Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.
Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...
Ήπιαμε πολύ... Κάποιος με κοπάνησε δυνατά...
Πολλοί ορισμοί.
Μου έσκασε μια μπάτσα και την άκουσα στέρεο ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το γνωστό διαφημιστικό σποτ, όπου οι εργάτες της ουισκοβιομηχανίας παίζουν με τις τάπες περιμένοντας να ωριμάσει το ουίσκι.
O τύπος τζάκ ντάνιελ διακρίνεται για την απεριόριστη υπομονή του. Δεν αγχώνεται, ωστόσο αγχώνει αυτούς που δεν είναι σαν κι αυτόν. Τα γράφει όλα ... κανονικά. Ο χαρακτηριστικός τύπος του δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι. Υπάρχουν διαβαθμίσεις τζάκ ντάνιελ αντίστοιχα με τους βαθμούς του γνωστού ουίσκι.
Καλά πώς την έχουν δει στις δημοσιες υπηρεσίες; Μέχρι να κουνήσουν το ένα πόδι βρωμάει το άλλο. Μιλάμε για πολύ τζακ ντάνιελ κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.
Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.
Got a better definition? Add it!
Φράση που ορίτζιναλ λέγεται σε κάποιον που συστηματικά πίνει ξίδια πάνω απ' τις δυνάμεις του και είτε η συμπεριφορά του αλλάζει προς το χειρότερο, είτε αρχίζει και ξερνάει και δεν τον σώζει ούτε ο χανγκάιβερ.
Εναλλακτικά, κατ' επέκτασιν του τι πίνεις και δε μας δίνεις, λέγεται σε κάποιον που έχει πάρει σασί και λέει ό,τι νά 'ναι.
Got a better definition? Add it!
Οι γόπες που αφήνουν στο τασάκι ορισμένοι καπνιστές, οι οποίοι δεν καπνίζουν ολόκληρα τα τσιγάρα τους, επειδή:
α. δεν το σηκώνουν κι ας προσπαθούν
β. προσπαθούν να το ελαττώσουν
γ. δεν βρήκαν στο περίπτερο τη μάρκα τους και κάνουν τράκα και δεν τους αρέσει
δ. έτσι είδαν την γιαγιά τους να το κάνει
ε. άλλο
Λέγονται και αυτοκρατορικές. Παρόλο όμως που η έκφραση υπονοεί την σπατάλη χρημάτων και καπνού από τη μεριά του καπνιστή, η πραγματική μας ανάγκη για τσιγάρο πολύ συχνά δεν ξεπερνάει τις τρεις τζούρες, πράγμα που το ήξεραν καλά οι Σοβιετικοί, απόδειξη τα κλασικά ρώσικα τσιγάρα της εργατιάς, η τζιβάνα των οποίων (δεν μιλάμε για φίλτρο, εννοείται) είναι περί τα 5 εκατοστά και ο καπνός ίσα που φτάνει τα 2,5. Δύο τζούρες τρεις, και στη δουλειά πάλι. Αλλά μιλάμε για βαρύ τσιγάρο, όχι αστεία!
- Πέρασε από δω η Λίλιαν;
- Πού το κατάλαβες;
- Είδα στα τασάκια βασιλικές γόπες...
Got a better definition? Add it!
Πάμε να φτιαχτούμε (πάμε να γίνουμε ρεεεε). Αγορά ναρκωτικών.
- Μενόγι σισιχάχα;
- Όχι τώρα παμεναμενογί!
Got a better definition? Add it!
Το κυνήγι του δράκου είναι μέθοδος καπνίσματος του οπίου, ναρκωτικού πανάρχαιου, που καλλιεργείται σε τεράστιες εκτάσεις σε όλη την Ασία και αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή μορφίνης, ηρωίνης κ.α. ισχυρών οπιούχων. Στις κουλτούρες της Άπω Ανατολής, το όπιο είναι γνωστό ως δράκος. Από εκεί η έκφραση πέρασε στα αγγλικά (chase the dragon), διεθνοποιήθηκε και έφθασε και εις τα ημέτερα.
Βέβαια, το κάπνισμα του οπίου είναι ολίγον τι παλιομοδίτικη συνήθεια, έτσι η έκφραση έχει καταλήξει να αναφέρεται κατά κανόνα στο κάπνισμα της ηρωίνης, της πρέζας, αλλά και του φοβερού κρακ.
Το κάπνισμα αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις όπου η ενδοφλέβια ένεση («σουτάρισμα», «βάρεμα») είναι αδύνατη, είτε επειδή όλες οι φλέβες έχουν καεί, είτε γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν σέα (σύριγγες).
Περιγραφή. Η άσπρη σκόνη (που, παρεμπίπταμπλυ, απ' τις νοθεύσεις μόνο άσπρη δεν είναι), θερμαίνεται πάνω σε κάποιο είδος μετάλλου, συνήθως φύλλο από αλουμινόχαρτο. Απ' τη ζέστα λιώνει, και μετατρέπεται σε ρευστή καραμέλα, που κυλάει σαν μικρό ποτάμι ανάμεσα από τις «ρυτίδες» του αλουμινόχαρτου. Από την αχνιστή καραμέλα αναδύεται μια φίνα γραμμή καπνού, η οποία και πρέπει να κυνηγηθεί από το χρήστη, να γίνει δλδ εισπνοή της. Το κυνήγι γίνεται με τη βοήθεια μικρού σωλήνα/φυσούνας (συνήθως καλαμάκι, βλ. εικόνα 1). Οι σπείρες που σχηματίζει ο καπνός θυμίζουν ακριβώς τους φαντεζί κινέζικους δράκους με τις εντυπωσιακές ουρές (βλ. εικόνες 2-4).
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική διεύρυνση του όρου κυνήγι του δράκου, ο οποίος καλύπτει πλέον και την πρακτική του σνιφαρίσματος γραμμών κόκας με το κλάσικ τυλιγμένο χαρτονόμισμα ή με κάποιο άλλου είδους γιούφι (καλαμάκι). Το χρησιμοποιούν οι γνωστοί νεοπλουτιζέ χαΐστες, που αφενός κράζουν τους πρεζάκηδες για το χάλι και για τη φτώχεια τους, αφεδύο γουστάρουν να ξεσηκώνουν τα συνθηματικά τους. Έτσι είν' αυτοί οι χλιδάμπουρες, τα θέλουν μονά ζυγά δικά τους, και την αλητεία και το πλατινένιο ρουθούνι.
- Καρντάσι ξεμείναμε από σέα, ούτε για δείγμα σε λέω.
- Νομίζω έχει ο γέρος μου στο συρτάρι του κάτι σύριγγες της ινσουλίνης, για να πα να δω..
- Άστο, γάμα το. Ετοιμάσου να κυνηγήσουμε το δράκο.
- Ρε φίλε εσύ το 'ξερες ότι σε πολλές χώρες στην Ασία, κάποιοι φουμάρουν όπιο κι έτσι κάθε μέρα;
- Καλά ρε μαλάκα που ζεις, μάθε λίγο ιστορία, άνοιξε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς.. Νομίζεις ότι θα 'χαν γίνει ποτέ όλα αυτά τα Σινικά Τείχη και τα παλάτια και οι σιδερόδρομοι και δε συμμαζεύεται, αν ο κινεζάκος ο εργάτης δεν είχε τη μαστούρα του, να ξεφεύγει λίγο απ' τη μαυρίλα της δουλειάς; Πολιτισμός και κυνήγι του δράκου πάνε πακέτο αγόρι μου, μην ακούς τι λένε οι γραβατάκηδες..
Got a better definition? Add it!
Λογοπαίγνιο με αναγραμματισμό του παλιού κλασικού συνθήματος, «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη».
- Φίλε μήπως ξέρεις πού είναι η πλατεία ηρώων;
- Η πλατεία ποιων;
- Αυτών που πουλάνε τη μπατσίνη...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετο εκ του ζα (πρέζα) + ευγένεια.
Είναι η φαινομενικώς ευγενέστατη (αλλά στο βάθος υστερόβουλη) συμπεριφορά των πρεζάκηδων, διανθισμένη με χατζηαβάτικους θεατρινισμούς, που πάντα αποσκοπεί σε όφελος.
Τα πρεζάκια, όταν είναι στη ζήτα, για να πάρουνε κάνα χαρτί να πιούνε/σπάσουνε (όπως λένε), μεταμορφώνονται όπως-όπως εξωτερικώς σε κουλαριστά και καλοντυμένα άτομα, ενώ παρουσιάζουν έναν ευγενέστατο, άδολο και αναξιοπαθούντα εσωτερικό κόσμο, ταυτόχρονα πασάροντας κι ένα τετριμμένο παραμύθι (π.χ. είμαι φαντάρος, μόλις βγήκα απ' τη στενή, είναι άρρωστη η μανούλα μου, δώμου να πάρω εισιτήριο για το τραίνο, να φάω κλπ) στους περαστικούς επίδοξους σπόνσορές τους.
Βέβαια, κανείς δεν ψήνεται με τέτοιες κλαπαρχιδιές, αφού πρώτα-πρώτα ζέχνουνε από χιλιόμετρα είτε σωματίλα είτε πατσουλιά που βάζουν για να την καλύψουν, δεδομένου ότι αποφεύγουν να πλένονται, και λόγω αυτοεγκατάλειψης αλλά και διότι η ουσία προκαλεί εκφυλισμό του δέρματος που δεν ανέχεται το νερό (βλ. μελέτη γιατρών Α. Δαβαρούκα-Γ. Σουρέτη, Junky του Μπάροουζ κ.α.).
Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2004, που γίνονταν συχνά-πυκνά «σκούπες» από την ευαισθητοποιημένη Πολιτεία (sic), για να παραχώσουνε τη σκόνη κάτω απ' το χαλάκι, μη και πάρουνε χαμπάρι οι τουρίστες τα χάλια μας, τα επινοητικά πρεζόνια ντύθηκαν όλα στην πέννα με σούπερ ρούχα-κινητά και ανέμελο «τουριστικό» ύφος για να ξεγελάσουνε (δήθεν) τους μπάτσους και να μην τους τζάσουνε από Ομόνοια και πέριξ(!).
Η σκόνη αυτή όμως, μόνο κάτω απ' το χαλάκι δεν κρύβεται, του οποίου η καμπούρα όλο και διογκώνεται και κάποια στιγμή θα το αποτινάξει και θα πάμε όλοι στο διάολο...
Got a better definition? Add it!
Μπεκροκατανάλωσα κτηνώδεις ποσότητες αλκοόλ, έγινα κωλοτρυπίδι και μοιραίως τα έβγαλα κιόλας.
- Οδηγάω δέκα χρόνια σχεδόν και μου έχουν κάνει αλκοτέστ μόνο μια φορά Κυριακή απόγευμα! Δε θα βγούμε τώρα την Πρωτοχρονιά, να πιούμε τα άντερα μας και να την πέσουμε σε γκομενάκια; Πώς θα μπει καλά ο χρόνος; Το αν θα βγει, άλλη υπόθεση. (από εδώ)
- …επήα Μπάμπυλον τζαι ήπια τα αντερα μου, και επέρασα πιό ωραία!
(από δαχαμέ)
- ... πήγαμε σε ένα club με τρείς φίλους Ισπανούς, ήπιαμε, χορεύαμε, είχε πάρα πολύ κόσμο, γινότανε χαμός. Ήταν μία πλατεία με πολλά clubάκια, ήτανε όλοι Gay, και ξαφνικά ενώ είχα πιεί τα άντερά μου, έρχεται δίπλα μου ένας αρκούδος, ημίγυμνος, θεός…
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!