Further tags

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται από άτομα με περιττά κιλά ως απάντηση σε μια προσβολή προς αυτούς. Επίσης έκφραση που χρησιμοποιείται και από κοντούς με την αυτονόητη επεξεργασία της φράσης.

- Μιλάνε όλοι μιλάει και ο χοντρός!
- Χοντρός-χοντρός την π....τσα μου τη τρώς!!!

Είπε κανείς κάτι για πίτσα? (από Vrastaman, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση περιγράφει:

  1. Το αλλήθωρο βλέμμα κάποιου,
  2. Τα ορθάνοιχτα μπούτια της χταποδιάρας,
  3. Τα αλληθωρόβυζα,
  4. Σε ξεχωριστές περιπτώσεις, όλα τα παραπάνω.

Ασίστ: Γ. Τράγκας.

- Γκαυλιάρα γυναίκα η Λάουρα, κώλος αναφοράς, μπούτια εκκαυλωτικά ανοιχτά…

- Αυτός ο στραβισμός της ρε πστ με χαλάει όμως -- το ένα κοιτάζει το γιαχνί και το άλλο το πιλάφι...

- Αυτό λέω κι εγώ, τουκανιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμένα αποκαλούνται όσα παιδάκια παραδίδονται από τους κηδεμόνες τους σε μοναστήρια εν είδει δωροδοκίας προς τα θεία. Η ανάλυση του κτηνώδους αυτού σεξουαλικού εξαναγκασμού ανήλικων δεν είναι του παρόντος.

Σλανγκιστί, σαν ταμένα αποκαλούνται όσοι φέρουν το στυλιστικό λουκ της χριστιανόφατσας ή του μαρξορθόδοξου: τα φλώρικα αγόρια με τσάκιση στο μπλέ πολυεστερικό παντελόνι με το κουλό γκρι μπουφανάκι και τα ξεπλένικα κορίτσια με τις κλειστές ως το λαιμό μπλούζες, τα μακριά μανίκια, την χριστιανόφουστα με μήκος τουλάστιχον ως τη μέση της γάμπας, τις παντός-καιρού κάλτσες και τα μαλλιά τραβηγμένα σφιχτά σε κότσο ώστε να μην σκανδαλίζουν το χριστεπώνυμο πλήθος.

Εννοείται ότι το να είσαι παιδί του κατηχητικού ή λαδοπόντικας χριστιανοταλιμπάν δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να εμφανίζεσαι ως ταμένο. Σαν θεούσες άλλωστε ντύνονται και πολλά μούλτι-κούλτι ταγάρια και εθνίκια.

Ασίστ: Khan (ΔΠ), Μαριαχόμορφη.

- Καλά ρε μαλάκα η Αφροξυλάνθη σ' αρέσει; Άκου όνομα... Σαν ταμένο...
- Ε, δεν είναι για όλουσ οι Λιλιάνεσ...
- Περί ορέξεωσ τζιτζίκια γιαχνί...
(Μαριαχόμορφη, εδώ)

- Σαν ταμένο είναι στη μονή Βατοπεδίου που είναι και της μοδός…α πα πα….χάλια!
(Η Paris Hilton...ντυμένη!)

- εδώ, κάθε σχολείο έχει τη δική του στολή, οι οποίες εκτός από κακόγουστες είναι και πανάκριβες...Σαν «ταμένα» είναι τα παιδάκια μου...Χάλια σου λέω...
(από εδώ)

Ταινία Φουσκουθαλασσιές. Εδώ η Μ.Αρώνη παρουσίασε τις κόρες της στο ναυτικό πατέρα τους (Παπαγιαννόπουλος)...σα να \'ταν ταμένες (από GATZMAN, 16/10/09)Η θεία από το Σικάγο. Μια ταινία με...ταμένες...μέχρι την έλευση της θείας (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άνθρωπο που είναι πολύ κοντός. Για την ακρίβεια είναι τοοοόσο κοντός που κάλλιστα θα μπορούσε να μη συμπληρώνει το μέτρο για 5 εκατοστά.

Ο όρος αποτελεί αλλαξοκωλιά της φράσης «μια παρά πέντε» που δείχνει ώρα.

Συνώνυμο: ένα κι ένα milko.

- Xα χα! Πως είσαι έτσι μωρή;! Είσαι ένα παρά πέντε!!!
- Α να χαθείς ρε μαλάκα!!!
- Μαλάκα μ' έχει κάνει ο κώλος σου! Ασταδγιάλα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη χειμέρια νάρκη, ο μεταβολισμός των ζώων και ειδικά αυτών που ζουν σε ψυχρά κλίματα επιβραδύνεται και η θερμοκρασία του σώματός τους μειώνεται αισθητά. Γενικά η χειμερία νάρκη αρχίζει όταν κατεβαίνει η θερμοκρασία και η αναζήτηση τροφής είναι πολύ δύσκολη. Παρόλο που η θερμοκρασία της αρκούδας δεν πέφτει και πολύ και έτσι η αρκούδα μπορεί να ξυπνήσει κατά τη διάρκεια του power saving μοντ, οι αρκούδες πριν πέσουν σε αγρανάπαυση τρώνε τον αγλέορα για να συντηρηθούν. Ε... και μόλις ξανα μπουτάρουν πεινάνε του καλού καιρού. Εμπρός καλά μου σαγόνια!

Εδώ λοιπόν κάνουμε ένα κλικ πάνω από το μέσο performance της ήδη φαγανής αρκούδας, μιλώντας για την αρκούδα πριν τη χειμέρια νάρκη της.

Η ατάκα λέγεται για κάποιον που σε μόνιμη βάση ή σε περιστασιακή φάση (π.χ: σε κάποιο γλέντι) σαβουριάζει... τα γατοκέφαλα και ακόμα περισσότερο όταν τα καταβροχθίζει και τα τσακίζει στο πιτς-φιτίλι... λες και είναι αρκούδα που έχει φτάσει στο ενενήντα για να αποσυρθεί προσωρινά από την πιάτσα. Η φράση λέγεται καθ υπερβολήν, για να δείξει τη λαιμαργία η/και τη μανία που έχει πιάσει κάποιον που προσπαθεί να κατεβάσει το καταπέτασμα και να τα κάνει όλα λαμπίκο.

Αν ο τύπος είναι ένας ακάματος εργάτης στο χτίσιμο κοιλιακών (χλαπάκιασμα σε μόνιμη βάση) επαναλαμβάνοντας το πρότζεκτ κάθε τρεις και λιγο...ε τότε τι να πούμε; H κακομοίρα η αρκούδα πέφτει στη νάρκη με πολύ αραιότερο ρυθμό. Ο τυπάς λοιπόν, τρώει λες και έρχεται πόλεμος, λοιμός,... καταστροφή. Και τρέμοντας μη χάσει τις μπουκιές από τους συνδαιτυμόνες, τους παρασύρει σε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα (hint and tip) και μετά την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια και ασχολείται με το χόμπι του. Ο τύπος διαθέτει την... επιτάχυνση, χτυπάει τις...μασαμπούκες, χτίζει τις ταράτσες, αυξάνει το λογαριασμό του στη μπάνκα (μπάκα) του και πριν... ναι ναι... πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις τον έχει φάει ήδη και αυτόν και πάει για άλλα. Αλί μη βρεθεί κατά λάθος το χέρι σου, την ώρα που κλείνουν τα σαγόνια του καρχαρία... χαχαχα.

Σημείωση: H ατάκα δένει καλύτερα σε μεγαλόσωμο (αρκούδα... και καλά) που ρίχνει συχνά τη μάσα της αρκούδας

(Σε παρέα που τρώει)

Πέτρος: Ρε παλιοχλαπαχλούπα Μήτσο, κάνε λίγο κράτει ρε... Θα μας φας και μας. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Απορώ πως ζούμε ακόμα.
Μήτσος (χωρίς να σηκώσει κεφάλι): - Αφήστε με ρε να φάω σαν άνθρωπος
Πέτρος: Ανθρωπος; Ποιος άνθρωπος; Εγω βλέπω μια αρκούδα προ χειμερίας νάρκης.
Βασίλης: Φυλαχτείτε αδέρφια... Μήτσος: Γκρρ...χαχαχα
Ολοι: χαχαχα

Ωσ υπουργός αμύνης το πρώτο μέτρο που ιθα πάρω είναι η άμυνα από τον εχθρό που λέγεται ΠΕΙΝΑ.Πάμε να φάμε αδέρφια! (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία Σάντα Τσικίτα. Εδώ ο Λογοθετίδης είχε τσακίσει τα...πιλάφια (από GATZMAN, 25/10/09)Ταινία:Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα. Εδώ κάποιος Μιχαλάκης κάλεσε τους φίλους του για να γιορτάσει την προαγωγή του...αλλά έσκασε τρώγοντας.  (από GATZMAN, 25/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και σήμαινε την πουτάνα νέτα-σκέτα (όπως και η παξιμαδοκλέφτρα).

Σήμερα, έχει λάβει τη σημασία της μεσόκοπης και σε καμία περίπτωση νεάζουσας γυναίκας, που εξακολουθεί να σφύζει από λάγνο πάθος για τον ανώμαλο έρωτα κι αυτό φαίνεται (όχι με την πρώτη ματιά).

Φωνή βαριά (κοκοροβηχιάρας κουμκανα-juice), φυσική σιλουέτα μετά από πεντ' έξι γέννες, λίγο λαϊκούρα στήσιμο, νύχι ασημί (συχνά έχει ξεφτίσει το χρώμα), τσιγάρο σλιμ ή Oscar-Dunhill-Davidoff ή με χρυσαφί φίλτρο, θεοσεβούμενη, δεν δίνει δικαιώματα στη γειτονιά, τσάντα και ένδυση συντηρητικότατη έως ακαλαίσθητη και ανάλογη της ηλικίας της, φτηνατζούρα άρωμα, πρόστυχο (όπτιοναλ) ή ρώσικο μακιγιάζ (σκιά ABBA, με πράσινη βλεφαρίδα και ροζ κραγιόν) και βλέμμα πολυσήμαντο.

Σε εξεζητημένες περιπτώσεις, μπορεί να διακρίνει κανείς και χρυσή αλυσιδίτσα στο πόδι (πάνω απ’ το καλτσόν), έστω κι αν δεν ταιριάζει με το ανσάμπλ. Δίχως να είναι η θεία μου η χίπισσα, φορεί περιορισμένο αριθμό και εύρος λιλιών μιας παρωχημένης εποχής και ιδίως σταυρό στο στήθος (συνήθως όξω απ’ το πουλόβερο).

Αν σταυροκοπιέται κιόλας κάθε τόσο, παναπεί γαμιέται ασύστολα (υπάρχει εξήγηση αλλά δεν είναι της παρούσης). Δεν είναι ούτε μίλφ ούτε τζιλφ και κατ’ οίκον φορεί ρόμπα καπιτονέ. Δεν είναι απαραιτήτως ούτε τεκνατζού ούτε άπιστη σύζυγος.

Ενδημεί σε όλες τις ελληνικές πόλεις και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν είναι αντακάβα πρώην πουτάνα, που παρασταίνει στα υστερνά την οσία θείτσα. Παλαιότερα κουβαλούσε τις Κυριακάδες, κάτι στραπατσαρισμένα ανώνυμα χαρτόκουτα συνοικιακών ζαχαροπλαστείων για να πάει επίσκεψη με το τρόλεϊ, πριν αντικατασταθεί από εξοδούχους αλλοδαπούς.

Μακριά και με τον απήγανο επίδοξε Ντάστιν, εκτός κι αν η Μπάνκροφτ σου πέφτει μικρή...

- Κοίτα πώς μας κοιτάζει αυτή!
- Πού;
- Να, αυτή απέναντι, που ταΐζει τα περιστέρια...
- Ποια ρε μαλάκα, την κωλόγρια λές;
- Ναι την παπαδοξηλώτρα! Σαν ξερολούκουμα μας κοιτάζει...
- Ρε σε, αυτή όπου να’ ναι αγιάζει! Καλά αγόρι μου, μου φαίνεται πρέπει να σε κλείσουμε σε πουρολογική κλινική!
- Βρε άκου που σου λέω...

(από GATZMAN, 30/10/09)παξιμάδι και σία  (από GATZMAN, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόμοιο με το «μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι» ή το «μαλλί χιόνι, ψωλή κανόνι» κλπ. Σημαίνει τον μη μαρασμό του πέους (πούτσα) παρόλο που τα γένια ασπρίσαν. Πάντως είναι καλό να αποφεύγονται παρόμοιες εκφράσεις, καθώς μπορεί να μας εκθέσουν στην πράξη.

  1. - Ρε συ Μήτσο, πόσα χρόνια; Άσπρισε το μούσι σου, ρεεε!
    - Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, ξάδερφε! Εσύ, πώς είσαι;

  2. - Αυτός είναι χούφταλο. Τι να σου κάνει;
    - Μην το λες. Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια!

Ράντοβαν Κάρατζιτς  (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».

  1. Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;

  2. - Ήρθε η Αλεξάνδρα!
    - Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
    - Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!

Ο Μήτσος (από panos1962, 01/11/09)(από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified