Further tags

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Ιταλικό una faccia una razza που σημαίνει «ένα πρόσωπο, μια φυλή».

Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει τις ομοιότητες του Ιταλικού και του Ελληνικού λαού (ειδικά τους Ιταλούς του νότου), παρ' όλα αυτά μπορεί να επεκταθεί και για να τονίσει οτι δυο άνθρωποι μοιάζουν πολύ.

Η ομοιότητα έγκειται τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά όσο και στη συμπεριφορά. Γι' αυτό μπορεί να ειπωθεί και για πολιτικούς, αφεντικά κτλ.

Η ατάκα έχει ακουστεί και στην ταινία Mediterraneo με τη χυμώδη Β. Μπάρμπα.

  1. — Με τον Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ βρήκαμε την υγειά μας, υπάρχει κράτος επιτέλους.
    — Ασε ρε, ούνα φάτσα ούνα ράτσα είναι όλοι τους. Έρχονται στην εξουσία για να τα πάρουν και να φύγουν.

  2. (από άρθρο στα ΝΕΑ)
    ΟΥΝΑ ΦΑΤΣΑ, ΟΥΝΑ ΡΑΤΣΑ;
    Οι Έλληνες φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη γενετική συγγένεια με τους Ιταλούς απ' ό,τι με τους Ρουμάνους και τους Γιουγκοσλάβους

Ιταλός ή Έλληνας; (από notheitis, 25/05/10)Σε τι διαφερουν οι Ιταλοι απο τους Ευρωπαιους; Καθε ομοιοτητα με Ελληνες, ειναι συμπτωματική (από Παπαρίων, 25/05/10)

Δες και τάλε κουάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπω Μπρυμέλ (Μπο Μπρυμέλ, Μπω Μπρυμμέλ ή Μπω Μπρουμέλ ή Μπο Μπρουμέλ, ή Μπο Μπριμέλ, τέσπα ο Beau Brummell, ο ωραίος Μπράμελ που γαλλοποιήθηκε και γι' αυτό τον γνωρίζουμε ως Μπρυμέλ, 1778-1840), ήταν Άγγλος αυλικός, δανδής, κολλημένος με το ρούχο (έκανε, λέει η Βίκυ, πέντε ώρες για να ντυθεί), μόδιστρος, λάτρης των φουλαριών, των προ-γραβατών, αυτός που τέσπα οδήγησε, κατά την Βίκυ πάντα, την αντρική μόδα στο σημερινό κοστούμι με γραβάτα, παρόλο που ο ίδιος τα φαντάστηκε αρκετά πιο φραμπαλάτα τα πράματα. Πέθανε από σύφιλη (κλασικά), εξόριστος στη Γαλλία, καταχρεωμένος (κλασικά).

Το όνομά του έχει χρησιμοποιηθεί για εστιατόρια, κέντρα, ροκ μπάντα, η ζωή του έχει γίνει ταινία ουκ ολίγες φορές, μέχρι και όπερα. Στο ελλαδιστάν έχουμε το σικάτο εστιατόριο Beau Brummel στην Κηφισιά, φυσικά με ένα -l...

Το όνομά του συνδυάστηκε απόλυτα με την έννοια του δανδή. Λέμε λοιπόν Μπω Μπρυμέλ τον «ωραίο της παρέας» (όπως πρότεινε ο σλανγκονονός Μπούμπις), κάποιον δηλαδή πραγματικά ή δήθεν γόη, γαμίκο, δανδή, σωραίο, ποζερά.

Ο BuBis το πρότεινε «Μπο Μπρουμέλ», αλλά προτίμησα την παλιά γραφή (απλουστεύοντάς την κατά ένα -μ-), διότι μου κάνει πολύ πιο τσ-ξςςςς!... έτσι.

  1. Πω πω τι Μπω Μπρυμέλ έχεις γίνει ρε πστ! Δυο ώρες στέκεσαι σα χάνος μπροστά από την ανοιγμένη ντουλάπα και πάλι γκρινιάζεις ότι δεν έχεις τι να φορέσεις; Δεν μας τα είχες πει αυτά όταν σε γνώρισα... Άντε πάμε να φύγουμε, πάλι τελευταίοι θα φτάσουμε... Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα... Θες να κάνουμε εμφάνιση, ε, αυτό είναι; Θα έχει εκεί τίποτα νόστιμες;

  2. Έλα, κάνε τώρα ένα search για Τσοχατζόπουλος Μπρούμελ και συμπλήρωσε το λήμμα. Ο Τσοχατζό ήταν χρόνια γνωστός ως «ο ωραίος Μπρούμελ του συγκροτήματος». Φαντάζομαι ότι σου διέφυγε...
    (ΠΜ που μου έστειλε ο Πονηρός μόλις έβγαλα το λήμμα στο κλαρί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική/Αμερικάνικη έκφραση, αλλά την έχω ακούσει σε κάμποσες παρέες στην Ελλάδα και σε ελληνικές ταινίες και στην τηλεόραση.

Είναι ο φίλος/η με τον/ην οποίο/α κάνεις και σεξ, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα ερωτικού τύπου και χωρίς δέσμευση. Δηλαδή, και σεξ, και φίλοι, αλλά όχι σχέση.

Συμβαίνει σε περιπτώσεις που ο άλλος σε καλύπτει και σεξουαλικά για ένα σεξάκι, και φιλικά για να πάτε για ένα καφέ να συζητήσετε για σινεμά/πολιτική/αθλητικά/μόδα, αλλά όχι για συναίσθημα, ή για τα παραπέρα.

Σε κάποια ελληνική ταινία, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, η κόρη προσπαθεί να εξηγήσει στην ηλικιωμένη μαμά της το είδος σχέσης που έχουν δύο φίλοι της.

-Πώς να στο πω ρε μαμά; Είναι fuck-buddies! Συναντιούνται πού και πού για σεξ και no hard feelings!

όντως... (από MXΣ, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και «ντάλε κουάλε». Από το λατινικό talis qualis, που στο σύγχρονο ιταλικό παίζει σε tale quale (που θα πει «αυτός ο οποίος»).

Άκλιτος επιθετικός προσδιορισμός, για πρόσωπα ή καταστάσεις, που θα πει:

  • ίδιος, μέχρι ακριβώς ίδιος, μέχρι και ολόιδιος (Παρ. 1),
  • παρόμοιος, μέχρι όμοιος, μέχρι και πανομοιότυπος (Παρ. 2),
  • «φτυστός», μέχρι εντελώς φτυστός, με ροχάλα και απ' όλα, σε περιπτώσεις που η ομοιότητα είναι για κακό (Παρ. 3).

    Εννοείται ότι οι τρεις τελίτσες παραπάνω είναι τάλε κουάλε ως ορισμοί, με την έννοια της δεύτερης τελίτσας.

Για να εξασφαλίσω την πληρότητα του παρόντος ορισμού, θα μοιραστώ μαζί σας την γνώση που για άλλη μια φορά μου προσέφερε απλόχερα το γούγλε:

Παίζει και σχετικό της οικονομικής τέχνης, αλλά το βρήκα μόνο στο ξενικό tale quale: «στην αγορά συναλλάγματος, είναι η συνολική τιμή που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και στην οποία δεν μπορεί να προστεθεί ο,τιδήποτε επιπλέον» (ανατριχιάσατεhuh; - δεν το 'χω το οικονομικό, δεν το 'χω α-α, σο, αν ξεύρετε παράκληση συνεισφέρετε στα σχόλια).

  1. - Τασία μου τι σύμπτωση! (ματς μουτς) Χρόνια έχω να σε δω! Πώς χαθήκαμε! Πω πω… και τι χαριτωμένο μωράκι! Κοίτα κάτι μάτια γαλανά! Σε ποιον μοιάζει από τους δύο να σας δω, να σας δω… Α, τάλε κουάλε ο μπαμπάς του είναι με αυτές τις ματάρες κι αυτές τις χειλάρες… Φτου, φτου, σκόρδα!!

- Τι γίνεσαι βρε Βούλα, πράγματι, κοίτα σύμπτωση… δεν είναι δικό μας το παιδί, της αδερφής μου είναι και το βγάλαμε βόλτα.

(Συμπέρασμα: η Βούλα γουστάρει τον άντρα της Τασίας, σο, για να χώσει το υπονοούμενο, θα τον έβγαζε ολόιδιο με ένα δέντρο – κάποιος πρέπει να πει στην Τασία να τον πάρει και να φύγει ΤΩΡΑ).

  1. (Συζήτηση για εκκλησούλα από εδώ)

-Το τέμπλο με την ευκαιρία είναι τάλε κουάλε στο στύλε του Άη Γιαννάκη μας με τις απλές στρουφολιδωτές κολονέτες. 18ος ή 19ος; Τι λες;

(Συμπέρασμα: Τα δυο κλησάκια έχουν παρόμοια τέμπλα.)

  1. -…και τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο καινούριος της Τζίνας, έμαθες;

- Βρε παιδί μου τον γνώρισα, τι να πω πια γι’ αυτή την κοπέλα…

- Για πε ντε!

- Ε, μου φάνηκε τάλε κουάλε (σ.ς. χχχκ φτου) με τον προηγούμενο παπάρα της, τι σκατά τον μαλακομαγνήτη έχει...

(Συμπέρασμα: οι γκόμενοι της Τζίνας είναι κατά συρροή φτυστοί και για φτύσιμο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified