Further tags

Έκφραση που σημαίνει ότι κάτι δεν θα γίνει, ουσιαστικά, ποτέ. Λέγεται όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε ενοχλητικούς (βέβαια, αν έχουν άι κιου ραδικιού, ακόμα θα ψάχνουν ποιος είναι αυτός ο μήνας και θα νομίζουν ότι αγόρασαν ελαττωματικό ημερολόγιο).

Συνώνυμο: του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

- Πότε θα βγούμε ρε Μαράκι; Όλο ναι και ναι μου λες, αλλά όποτε σε παίρνω μου βρίσκεις δικαιολογίες.
- Θα βγούμε, σου λέω, μην ανησυχείς...
- Ε, πότε;
- Τον μήνα που δεν έχει Σάββατο. Χέσε μας τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σούπερ ντούπερ υπερθετικός βαθμός του «πολύ».

Προσδιορίζει μέγα πλήθος, απροσμέτρητο, ατελείωτο, τα πάντα.

Χρησιμοποιείται κυρίως στο επαγγελματικό σινάφι των μουσικών και τραγουδιστών.

- Έχει μεγάλο ρεπερτόριο ο μπουζουκτζής που θέλεις να μας φέρεις;
- Παίζει τον άμμο της θάλασσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βλέπω να έρχεται το κακό το μαντάτο, I can feel it coming in the air tonight, που έλεγε και ο Φιλ, τα βλέπω τα αναπόφευκτα μπλεξίματα από τα οποία δεν θα ξεμπερδέψω εύκολα.

  1. - Μαλάκα, έχω ένα σακουλάκι μαροκάνικο άλλο πράμα, μη ρωτάς πού το βρήκα, πάμε να κάνουμε κανα βέρι να κονομήσουμε κάνα ψιλό;
    - Δε θες πολύ ακόμα για να μπλέξεις για τα καλά μεγάλε, έτοιμος είσαι, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. (εσωτερικό, αυτοαναφορικό κλπ)
    Τη βλέπω τη δουλειά, ο Βράστα θα με μπολντάρει, εγώ θα με ξεμπολντάρω, ο Βράστα θα με ξαναμπολντάρει, εγώ θα με ξαναξεμπολντάρω, έτσι θα πάει, μέχρι τελικής πτώσεως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αλλάζει εντελώς τις απόψεις του και τα λεγόμενά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φράση δηλωτική του κωλοτούμπα, που στη γεωγραφική περιοχή της κάτω Βαλκανικής ή αλλιώς Ελλαδιστάν τείνει να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα και συνήθεια πασών των κατατρεγμένων Ελλήνων, από πολιτικούς εκατομμυριούχους, μέχρι ταξιτζήδες μεροκαματιάρηδες.

- Ρε αυτός δεν έλεγε ότι η λαϊκή επανάσταση θα μας σώσει; Τι δουλειά έχει με τα τσιράκια του Βαρδινογιάννη;
-Έτσι έλεγε, αλλά δε του 'ρθε βολική η επανάσταση και τώρα τα μαζεύει.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν τις πυρκαγιές στις ειδήσεις. Λαίλαπα είναι μια αλεπού στη μυθολογία.

- Ναι Νίκο, όπως βλέπουμε στο πλάνο, τίποτα δεν άφησε όρθιο η πύρινη λαίλαπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφισβήτηση των λεγομένων του Άλλου μέχρι αποδείξεως γραμμένων στο χαρτί. Τα γραπτά μένουν.

Πού το είδες γραμμένο κυρία μου να βάζεις γλάστρες στο δρόμο και να λες ότι εδώ θα παρκάρει ο γιος μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη «σκάνδαλον» μας ήρθε απ' τα λατινικά, όπου «scandere» σημαίνει «περπατώ, ανεβαίνω», οπότε «πέτρα του σκανδάλου» είναι πολύ κυριολεκτικά η πέτρα που μας τυχαίνει στον δρόμο μας και σκοντάφτουμε (φανταστείτε και τους δρόμους της εποχής).

Συναφώς, το «σκάνδαλον» ήταν και ένα ξύλινο εξάρτημα παγίδας (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτη), πάλι του περπατήματος. Η φράση καθιερώθηκε από την έκφραση της Καινής Διαθήκης «λίθος προσκόμματος και πέτρα του σκανδάλου» (Ρωμ. 9,33 και Πετρ. Α 2,7), όπου σημαίνουν κυριολεκτικά το ίδιο πράγμα, την πέτρα που σου βάζει τρικλοποδιά, όταν περπατάς, και μεταφορικά το πρόσωπο που είναι «σημείον αντιλεγόμενον». Από εκεί προήλθε η σημερινή έννοια του «σκάνδαλο» και «πέτρα του σκανδάλου».

O όρος «σκάνδαλο» από κυριολεκτική «πτώση» που σήμαινε στην αρχή και μεταφορική «πτώση» με την έννοια του «σημείου αντιλεγομένου» που λειτουργεί ως κριτήριο λίγο πιο μετά, ακόμη πιο μετά, σήμαινε την ηθική πτώση, από όπου η σημερινή έννοια.

Μπορεί, βέβαια, να μου πει κάποιος «ceci n'est pas slangue!». Ο λόγος που καταχωρίζω το λήμμα (πέρα απ' το να κάνω φιγούρα), είναι ότι η έκφραση είναι πολύ της μοδός για στάρλετ με το όνομα Πέτρα, Πετρούλα, όπως για την Πετρούλα Κωστίδου, και κυκλοφορεί πολύ τώρα τελευταία στα περιοδικά και την τηλεόραση ως «Πετρούλα του σκανδάλου».

1.H Πετρούλα του σκανδάλου αναστατώνει το star system.
(Playboy)

  1. Η πολλή Πετρούλα (του σκανδάλου) ... τυφλώνει!
    [...]
    Εν ολίγοις, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (πλην ελαχίστων). Αλλά αν ορισμένοι θέλουν να μεγαλουργήσουν στον τομέα των «νταβατζήδων». Αν το «επιχειρηματικό τους δαιμόνιο», αντίστοιχο των «βλαχοδήμαρχων» της εκάστοτε «Πετρομαγούλας», εξαντλείται στον εξευτελισμό κακόμοιρων κοριτσιών και αγοριών που οι «ξύπνιοι» διευθυντάδες τα κρεμάνε στης AGB το κάγκελο. Αν τα διαφημιστικά τους έσοδα κυμαίνονται ευθέως ανάλογα με τον σεξιστικό προτεσταντισμό του «μετεωρολογικού» δελτίου (του κακού τους) του καιρού. Κι αν, τελικά, η ύψιστη καταξίωσή τους είναι να αναδεικνύονται «ευφυείς» πραματευτάδες του εμπορίου της βλακείας και της αυτοϊκανοποιούμενης ονείρωξης, γιατί θα πρέπει να το κάνουν μέσω των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, που - αν δεν κάνουμε λάθος - παραμένουν, βάσει του Συντάγματος, δημόσια περιουσία;
    (Ριζοσπάστης).

Η Πετρούλα του σκανδάλου (από Hank, 11/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... ή όπου γης και πατρίς.

  1. Η κλασική αυτή φράση, όταν επέχει θέση κατηγορουμένου, χρησιμοποιείται για να δηλώσει οπορτουνισμό και / ή τυχοδιωκτισμό. ανάλογα με το άτομο, τον χρόνο και την περίσταση.
    Τουτέστιν, όταν κάποιος είναι όπου γης και πατρίς, δεν έχει σταθερές απόψεις και πεποιθήσεις, πέραν ίσως του εγώ και η πάρτη μου, αλλά συμπορεύεται με το κυρίαρχο ρεύμα, την τρέχουσα μόδα και αντίληψη, κι απλά εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς ίδιον όφελος. Αν έτσι επιτάσσει η ανάγκη, την μία μέρα Αναΐς, την άλλη Παναής κι άμα αλλάξει το κλίμα πάνω απ' όλα η σωτηρία της πατρίδος ή η πάλη για τον σοσιαλισμό.
    Εναλλακτικά, ο όπου γης και πατρίς ενδέχεται να είναι ένας άνθρωπος του πλήθους με την κατά Πόε έννοια, που απλά αισθάνεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει κάπου, να μην είναι ξεκρέμαστος γιατί ο κόσμος είναι κακός και ψιθυρίζει, αλλά που κουράγιο και χρόνος τώρα να κάνει κάτι μόνος του, δύσκολα τα πράγματα και τι να κάνεις, οπότε πας με τα νερά της γκόμενας / του γκόμενου / της παρέας / του συνδέσμου κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο...

  2. Η ίδια φράση, με την ίδια γραμματική χρήση, χρησιμοποιείται επίσης προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος / κάποια είναι άστατη στις προσωπικές της σχέσεις. Η χρήση αυτή, ωστόσο, αφορά περισσότερο ελεύθερους, -ες, παρά ξενοπηδίκουλες. Συνώνυμο: Όπου φυσάει ο άνεμος.

  1. Οι απόψεις του ΛΑ.Ο.Σ είναι «όπου γης και πατρίς».Δηλαδή όπου υπάρχουν ψήφοι. (Από εδώ)

  2. Κι εγώ δεν χωνεύω ούτε χώνεψα κανέναν από την αρχή γκαστρούλα μου, γιατί εκεί είναι όλοι 45-50άρηδες που βαριόυνται την ζωή τους και πήγαμε 2 κοπέλες οπου η μία(η κοντή που λέω...σόρυ, αλλά το παιζει τόσο και είναι σαν ξόανο...και λίγα την λέω) είναι όπου γης και πατρις(και της ψάχνουν γαμπρό(μη χσ!!!) και από την άλλη εγώ, σχεδόν νιόπαντρη, πιο σοβαρή, πιο bitch(κατα την γνωμη τους...που ματαξαναλέω χέστηκ@) και μετά από 4 χρόνια κάνω και τον μπέμπη μου...εμ είχα μια πρόοδο στην ζωή μου ΧΙ και τους πείραξε.... (από εκεί)

  3. «Είμαι όπου γης και πατρίς. Ανάλογα με τη σύνθεση της παρέας προσαρμόζομαι, αλλά αποφεύγω τα ντάπα- ντούπα, τα έχω βαρεθεί πια», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. (Από επαέ)

  4. Τα παράνομα ραντεβού κλείνονταν σε γνωστό ξενοδοχείο. Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό το «παράνομα» δεν ισχύει στην κυριολεξία. Ουδείς από τους δυο ήταν παντρεμένος. Εκείνη είχε βέβαια κάποια σχέση, αλλά δεν ήταν δεσμευμένη και έτσι αμαρτίαν σοβαρή ουκ είχε. Εκείνος από την άλλη ήταν όπου γης και πατρίς. Αλλαζε, δηλαδή, τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. (Από πιο' κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified