Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποια ήταν η Φατμέ και γιατί στο Γενί Τζαμί, ουδείς γνωρίζει. Αλλά, προφανώς, η εν λόγω κυρία συχνότατα έκανε τα κακά της στο συγκεκριμένο τέμενος διότι η έκφραση σημαίνει «έλα μωρέ τώρα, δεν έγινε και τίποτε, δε χάλασε ο κόσμος και στο φινάλε στα τέτοια μας, φιλάρα».

Απαντάται σπανιότερα και ως: «χέστηκε η Φατμέ στο Γκιουλ Μπαχτσέ».

Συνώνυμο είναι και: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».

- Τά 'μαθες; Η κυρία Κωλομεροπούλου φεύγει. 30% αύξηση + πέντε χιλιάρικα μπόνους της έδωσαν οι άλλοι.
- Ε, και; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί.

Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Γενί Τζαμί) (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τα Τούρκικα «Fatma Yeni Camide kendini rezil etti» και σημαίνει «Η Φατμέ ρεζιλεύτηκε στο Γενί Τζαμί».

Στην Τουρκία χρησιμοποιείται για όταν κάποιος γίνεται ρόμπα, αλλά εδώ είναι συνώνυμο του «χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι» και του «τ' αρχίδια μου κουνιούνται», δηλαδή όταν γίνεται κάτι αδιάφορο.

Ενίοτε λέγεται και «Χέστηκε η Φατμέ στο Γιεντί Κουλέ», ώστε να υπάρχει ομοιοκαταληξία.

- Χώρισα...
- Χέστηκε η Φατμέ στο Γεντί Κουλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τούρκικη έκφραση firil filil, που σημαίνει ''γύρω γύρω”. Δηλαδή ότι περιτριγυρίζεις κάτι σιγά-σιγά και το πλησιάζεις.

Γράφεται και «φιρί φιρί».

Φιρί φιρί το πας να σε χτυπήσουν...όλο μέσα στη μέση του δρόμου περπατάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.

Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.

Όρα και τσάτρα πάτρα.

- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά λέμε ή ακούμε την έκφραση: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», εννοώντας ότι έγινε στυφό, ξερό, σχεδόν πληγιασμένο.

Αυτομάτως ωστόσο ο συνειρμός είναι πώς το στόμα μας έγινε κάτι σαν παπούτσι, σκληρό, σαν σόλα. Είναι όμως έτσι; Αυτό εννοούσαν οι παλαιοί όταν έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι»; Για άλλη μια φορά τα πράγματα δεν είναι όπως ακούγονται και φαίνονται. Ένα παλαιό είδος υποδήματος (οθωμανικά: papuç / παπούτσι ) ήταν το çarık,το γνωστό μας τσαρούχι, το οποίο μοιάζει να συνηχεί με την ομοίως οθωμανική λέξη cariha που σημαίνει πληγή. Επομένως όταν οι παλαιοί έλεγαν: «το στόμα μου έγινε τσαρούχι / cariha», δεν εννοούσαν πώς έγινε παπούτσι, αλλά πώς ξεράθηκε, έγινε στυφό και πλήγιασε.

Το στόμα μου έγινε τσαρούχι, ξεράθηκε και ελλείψει σάλιου πλήγιασε...

...κι ας είναι και çarık. (από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.

- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαπουλάρω σημαίνει γλιτώνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ από κάποια δυσμενή κατάσταση με μικρό (συγκριτικά) ή καθόλου κόστος. Η βαρύτητα της κατάστασης ποικίλει από κάτι ανώδυνο έως τον θανάσιμο κίνδυνο.

Επίσης, λέγεται αντί του κάνω κοπάνα για ορισμένο χρονικό διάστημα από τα καθήκοντα μου (εργασία, σχολείο, οικογενειακές, νομικές υποχρεώσεις κτλ.), πάλι με μικρό τίμημα όμως.

Η πράξη του «σκαπουλάρω» λέγεται σκαπουλάρισμα.

Ετυμολογία: από το ιταλικό scapolare (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»= λύνομαι από τα σχοινιά), το οποίο σημαίνει διαφεύγω, ξεγλιστρώ (αμετάβατο) ή βοηθάω κάτι να ξεγλιστρήσει (μεταβατικό). Αναφέρεται όμως και ως ναυτικός όρος : σημαίνει διαφεύγω κάποιον κίνδυνο ή εμπόδιο στην πλοήγηση, και επίσης, πιο συγκεκριμένα, «ξεμαγκώνω» κάτι (όπως την άγκυρα ή τον κάβο) όταν έχει κολλήσει κάπου.

Ασιστ: Mes από Δ.Π.

  1. Το χόμπι μου είναι να σπαμάρω και να βρίζω, αλλά να τη σκαπουλάρω χωρίς να τρώω μπαν.

  2. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.
    (=θα ζήσει)

  3. Την Παρασκευή να τη σκαπουλάρω από τη δουλειά και μετά σουκού! 4ήμερο μάγκα μου! Αγίου Νικολάου για καφέ, να βλέπω πιπίνια με τα φουστανάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified