Οι επαγγελματίες του σεξ έχουν σχετισθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο κυρίως με τα είδη κιγκαλερίας και δη με το γνωστό σε όλους μας κάγκελο, κάτι που ο yabihten έχει επαρκέστατα καταγράψει.

Παρά ταύτα, ο σύνθετος κόσμος του αγοραίου έρωτα έχει δημιουργήσει και άλλες συνδέσεις με εντελώς διαφορετικά αντικείμενα, ένα εκ των οποίων περιγράφεται παρακάτω, υποδηλώνοντας πάντα κοσμοσυρροή και μία γενικότερη κατάσταση πανικού από την πολυκοσμία.

Ιστορικά λοιπόν, τα μπουρδέλα στεγάζονται σε παλιά, πολλές φορές ετοιμόρροπα κτίρια, των οποίων η θέρμανση δεν εξασφαλίζετο κεντρικά ή μέσω σύγχρονων θερμαντικών σωμάτων, αλλά μέσω του παραδοσιακού μαγκαλιού. Στον χώρο αναμονής το μαγκάλι ήταν τοποθετημένο κεντρικά για να μπορέσει να θερμάνει όσο δυνατόν περισσότερο το χώρο, οπότε, είτε καθαρά για λόγους χωροταξίας είτε για λόγους αποφυγής του κρύου, ήταν το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο περίμεναν οι πελάτες, δημιουργώντας την προαναφερθείσα πολυκοσμία και κοσμοσυρροή.

Συνώνυμο των εκφράσεων αυτών είναι και το γνωστό μας «της πουτάνας το μουνί» ή στην συντετμημένη του μορφή το «πουτανομούνι», το οποίο για ευνόητους λόγους παραπέμπει στη γνωστή κοσμοσυρροή.

- Πήγαμε στο El Pecado την Παρασκευή που είχε opening.
- Πώς ήταν; Είχε κόσμο;
- Τι λε ρε μαλάκα; Τι κόσμο; Της πουτάνας το μαγκάλι γινόταν. Και πού 'σαι... Τίγκα στο αιδοίο μιλάμε. Τα είδα όλα κωλυόμενα.

(από acg, 25/05/08)(από acg, 25/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει χάλια κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης.

Προέρχεται από την περίπλοκη και πολυσχιδή μορφολογία του μουνιού. Ο καλλιγραφικός προσδιορισμός εντείνει την όποια περιπλοκότητα ακριβώς όπως συμβαίνει και με την καλλιγραφική γραφή, δεδομένης δε και της υγρής υφής (χύσια, ούρα, σάλια και άλλες σωματικές εκκρίσεις) που σε πολλές περιπτώσεις απαντούν στο μουνί, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.

  1. - Ο Μήτσος σουτάρισε το καινούριο Alfa Romeo του μπαμπά του. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.
    - Το αμάξι;
    - Μουνί καλλιγραφίας έγινε. Πάει για απόσυρση.

  2. Ρε, τι γίνεται 'δω μέσα; Τ' άφησα τζιτζί και τα βρίσκω μουνί καλλιγραφίας!

  3. Δε φτάνει που μου βάφτηκε σαν την πουτάνα, την πήραν και τα κλάματα, άστα. Μουνί καλλιγραφίας έγινε! Τη λυπήθηκα την κακομοίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπορεί να αναφέρεται σε δυσδιάκριτη υπο-περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου, η οποία συνήθως αμελείται ή παραβλέπεται για λειτουργικούς ή άλλους λόγους και σκοπούς.

Μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να χρησιμοποιηθεί όπως οι «ψύλλοι στ' άχυρα».

Μαθηματικά, μπορεί να παρασταθεί με μία τοπική ασυνέχεια ή ακρότατο κατά τμήματα συνεχούς συνάρτησης, ορισμένης σ' όλο το R, ή ως ένα πεπερασμένο στοιχειο υψηλής διακριτοποίησης (του οποίου οι ιδιότητες θεωρούνατι, πρακτικά, αμελητέες), ή ως απειροστικό στοιχείο, μπουρουμπούρου...

Πραγματολογικά, η απεικόνιση μίας «πούτσας», δηλ. ενός μορίου (κάποιου λοστρόμου, Γκασμαδονησιώτη, Φιλιππινέζου μάγειρα, ή ενός θηλαστικού της θαλάσσης) στο αρχιπέλαγος θα μπορούσε να θεωρηθεί μία αμελητέα ποσότης στην ευρύτερη οντότητά του (κοινωνικο-οικονομική, ναυτιλιακή, γεωγραφική, κλιματολογική, κλπ.)...

  1. Ή, μπορεί να αναφέρεται σε αναπάντεχη, απροσδόκητη εμφάνιση ενός φαινομένου ή πράγματος το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, μπορεί να «προεξέχει» της γενικότερης στάθμης των πραγμάτων...

Φυσικο-μαθηματικά, αν και απέχουμε πολύ από την κατανόηση των εννοιών της σύγχρονης κοσμολογίας, αλλά γουστάρουμε να την κάνουμε κρεμαστάρια και να την βαφτίζουμε «μπλε», θα μπορούσε να αποσωθεί με τις θεωρίες για παράλληλα σύμπαντα και σκουληκότρυπες....

Στην καθομιλουμένη, το «ξεκάρφωτο», το απιστεύτου, το «ξώμπαρκο» που πετάγεται στη ζωή μας και μας αφήνει σέκους, είναι κάποιες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγραφούν από το εν λόγω λήμμα.

  1. Για την ιστορία της φράσης, πιθανότατα ανεφωνήθη δια στόματος τινός λειτουργού των παραμεθορίων νήσων και χερσονήσων (ιδέ το παράδειγμα)...
  1. Μας πήγε τώρα ο Σάββας ο Μπούκερ από τας Σέρρας, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο, να μας κάνει το ντι-τζέη και να κατακτήσει την Αμερική...Ανάθεμα κι αν τον ακούσει κανείς στο ντοριτάδικο στο Σαν Ντιέγκο...

  2. Ποιον είδα ρε τις προάλλες; Το Θέμη τον ψηλλό ρε! Στο σταθμό, στην απέναντι αποβάθρα! Ήταν πήχτρα, ρε, σαρδέλες ο κόσμος! Και πεταγόταν η μάπα του σαν μια πούτσα στο Αιγαίο! Καλή φάση!

  3. Ακάκιε! Τρέξε να βαρέσεις τα σήμανδρα! Θαύμα! Φαλλός αναδυόμενος από της θαλάσσης! Του Αγίου Π.. ανήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή είναι εξαιρετικά σπάνιο να τελειώσει το γκάζι στον αναπτήρα του αρειμάνιου καπνιστού, εάν δεν τον χάσει ή κάποιος συνδαιτυμόνας του τον καβαντζώσει κατά λάθος (λέμε τώρα), η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει συνήθειες από κάτι τύπους ξεζουμίστρες, που καταναλίσκουν όλα τα ενδεχόμενα, τα εναλλακτικά σενάρια, την υπομονή των συνεργατών τους κ.α., μέχρι τελικής πτώσεως.

Ως εκ τούτου, με κάπως ελεύθερη προσέγγιση θα μπορούσε να αντικαθιστά το «διυλίζω τον κώνωπα» ή το «κάνω την τρίχα τριχιά». Επιπλέον, θα μπορούσε να αναρτηθεί και στη μακρά λίστα των αιτιατικών του γκέουλα (τον ξυρίζει τον σκίουρο, τον φυσάει τον κουραμπιέ), ένεκα που δεν σημαίνουν τίποτις ιδιαίτερο, όπερ και χάριν διακριτικότητος εκφέρονται.

  1. - Πω ρε Μάικ, τι ψείρας είσαι; Ξεκόλλα επιτέλους! Τον άδειασες τον αναπτήρα!

  2. - Τον είδες τον μικρό φιρφιρίκουλα που έφερε τους φραπέδες στον δεύτερο; Μάλλον τον αδειάζει τον αναπτήρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified