Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική πικρόχολη έκφραση που χρησιμοποιείται μεταξύ αντρογύνων σε κρίση. Ο υποτιμητικός όρος έχει αποδέκτη τη σύζυγο, η οποία ενώ παντρεύτηκε ως άπορη κορασίδα, με τη σκληρή δουλειά και τις λαμογιές του συζύγου της κατάφερε να ανέλθει κοινωνικά. Ο πικραμένος σύζυγος τονίζει αυτή την ωφελιμιστική σχέση και εκφράζει το παράπονό του: ενώ σού τα έδωσα όλα, δεν φέρεσαι όπως εγώ επιθυμώ.

- Θέλω διαζύγιο... Αυτό ήταν...
- Τι θέλεις μωρή, διαζύγιο; Αυτό είναι το ευχαριστώ... Σε πήραμε με ένα βρακάκι και σε κάναμε κυρία, αυτά τα ξεχνάς όμως... Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούνταν ως επιχείρημα των απανταχού Εθνικοφρόνων - Αμερικανοσφουγγοκωλαρίων για να δείξουν τη φτώχεια στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Τέτοια ήταν η φτώχεια των ανθρώπων που, με μία οδοντόκρεμα, τους έπαιρνες τις γυναίκες. Κατά περίπτωση η Κολυνός αντικαθίσταται από το καλτσόν, αντικείμενο σε έλλειψη τότε.

Φιλαράκι πήγαμε Βουλγαρία και γυρίσαμε προχθές, με Κολυνός βγάζεις γκόμενα και με παπάκι τη Μις Βουλγαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.

Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.

- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...

Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.

Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.

Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.

Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.

- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...

Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).

  1. - Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..

  2. Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση άρνησης, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υφίσταται επιτακτική ανάγκη άμεσης «προσγείωσης» του συνομιλητή μας στην πραγματικότητα, ο οποίος δεν σκέφτεται ρεαλιστικά κι έχει υπερβολικές απαιτήσεις (από εμάς ή από τρίτους).

- Γκαρσόν! Λεκιάστηκα..
- Με όλο το θάρρος κύριε, μήπως θέλετε κι έναν αράπη να σας κάνει αέρα;

Βλ. επίσης μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified