωστόσο ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα. Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι»; Για άλλη μια φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ένα παλαιό είδος υποδήματος (οθωμανικά: papuç / παπούτσι ) ήταν το çarık,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι / cariha», δεν εννοούσαν πώς έγινε παπούτσι, αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε.

Το στόμα μου έγινε τσαρούχι, ξεράθηκε και ελλείψει σάλιου πλήγιασε...

...κι ας είναι και çarık. (από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαπουλάρω σημαίνει γλιτώνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ από κάποια δυσμενή κατάσταση με μικρό (συγκριτικά) ή καθόλου κόστος. Η βαρύτητα της κατάστασης ποικίλει από κάτι ανώδυνο έως τον θανάσιμο κίνδυνο.

Επίσης, λέγεται αντί του κάνω κοπάνα για ορισμένο χρονικό διάστημα από τα καθήκοντα μου (εργασία, σχολείο, οικογενειακές, νομικές υποχρεώσεις κτλ.), πάλι με μικρό τίμημα όμως.

Η πράξη του «σκαπουλάρω» λέγεται σκαπουλάρισμα.

Ετυμολογία: από το ιταλικό scapolare (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»= λύνομαι από τα σχοινιά), το οποίο σημαίνει διαφεύγω, ξεγλιστρώ (αμετάβατο) ή βοηθάω κάτι να ξεγλιστρήσει (μεταβατικό). Αναφέρεται όμως και ως ναυτικός όρος : σημαίνει διαφεύγω κάποιον κίνδυνο ή εμπόδιο στην πλοήγηση, και επίσης, πιο συγκεκριμένα, «ξεμαγκώνω» κάτι (όπως την άγκυρα ή τον κάβο) όταν έχει κολλήσει κάπου.

Ασιστ: Mes από Δ.Π.

  1. Το χόμπι μου είναι να σπαμάρω και να βρίζω, αλλά να τη σκαπουλάρω χωρίς να τρώω μπαν.

  2. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.
    (=θα ζήσει)

  3. Την Παρασκευή να τη σκαπουλάρω από τη δουλειά και μετά σουκού! 4ήμερο μάγκα μου! Αγίου Νικολάου για καφέ, να βλέπω πιπίνια με τα φουστανάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified