Κι αυτή, όπως κι αυτή η ρήση, έχει τη ρίζα της στη βυζαντινή εποχή.

Τότε οι πλούσιοι, επειδή δεν καταδέχονταν να πάνε πεζό δύο στην αγορά για να ψωνίσουν, καβαλούσαν τα άλογα τους και αγόραζαν αυτό που ήθελαν καβάλα, δείχνοντας στον πωλητή κάτι που έβλεπαν απ' το άλογο, χωρίς να μπουν στον κόπο να το διαλέξουν.

Έτσι, οι επιλογές τους ήταν επιλογές για κλάματα. Επιλογές της συμφοράς. Γι΄αυτό κι οι πωλητές, ως γριές πουτάνες, εκμεταλλεύονταν την κατάσταση και ξεφορτώνονταν ό,τι σαβούρα, σκαρταδούρα και πράγματα του σωρού και του πεταματού, αλλά επίσης κι ό,τι ακριβά πράγματα είχαν απούλητα.

Η έννοια δεν έχει αλλάξει σημασία τη σημερινή εποχή κι ο όρος υποδηλώνει την αγορά που γίνεται με πλημμελή ή ανύπαρκτο έλεγχο, μ' αποτέλεσμα αυτό που αγοράζεις να μη θεωρείται καλή αγορά (π.χ.: ακαλαίσθητο, κακής ποιότητας, ακριβό, κ.λπ.).

-Τι πήγες κι αγόρασες εκεί ρε Μήτσο; To 'ψαξες καθόλου ή ψώνισες καβάλα;
-Τι να ψάξω; Δεν είχα χρόνο. Στο πάτ-κιούτ. Γιατί το λες;
-Εμ, μάπα το καρπούζι μωρ' αδερφάκι μου. Κάνει μπαμ από μακρυά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κλασική έκφραση του ταξιτζή, του ταρίφη της ασφάλτου, που θέλει να κάνει «δικάβαλο», ή τρι-τετρα-πεντα-εξακάβαλο δρομολόγιο, κατά το «οι καλοί παντού χωράνε». Η κλασική δικαιολογία είναι «να πάρουμε και το παλλουκάρι που πάει στου ... [διαόλου τη μάνα]; Ψυχικό θα κάνουμε!». Εννοείται ότι ο Ομάρ Ταρίφ θα το κάνει για τη φουκαριάρα τη μάνα του... (Βλ. παράδειγμα)

  2. Το γαμήσι του ελέους, που το κάνουμε από σεξουαλικό αλτρουισμό. (Βλ. λήμματα βολεύω και εξυπηρέτηση)

  3. Λέγεται γενικώς από οποιοδήποτε Νεοέλληνα θέλει να βολέψει μια κατάσταση, αντίθετα προς τους κανονισμούς-νόρμες, αλλά με μια οικονόμηση που υποτίθεται ότι είναι ψυχικό για τους άλλους, αλλά κατ' ουσίαν βολεύει περισσότερο τον ίδιο.

- Πού πας ρε παλλουκάρι; Ψυχικό; Πειράζει ρε παλλουκάρι να πετάξουμε λίγο και το παλλουκάρι από δω που πάει Κερατσίνι; Ψυχικό θα κάνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΑΣΟΚοσλανγκικὴ λέξις τῆς Ἀντρεϊκῆς περιόδου, κατὰ κόρον χρησιμοποιηθεῖσα, ἰδίως σὲ μεγάλες, μπαλκονᾶτες προεκλογικὲς συγκεντρώσεις ἀπὸ τὸν ἱδρυτή τοῦ κινήματος. Ὑπενθυμίζω ὅτι τὸ ὄνομά του συνήθως δὲν προφέρετο Ἀνδρέας Παπανδρέου, ἀλλὰ σκέτο Ἀντρέας ἀπὸ τοὺς εὐμενῶς διακειμένους, ἢ σκέτο Παπαντρέας ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους.

Στὸ χρονοντούλαπο λοιπὸν τῆς ἱστορίας ἐπρόκειτο σταθερῶς νὰ τοποθετηθῇ ἡ δεξιά, ἡ ἀλλέως πέως καλουμένη καὶ ἐπάρατος. Αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶχαν κάνει τότε ἐντύπωσι στὸν κοσμάκη, καὶ κάποιοι ἄρχισαν νὰ τὶς λένε στὰ καφφενεῖα κι έτσι. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ γενικευθῇ ἡ χρῆσι τους μὲ εἰρωνικὸ περιεχόμενο, καὶ ὄχι πολὺ ἀργότερα νὰ ἀτονήσῃ.

Τὸ ἰδεολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἐκφράσεως συνίσταται στὴν ἰδέα περὶ γραμμικότητος τῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἱστορία νοεῖται ἐδῶ μὲ τὴν θεολογική, μαρξιστική της ἔννοια. Ἡ κατάστασι, ποὺ θὰ προέκυπτε μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς δεξιᾶς μέσα στὸ χρονοντούλαπο, ἐβιώνετο ὡς κάτι τὸ μόνιμο καὶ ὁριστικό, μὲ παραδείσιο χαρακτῆρα, διότι ἔτσι θὰ ἐξησφαλίζετο ἡ διαρκὴς εὐτυχία τοῦ λαοῦ, ἐφ' ὅσον «στὶς 18» θὰ ἐνεκαθίστατο πλέον ὁ «Σοσιαλισμός».

Ἡ δεξιὰ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ μεγάλης μερίδος τοῦ λαοῦ ὡς ἐπάρατος, διότι, στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερον ἐπικρατούσης ἐν Ἑλλάδι μεταπρατικῆς (κομπραδόρικης, τὸ ἔλεγε ὁ Ἀντρέας, ὁ Καραμπελιάς, ὁ Ψιρούκης κλπ ἐξωκοινοβουλευτικοί) ἰδεολογίας, ἔλαβε πάντοτε θέσεις ἐξυπηρετοῦσες τὸν ξένο παράγοντα. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἔπραξαν τὸ ἴδιο, στὸν βαθμὸ πού, κάποια στιγμή, τοὺς ἐνηγκαλίζετο ἡ μεταπρατικὴ ἀστικὴ τάξις (τὸ ἐντόπιο στήριγμα τοῦ ξένου παράγοντος), ἢ ἡ ἐξ ἀνατολῶν Ἄρκτος.

Τὸ πλῆθος:
«Στὶς 18 Σοσιαλισμός» (bis)
Ὁ Ἀντρέας:
«Ναί, λαὲ τῆς Θεσσαλονίκης, λαὲ τῆς Ἑλλάδας, στὶς 18 θὰ φέρουμε τὸ σοσιαλισμό καὶ ἡ δεξιὰ θὰ καταδικαστῆ στὸ χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας».
(Ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὶ χαρᾶς, ἀπὸ κάτω).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώ αποκλίνουσα συμπεριφορά στα πλαίσια ενός επαγγελματικού ως επί το πλείστον κύκλου, με τρόπο που να θέτω σε κίνδυνο τα καλώς ή κακώς εννοούμενα συμφέροντα του κύκλου αυτού.

Τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα είναι η τήρηση ενός έντιμου και υγιούς ανταγωνισμού, και η επαγγελματική αλληλεγγύη μεταξύ των συναδέλφων. Σε μια τέτοια περίπτωση, χαλάω την πιάτσα σημαίνει ότι μετέρχομαι πρακτικές είτε ευθέως αθέμιτες, είτε κατά παράβαση της δεοντολογίας του συγκεκριμένου κύκλου μου. Προπάντων ρίχνω υπερβολικά τις τιμές ή τις αμοιβές προκειμένου να προσελκύσω τους πελάτες των ανταγωνιστών μου. Με τον τρόπο αυτό βεβαίως ξεκινάω έναν καθοδικό κύκλο που τελικά θα γυρίσει μπούμερανγκ και σε βάρος μου, εφόσον όλο και κάποιος άλλος «εξυπνότερος» θα βρεθεί κάποια στιγμή και θα μειοδοτήσει.

Ωστόσο χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά με ειρωνικό τρόπο, οπότε αναφέρεται στον ευσυνείδητο και σωστό επαγγελματία, υπάλληλο κλπ., που δουλεύει όταν οι άλλοι λουφάρουν, δεν λαδώνεται όταν οι άλλοι τα παίρνουν, είναι εξυπηρετικός όταν οι άλλοι είναι αγενείς, χρεώνει κανονικά όταν οι άλλοι γδέρνουν κ.ο.κ. Μια τέτοια συμπεριφορά, όπως είναι φυσικό, προκαλεί τη μήνιν των συναδέλφων του, που αισθάνονται ότι ο σωστός θέτει σε κίνδυνο τα κακώς εννοούμενα συμφέροντά τους, ήτοι τη βολή και καλοπέρασή τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Προνομιακό πεδίο εφαρμογής ο δημόσιος τομέας.

-Άντε ρε Αγαθοκλή, δύο η ώρα πήγε, πάμε να φύγουμε.
-Αφού στις τρεις τελειώνουμε. Έχω ένα σωρό φακέλους να διεκπεραιώσω. -Ε κι αν τελειώσουν θα σου φέρουν άλλους τόσους αύριο. Σήκω τώρα αδελφάκι μου να φύγουμε και μη μας χαλάς την πιάτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολλάω.
1) σταματάω να λειτουργώ
2) κολλάω σε αυτό που γουστάρω

- Καλά ε, αυτός έφαγε πατάτα.
- Ναι, δεν ξεκολλά με τίποτα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified