Ως κρέας εννοείται το πέος που εισέρχεται και εξέρχεται κατά την σεχουαλική συνουσία.

Η έκφραση εννοεί μια σεξουαλική πράξη που γίνεται χωρίς καθόλου συναίσθημα τελείως μηχανικά. Λόγοι για αυτό μπορεί να είναι κυρίως το ότι ο ερών είναι ένα γουρούνι που θέλει απλώς να γαμήσει και δεν είναι διατεθειμένος να εμπλακεί αισθηματικά. Ή χίλιοι άλλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί το σεχ να γίνει αδιάφορα όταν βρίσκονται σε ψυχρότητα οι παρτενέρ. (Εστίασα στον ερώντα επειδή συχνά η έκφραση λέγεται ως στάση ζωής, ότι δεν αξίζει να επιδιώξει κανείς κάτι παραπάνω από την φυσική διείσδυση).

Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται για να ασκήσει κριτική και στην ερωμένη, λ.χ. ότι είναι ψυχρή ή με υπερβολικά χαλαρό αιδοίο, ενώ ιδίως σε συμφραζόμενα μπουρδελοσλάνγκ εννοείται ότι πρόκειται για έπιπλο και δη κομοδίνο.

Άλλες φορές πάλι λέγεται στο πλαίσιο υπαρξιακού στοχασμού για το μάταιο του σεξ εν γένει.

  1. Προσωπικά δεν το βρίσκω «ανήθικο» δύο άνθρωποι απλά να το κάνουν για την απόλαυση. Απο κει και πέρα ο έρωτας προυποθέτει και ένα συναισθηματικό δέσιμο με τον άλλον, συνήθως στα πλαίσια μιας συντροφικής σχέσης. Δηλαδή δεν το κάνεις μόνο κρέας μπαίνει-κρέας βγαίνει, αλλά νιώθεις πράγματα για τον παρτενέρ. (Εδώ).

  2. πολλες κυριες μου δειχνουν αγαμητες αλλα πηδιουνται [κρεας μπαινει κρεας βγαινει] Σ αυτες και σε ανδρες βλεπω μια ελλειψη και αυτη δεν ειναι το σεξ αλλα ο συντροφος που πηδαει με καποια ποιοτητα.
    Καπως ετσι ειμαι πιο κατανοητός;
    Αυτη την κατηγορια δεν την λεμε αγαμητη δεν ειναι; Ομως συμπεριφερονται ετσι... (Εδώ).

  3. γυναίκες ξεσχίστου τύπου, σκέψου κόφες που είτε μπαίνει είτε βγαίνει δεν καταλαβαίνει ο άντρας τίποτα!!!! (κρέας μπαίνει κρέας βγαίνει). (σακί με πατάτες).

  4. Κρέας μπαίνει. Κρέας βγαίνει. Ένα κομμάτι κρέας εσύ. Ένα κομμάτι κρέας εγώ. Πόσο καλλίτερα θα ήταν αν απλά το παραδεχόμασταν κιόλας. Έχω άδικο; (Εδώ).

(από Khan, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση διαμαρτυρίας που στηλιτεύει μια αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ερωτώντος και απαιτεί μια λογική εξήγηση για τη διακριτική μεταχείριση που αυτός υφίσταται. Ο τρόπος που διατυπώνεται η ερώτηση φέρνει το συνομιλητή σε δύσκολη θέση, εφόσον η μόνη δυνατή απάντηση είναι όχι, κι εσύ από μουνί βγήκες, άρα είμαστε ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, οπότε πρέπει περαιτέρω να βρεθεί μια πειστική δικαιολογία για τη συγκεκριμένη μεταχείριση, ή να αρθεί η δυσμενής διάκριση.

- (Πάφα πούφα πάφα πούφα…)
- Τι κάνετε εσείς εδώ; - Το ηλιοβασίλεμα βλέπουμε, τι θες να κάνουμε; - Και γιατί δε λέτε κουβέντα ρε ότι παίζει ο μπάφος; Εμείς από κώλο βγήκαμε δηλαδής; - Έλα, κάτσε στη σειρά σου και κόφ’ τις γκρίνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που εκτός από περιγραφική κυριολεξία για ανθρώπους μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα σε σχέση με αντικείμενα ή καταστάσεις:

Του γάμησες τη μάνα

άλφα. το διέλυσες, κατέστρεψες, το παράκανες, τα έκανες πουτάνα, του γάμησες τα πέταλα - από ασχετοσύνη, απροσεξία, υπερβολικό ζήλο.

βήτα. τα κατάφερες, το δάμασες, το έσπασες, του πέταξες τα μάτια όξω, you are the man, ο Γκραν γαμάω. Περιέχει μια απεριόριστη δόση σεβασμού και δυο σταγόνες ειρωνείας.

Κατ' εξαίρεση μπορεί να είναι και αυτοαναφορικό για το πολυαγαπημένο μας σάη. Oπότε να και ένας ορισμός γάμα!

Σημειώσεις:
- Να μην συγχέεται με το υβριστικό (εκτός αν είσαι ο πατέρας του/της) «σου γαμώ την μάνα». - Με τον ορισμό αυτό επίσης μπορείς να δεις με διαφορετικά μάτια το σύνθημα «Η Παπαρήγα είναι ο πατέρας του Κομμουνισμού γιατί του γάμησε την μάνα»
- Δεν την εκφέρουν οι μικροαστούληδες γιατί δεν είναι slang
- Eνίοτε λέγεται και ως «μου γάμησες την μάνα» αλλά είναι πιο βαρύ από το «μου 'σκισες τον κώλο ρε γαμημένε»
- For our foreign friends and German translators: don't use it when you address a Greek child when you want to describe to her/him that you have a romantic relationship with her/his mother.
- συνοδεύεται συνήθως από το ρε πούστη ή το πουτάνας γιε

Πάσα και έμπνευση Markar

  1. Ρε μουνόπανο, εσύ μπήκες στο PC μου ψες και του γάμησες την μάνα; Γέμισε ιούς ρε γαμημένε!

  2. Ρε μουνί, καλά έκανες και μπήκες στο σάη των χρυσάυγουλων και του γάμησες την μάνα! Πουτάνας γιοί!

  3. Καλά, μιλάμε με τα λήμματα που έχουν ανεβεί τελευταία στο σάη του έχουμε γαμήσει την μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική ατάκα αμφίθυμου θαυμασμού για την εμφάνιση και σεξουαλική ρώμη τινός. Φυσφιρής είναι ο φανταχτερός, ο κυριλές, ο καγκουρογαμόσαυρος, αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει».

Η εναλλακτικά χρήση του φιρφιρή που σημαίνει φλώρος καθιστά το τσιτάτο περισσότερο αμφίθυμο έως και προσβλητικό (βλ. 4ο παράδειγμα).

1. μας το κανε αυτο ενας καφρος θειος,ημουν εγω 5 και ο αδερφος 4 και σε μια μαζωξη μας εστειλε να πουμε στον κολλητο τους (μπαμπα και θειο) τον μητσο «γεια σου ρε μητσο φισφιρη που χεις μια πουτσα σαν σφυρι», ε το παμε μπροστα σε 20 ατομα και μας εκραξε ο πατερας και δεν πιστευε οτι μας εβαλε ο θειος να το πουμε, και η παλιοκουφαλα ο θειος γελουσε.

2. Lolipop,lolipop ouuu loli loli loli lolipop. Αφιερωμενο στον Βαγγελα τον φισφιρη που χει μια πουτσα σαν σφυρι #Meimarakis

3. Tραβέλια με προσόντα: H Ναντια ειναι ο νεος John Holmes (ή Τελης Σταλονε αν μεινουμε σε Ελληνικα πλαισια) Γεια σου Ναντια φυσφιρη, που χεις μια ουτσα σαν σφυρι ..

4. Ο Π. Τατσόπουλος ξαναχτύπησε… Φιρφιρή, Φιρφιρή, με τον πούτσο σάν σφυρί.

(από σφυρίζων, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται σε όλα τα γένη, για να προσδώσει στο άτομο, αντικείμενο, ενέργεια ή κατάσταση, το άρωμα που αποπνέει το θέμα της λέξης πουταν-.
Ο Hank το εισήγαγε ως ουσιαστικό, για "τον πούτανο που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...", δηλ. Πουτανικός, όπως Τιτανικός.

Ήδη στο σάη εμφανίζεται σε σχόλια όπως,

πουτανική κριτική |γκομενοφάση
ενδο-πουτανική αλληλεγγύη |τρελό γαμήσι
«Κάλλιον λιμπιν-τιάρα πουτανική παρά fuckιόλιον οθωμανικόν» |φακιόλα

  1. - αντε ντε...όλοι οι πουριτανοί εδω μαζεύτηκαν.. :Ρ
    - οι πουτανικοι ενοεις... (εδώ)
  2. - Η κόρη μας τελείωσε φέτος την ανωτάτη πουτανική.
    - Και που βρίσκεται τώρα το καλό μου;
    - Κάνει την πρωκτική της.
  3. ρε σημερα στην παραλια ολοι ειχαν τυφλωθει απο το πουτανικο γυαλισμα μου. (εδώ)
  4. -Γιατί ξηγιέσαι έτσι ρε?
    -Δε μπορώ να σου πω, ειναι πουτανικό μυστικό. (εδώ)
    Όχι πολιτική σήμερα. Μόνο πουτανική.

αλλά και πουτάνικο

  1. Πουτάνικο κουνούπι, στο λαιμό να σου κάτσει! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.

Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!

Μουνί capello (από panos1962, 06/11/09)(από Khan, 16/01/14)

Δες και καπέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη απαξίωση για ένα αντικείμενο ή μία κατάσταση.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δείξουμε ότι κάτι είναι ελαφρώς για τον πέοντα και ότι εμείς είμαστε γενικά υπεράνω, χωρίς αυτό να ισχύει πάντα.

Από παρέα οπαδών στο ματς ΠΑΟΚ-ΑΡΗΣ το 2008 στην Τούμπα.(Κλασσικός τύπος χαλλλαρά, που στο ημίχρονο προσπαθούσαν να φτιάξουν κατάσταση με μία τύπισσα από το security).

-Έλα ρε, κάναν τάχα μεγάλη μεταγραφή και χαίρονται. Αμορόζο και τα αρχίδια μας κουνιούνται να 'ούμε.

(από nikos4ever, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ωχ, το μάτι μου!» είναι συνήθης κραυγή αγωνίας ελληνίδων λίγο μετά την εκσπερμάτωση, καθώς δέχονται πιτσιλιές που τσούζουν. Για το ευχαριστώ, οι γουρνάρηδες σύντροφοί τους αναρτούν τα σχετικά φιλμάκια στο διαδίκτυο δίκην candid camera.

  1. «Το μάτι μου! Θεέ μου! Πάνω στο μάτι μου μού πάει! (…) Δεν μπορώ να καθαρίσω το μάτι μου (…) Να το βάλω για μάσκαρα αυτό;». (ατάκα από βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

  2. «...όχι στο πρόσωπο, θα ξεφλουδίσω (…), όχι στα μάτια και τέτοια, όπως την προηγούμενη φορά, μετά δεν βγαίναν και τσούζαν τα μάτια μου…». (Προειδοποιητική βολή από σχετικό βίντεο με προσωπικές σκηνές που κάποιος ανήθικα ανήρτησε στο διαδίκτυο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικογένεια μικρών ψαριών που ζουν μέσα στα παντελόνια.

Τα παντελονόψαρα εντοπίσθηκαν για πρώτη φορά στους Βυζαντινούς χρόνους. Αρχικά το είδος ονομάσθηκε περξ περισκελείδιος διότι είχε θεωρηθεί, εσφαλμένα, ότι είναι μια υποκατηγορία της γνωστής πέρκας. Η πλάνη αποκαταστάθηκε μόλις κατά την Αναγέννηση χάρη στην άνθηση της εμπειρικής μεθόδου και, βέβαια, την διάδοση των φαρδιών παντελονιών. Τότε και το ψαράκι αυτό πήρε την επιστημονική του ονομασία pisciculus pantalonaeus. Οι Άραβες, βέβαια, οι οποίοι ήταν είχαν προηγμένη επιστημονική σκέψη αλλά και φορούσαν από τότε άνετα σαλβάρια γνώριζαν για το ψάρι αυτό ήδη από τον 10ο μ.Χ. αιώνα - η φωνητική απόδοση της αραβικής ονομασίας είναι bantalun samak.

Στην Ελλάδα, τα παντελονόψαρα είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αρχίδια. Η έκφραση πιάσαμε παντελονόψαρα ισοδυναμεί με την έκφραση πήραμε τ' αρχίδια μας. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον από την συμπαθή τάξη των ερασιτεχνών αλιέων αλλά έχει και ευρύτερες εφαρμογές.

  1. - Θα το πουλήσω το σκάφος, ρε γαμώτο, δεν πάει άλλο ... οργώσαμε τη θάλασσα ένα Σαββατοκύριακο, μέχρι Αλόνησο φτάσαμε ... πάλι παντελονόψαρα πιάσαμε ... και μια περιουσία για βενζίνες και δολώματα, γαμώ το χαΐρι μου μέσα ...

  2. - Τί έγινε, πιάσαμε τίποτα στο προπό;
    - Παντελονόψαρα, πρώτο μπόι ... μια απ' τα ίδια ...

αυτό που λένε μέχρι τον αστράγαλο... (από BuBis, 09/06/09)έχεις ένα λούτσο στην τσέπη σου ή χαίρεσαι που με βλέπεις; (από BuBis, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified