Further tags

Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.

Ρε πάλι τα ίδια θα λέμε; Μη με γυρνάς τα μυαλά τόσα χρόνια ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.

(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)

-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.

Ωραίο μπανεράκι του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Πλάκα μας κάνετε ρε παιδιά... (από patsis, 18/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στην Ιθάκη και προέρχεται από το «Δίαβολε, να μπεις μέσα του». Αντίστοιχο με το άντε γαμήσου, αλλά πιο ήπιο.

-Με τρόμαξες, ωρέ διαλέμπαμεσασου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της Ιθάκης υπό μορφή κατάρας.

Ώρέ ασίφταε με τρόμαξες, που να'μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σε όλους «τι είναι αυτά που λες;».

Τι είναι φτουνά αυτά που λες εδωχάμου ρε ξεΐδρωτε μην σε πελεκάω μια βδομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Λεσβία που συχνάζει σε στριπτιτζάδικα και κωλόμπαρα.
  2. Λεσβία που το κωλώνει επειδή ο δάσκαλος είναι λιώμα.
  3. Λεσβία τίμια (βλέπε τίμιος).

π.χ. Φύγετε από εδώ είμαστε λεσβίες. Άκουσες ρε... Τίμιες λεσβίες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανικής προέλευσης έκφραση που απαντάται πλέον μόνο στη Θεσσαλονίκη για λόγους που είναι πέρα από τη θεματολογία του παρόντος ιστοτόπου. Η έντονη ποιητική διάθεση των Θεσσαλονικέων οδήγησε στην παράφραση του κλαν (συντομογραφία του ρήματος κλάνω) σε κλάιν, ώστε να κάνει ομοιοκαταληξία με το μάιν (δικό μου/δικά μου).

Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια σεξουαλικών/σκατολογικών εκφράσεων του τύπου κλάσε μας τ' αρχίδια, θα μου κλάσει τ' αρχίδια κλπ. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει, παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις τρίτων.

- Και πότε θα προλάβω να το ετοιμάσω το πρότζεκτ τώρα που μου το λες ρε μεγάλε;
- Πάρε μαζί σου τα χαρτιά το σαββατοκύριακο και δούλεψέ το. Δεν πρόκειται να σου πάρει πάνω από 2-3 ώρες τη μέρα και το χρειάζομαι όπως-και-δήποτε τη Δευτέρα στις 8.
- Α καλά... κλάιν μάιν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified